Anonymous

κτίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χτίζω]] (AM [[κτίζω]])<br /><b>1.</b> (για [[πόλη]]) [[ανεγείρω]], [[ιδρύω]], [[θεμελιώνω]] (α. «κτιζομένη [[πόλις]]», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῦντα κτίζουσι», <b>Θουκ.</b><br />δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῖσαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] από το [[μηδέν]], [[πλάθω]] (α. «ο [[θεός]] έκτισε τον κόσμο» β. «καὶ γὰρ οὐκ ἐκτίσθη ἀνὴρ διὰ τὴν γυναῑκα, ἀλλὰ γυνὴ διὰ τὸν ἄνδρα», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περικλείω]] με τοίχο, [[φράζω]] («έκτισαν τα βορεινά παράθυρα»)<br /><b>2.</b> φτιάχνω, [[κατασκευάζω]]<br /><b>3.</b> [[συναρμόζω]] δομικά υλικά, για να κατασκευάσω [[κτήριο]], [[κατασκευάζω]] [[οικοδόμημα]], [[οικοδομώ]] (α. «κτίστηκαν [[πολλά]] σπίτια στο [[χωριό]]» β. «λαβεῖν ἐξουσίαν τοῦ κτίσαι ναὸν ἐπ' ὀνόματι τῆς ἁγίας Τριάδος», Μηναί.)<br /><b>4.</b> [[ανακαινίζω]] [[οικοδόμημα]], [[ανοικοδομώ]]<br /><b>5.</b> [[αποκτώ]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με δρόμο) [[χαράζω]], [[ακολουθώ]]<br /><b>7.</b> [[αναγορεύω]] κάποιον<br /><b>8.</b> [[φυλακίζω]] κάποιον<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α. «[[κτίζω]] στον (ή στην) άμμο» — [[ματαιοπονώ]]<br />β. «[[κτίζω]] εις το [[νερόν]]» ή «[[κτίζω]] στα νέφαλα» — [[ματαιοπονώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδρύω]], [[καθιδρύω]] («πατρί ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκτελώ]] ένα [[έργο]] («καὶ ταῡτ' ἔτλη τις χεὶρ γυναικεία κτίσαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποικίζω]] [[χώρα]], εγκαθίσταμαι ως οικήτορας («κτίσσε δέ Δαρδανίην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[άλσος]]) [[φυτεύω]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με ζωγραφική [[εικόνα]]) [[παριστάνω]] [[πρώτος]]<br /><b>4.</b> [[εφευρίσκω]], [[επινοώ]]<br /><b>5.</b> [[φέρω]], [[επιφέρω]]<br /><b>6.</b> [[καθιστώ]] κάποιον τέτοιον ή τέτοιον («ἐλεύθερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει» — θα σέ απελευθερώσει, θα σέ καταστήσει ελεύθερο από αυτά τα [[πάθη]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κτίμενος]], που απαντά στον Όμηρο, μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή (<i>kitimeno</i> «[[εκχερσώνω]], [[καλλιεργώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> και αρχ. ινδ. <i>kse</i>-<i>ti</i> «[[κατοικώ]]». Ο τ. <i>περι</i>-<i>κτί</i>-<i>ται</i> εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>t</i><i>ā</i> και συνδέεται με το αρχ. [[ινδικό]] <i>pari</i>-<i>ksit</i>- «αυτός που κατοικεί [[τριγύρω]]». Το ίδιο [[επίθημα]] βρίσκουμε και στο <i>εὔ</i>-<i>κτιτος</i>, [[καθώς]] και στο αβεστ. <i>ana</i>-<i>sita</i> «[[ακατοίκητος]]». Ο τ. [[κτίσις]] μπορεί να δημιουργήθηκε στην Ελληνική, αν και υπάρχει παράλληλο [[θέμα]] στο ινδοϊρανικό και αρχ. ινδ. <i>ksiti</i>- και στο αβεστ. <i>šiti</i>- «[[κατοικία]], [[διαμονή]]». Η λ. συνδέεται [[επίσης]] με τους τ. [[κτίλος]] και <i>κτῶμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κτίσις]], [[κτίσμα]], [[κτίστης]], [[κτιστός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κτισμός]], [[κτιστήρ]], [[κτιστύς]], [[κτίστωρ]], [[κτίτερ]], [[κτίτης]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κτιστῆριν</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κτίσιμο]], [[κτίτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αμφιανακτίζω]], [[ανακτίζω]], [[εγκτίζω]], [[εξανακτίζω]], [[επικτίζω]], [[μετακτίζω]], [[παιδοκτίζω]], [[προσκτίζω]], [[συγκτίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>επανακτίζω</i>, <i>κακοκτίζω</i>, [[καλοκτίζω]], <i>μισοκτίζω</i>, <i>ξανακτίζω</i>].
|mltxt=και [[χτίζω]] (AM [[κτίζω]])<br /><b>1.</b> (για [[πόλη]]) [[ανεγείρω]], [[ιδρύω]], [[θεμελιώνω]] (α. «κτιζομένη [[πόλις]]», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῦντα κτίζουσι», <b>Θουκ.</b><br />δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῖσαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] από το [[μηδέν]], [[πλάθω]] (α. «ο [[θεός]] έκτισε τον κόσμο» β. «καὶ γὰρ οὐκ ἐκτίσθη ἀνὴρ διὰ τὴν γυναῑκα, ἀλλὰ γυνὴ διὰ τὸν ἄνδρα», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περικλείω]] με τοίχο, [[φράζω]] («έκτισαν τα βορεινά παράθυρα»)<br /><b>2.</b> φτιάχνω, [[κατασκευάζω]]<br /><b>3.</b> [[συναρμόζω]] δομικά υλικά, για να κατασκευάσω [[κτήριο]], [[κατασκευάζω]] [[οικοδόμημα]], [[οικοδομώ]] (α. «κτίστηκαν [[πολλά]] σπίτια στο [[χωριό]]» β. «λαβεῖν ἐξουσίαν τοῦ κτίσαι ναὸν ἐπ' ὀνόματι τῆς ἁγίας Τριάδος», Μηναί.)<br /><b>4.</b> [[ανακαινίζω]] [[οικοδόμημα]], [[ανοικοδομώ]]<br /><b>5.</b> [[αποκτώ]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με δρόμο) [[χαράζω]], [[ακολουθώ]]<br /><b>7.</b> [[αναγορεύω]] κάποιον<br /><b>8.</b> [[φυλακίζω]] κάποιον<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α. «[[κτίζω]] στον (ή στην) άμμο» — [[ματαιοπονώ]]<br />β. «[[κτίζω]] εις το [[νερόν]]» ή «[[κτίζω]] στα νέφαλα» — [[ματαιοπονώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδρύω]], [[καθιδρύω]] («πατρί ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκτελώ]] ένα [[έργο]] («καὶ ταῡτ' ἔτλη τις χεὶρ γυναικεία κτίσαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποικίζω]] [[χώρα]], εγκαθίσταμαι ως οικήτορας («κτίσσε δέ Δαρδανίην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[άλσος]]) [[φυτεύω]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με ζωγραφική [[εικόνα]]) [[παριστάνω]] [[πρώτος]]<br /><b>4.</b> [[εφευρίσκω]], [[επινοώ]]<br /><b>5.</b> [[φέρω]], [[επιφέρω]]<br /><b>6.</b> [[καθιστώ]] κάποιον τέτοιον ή τέτοιον («ἐλεύθερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει» — θα σέ απελευθερώσει, θα σέ καταστήσει ελεύθερο από αυτά τα [[πάθη]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κτίμενος]], που απαντά στον Όμηρο, μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή (<i>kitimeno</i> «[[εκχερσώνω]], [[καλλιεργώ]]»), [[πρβλ]]. και αρχ. ινδ. <i>kse</i>-<i>ti</i> «[[κατοικώ]]». Ο τ. <i>περι</i>-<i>κτί</i>-<i>ται</i> εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>t</i><i>ā</i> και συνδέεται με το αρχ. [[ινδικό]] <i>pari</i>-<i>ksit</i>- «αυτός που κατοικεί [[τριγύρω]]». Το ίδιο [[επίθημα]] βρίσκουμε και στο <i>εὔ</i>-<i>κτιτος</i>, [[καθώς]] και στο αβεστ. <i>ana</i>-<i>sita</i> «[[ακατοίκητος]]». Ο τ. [[κτίσις]] μπορεί να δημιουργήθηκε στην Ελληνική, αν και υπάρχει παράλληλο [[θέμα]] στο ινδοϊρανικό και αρχ. ινδ. <i>ksiti</i>- και στο αβεστ. <i>šiti</i>- «[[κατοικία]], [[διαμονή]]». Η λ. συνδέεται [[επίσης]] με τους τ. [[κτίλος]] και <i>κτῶμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κτίσις]], [[κτίσμα]], [[κτίστης]], [[κτιστός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κτισμός]], [[κτιστήρ]], [[κτιστύς]], [[κτίστωρ]], [[κτίτερ]], [[κτίτης]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κτιστῆριν</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κτίσιμο]], [[κτίτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αμφιανακτίζω]], [[ανακτίζω]], [[εγκτίζω]], [[εξανακτίζω]], [[επικτίζω]], [[μετακτίζω]], [[παιδοκτίζω]], [[προσκτίζω]], [[συγκτίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>επανακτίζω</i>, <i>κακοκτίζω</i>, [[καλοκτίζω]], <i>μισοκτίζω</i>, <i>ξανακτίζω</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm