3,258,314
edits
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[κῶμα]])<br />[[λήθαργος]], [[βαρύς]] ύπνος (ἦ με [[μαλακὸν]] περὶ [[κώμα]] κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />παθολογική [[κατάσταση]] βαθύτατης αναστολής της ανώτερης νευρικής δραστηριότητας, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ή μερική [[απώλεια]] της συνείδησης, της εκούσιας κινητικότητας και της ενσυνείδητης αισθητικότητας με [[διατήρηση]] όμως τών θεμελιωδών νευροφυτικών λειτουργιών, της κυκλοφορίας και της αναπνοής<br /><b>αρχ.</b><br />νοσηρή [[τάση]] για ύπνο, ληθαργική [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ τ. <i>k</i><i>ō</i>[[i]]-<i>mņ</i>, συνδεόμενη με το [[κεῖμαι]] ( | |mltxt=το (Α [[κῶμα]])<br />[[λήθαργος]], [[βαρύς]] ύπνος (ἦ με [[μαλακὸν]] περὶ [[κώμα]] κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />παθολογική [[κατάσταση]] βαθύτατης αναστολής της ανώτερης νευρικής δραστηριότητας, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ή μερική [[απώλεια]] της συνείδησης, της εκούσιας κινητικότητας και της ενσυνείδητης αισθητικότητας με [[διατήρηση]] όμως τών θεμελιωδών νευροφυτικών λειτουργιών, της κυκλοφορίας και της αναπνοής<br /><b>αρχ.</b><br />νοσηρή [[τάση]] για ύπνο, ληθαργική [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ τ. <i>k</i><i>ō</i>[[i]]-<i>mņ</i>, συνδεόμενη με το [[κεῖμαι]] ([[πρβλ]]. και [[κοιμάμαι]]). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το [[κάμνω]], [[άποψη]] όμως όχι πιθανή. Τη λ. ως ιατρικό όρο δανείστηκαν [[νωρίς]] διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, [[πρβλ]]. αγγλ. και γαλλ. <i>coma</i>]. | ||
}} | }} |