Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μάγγανο: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μάγκανο]] και [[μαγγάνι]], το και [[μάγγανος]], ο, και [[μαγγάνη]], η (AM [[μάγγανον]])<br /><b>1.</b> [[βαρούλκο]], [[γερανός]]<br /><b>2.</b> (στο Βυζάντιο) α) [[ονομασία]] διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό [[στοιχείο]] τον τροχό<br />β) η [[αφετηρία]] στον ιππόδρομο [[κατά]] την [[ιππάφεση]]<br />γ) <b>φρ.</b> «κουράτορες τών μαγγάνων» — οι μαγγανάριοι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> α) χειροκίνητο κλωστικό [[εργαλείο]] που χρησιμεύει στη [[μεταφορά]] και [[περιτύλιξη]] του [[νήματος]] σε καρούλια ή μασούρια, αλλ. [[ροδάνι]] ή [[σβίγα]]<br />β) το [[μαγγανοπήγαδο]]<br />γ) απλό [[μηχάνημα]] με το οποίο έλκεται η μεταξωτή [[κλωστή]] από τα [[βομβύκια]] και τυλίγεται σε [[ανέμη]] ή σε [[μασούρι]]<br />δ) ορθογώνιο ή στρογγυλό [[πλαίσιο]] στο οποίο τεντώνεται το ύφασμα για να κεντηθεί, αλλ. [[κεντητικός]] [[ιστός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αλυσιδωτό [[σύστημα]] με κάδους για την [[ανέλκυση]] βαρών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τον νου σου μη σέ πιάσει ο [[μάγγανος]]» — πρόσεξε μη σέ πιάσει η καταδιωκτική δικαστική [[αρχή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κάθε]] χειροκίνητο ή ζωοκίνητο συμπιεστικό [[μηχάνημα]], [[πιεστήριο]] ελαιοτριβείου ή οινοποιείου, [[σφιγκτήρας]], [[συσφιγκτήρας]]<br /><b>3.</b> κυλινδρικό [[πιεστήριο]] που χρησιμοποιείται στην υφαντουργική για τη [[λείανση]] και [[στίλβωση]] υφασμάτων, [[κυρίως]] μεταξωτών<br /><b>μσν.</b><br />[[δόκανο]], [[παγίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[μέσο]] με το οποίο μαγεύει, θέλγει ή γοητεύει [[κάποιος]], μαγικό [[φίλτρο]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γάγγαμον]]», αλιευτικό [[δίκτυο]]<br /><b>3.</b> [[βάλανος]] μοχλού θύρας, [[μάνδαλος]], [[μάνταλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Αρχικές σημασίες της λ. θεωρούνται οι «[[μάγος]], [[μαγγανευτής]]» και «[[γερανός]], [[μηχανή]] για [[ανέλκυση]]», [[χωρίς]] να [[είναι]] βέβαιο ποια από τις δύο προηγείται της άλλης. Το πιθανότερο [[είναι]] η αρχική σημ. της λ. να ήταν γενικά «[[μηχανή]], [[τρόπος]]», από όπου η σημ. «[[μηχανορράφος]], [[απατεώνας]]». Σύμφωνα με αυτή την [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τύπους ανατολικών και δυτικών ΙΕ γλωσσών με τη γενική σημ. «[[ελκυστικός]], [[απατηλός]]»: αρχ. ινδ. <i>manju</i>-, <i>manjula</i>- «όμορφος, [[αγαπητός]], [[ελκυστικός]]», οσεττ. <i>mang</i> «[[απάτη]], [[δόλος]]», [[καθώς]] και με [[μέσο]] ιρλδ. <i>meng</i> «[[απάτη]], [[ψέμα]]», ρωσ. <i>mengach</i> «[[προδότης]], ύπουλος» κ.ά. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>meng</i>- «[[ζυμώνω]], [[μαλάσσω]]», από όπου η σημ. «[[διαπλάσσω]], [[στολίζω]], [[ξεγελώ]]» και η [[σχέση]] του με το ρ. [[μάσσω]]. Τον τ. χρησιμοποίησε η λατ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>manganum</i> «[[μηχανή]] πολέμου»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαγγανάρης]], [[μαγγανεύω]], [[μαγγανικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαγγανίζω]], [[μάγγανος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> [[μαγγανοδαίμων]], [[μαγγανοποιός]], [[μαγγανότζαγρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαγγανοπήγαδο]]].
|mltxt=και [[μάγκανο]] και [[μαγγάνι]], το και [[μάγγανος]], ο, και [[μαγγάνη]], η (AM [[μάγγανον]])<br /><b>1.</b> [[βαρούλκο]], [[γερανός]]<br /><b>2.</b> (στο Βυζάντιο) α) [[ονομασία]] διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό [[στοιχείο]] τον τροχό<br />β) η [[αφετηρία]] στον ιππόδρομο [[κατά]] την [[ιππάφεση]]<br />γ) <b>φρ.</b> «κουράτορες τών μαγγάνων» — οι μαγγανάριοι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> α) χειροκίνητο κλωστικό [[εργαλείο]] που χρησιμεύει στη [[μεταφορά]] και [[περιτύλιξη]] του [[νήματος]] σε καρούλια ή μασούρια, αλλ. [[ροδάνι]] ή [[σβίγα]]<br />β) το [[μαγγανοπήγαδο]]<br />γ) απλό [[μηχάνημα]] με το οποίο έλκεται η μεταξωτή [[κλωστή]] από τα [[βομβύκια]] και τυλίγεται σε [[ανέμη]] ή σε [[μασούρι]]<br />δ) ορθογώνιο ή στρογγυλό [[πλαίσιο]] στο οποίο τεντώνεται το ύφασμα για να κεντηθεί, αλλ. [[κεντητικός]] [[ιστός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αλυσιδωτό [[σύστημα]] με κάδους για την [[ανέλκυση]] βαρών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τον νου σου μη σέ πιάσει ο [[μάγγανος]]» — πρόσεξε μη σέ πιάσει η καταδιωκτική δικαστική [[αρχή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κάθε]] χειροκίνητο ή ζωοκίνητο συμπιεστικό [[μηχάνημα]], [[πιεστήριο]] ελαιοτριβείου ή οινοποιείου, [[σφιγκτήρας]], [[συσφιγκτήρας]]<br /><b>3.</b> κυλινδρικό [[πιεστήριο]] που χρησιμοποιείται στην υφαντουργική για τη [[λείανση]] και [[στίλβωση]] υφασμάτων, [[κυρίως]] μεταξωτών<br /><b>μσν.</b><br />[[δόκανο]], [[παγίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[μέσο]] με το οποίο μαγεύει, θέλγει ή γοητεύει [[κάποιος]], μαγικό [[φίλτρο]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γάγγαμον]]», αλιευτικό [[δίκτυο]]<br /><b>3.</b> [[βάλανος]] μοχλού θύρας, [[μάνδαλος]], [[μάνταλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Αρχικές σημασίες της λ. θεωρούνται οι «[[μάγος]], [[μαγγανευτής]]» και «[[γερανός]], [[μηχανή]] για [[ανέλκυση]]», [[χωρίς]] να [[είναι]] βέβαιο ποια από τις δύο προηγείται της άλλης. Το πιθανότερο [[είναι]] η αρχική σημ. της λ. να ήταν γενικά «[[μηχανή]], [[τρόπος]]», από όπου η σημ. «[[μηχανορράφος]], [[απατεώνας]]». Σύμφωνα με αυτή την [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τύπους ανατολικών και δυτικών ΙΕ γλωσσών με τη γενική σημ. «[[ελκυστικός]], [[απατηλός]]»: αρχ. ινδ. <i>manju</i>-, <i>manjula</i>- «όμορφος, [[αγαπητός]], [[ελκυστικός]]», οσεττ. <i>mang</i> «[[απάτη]], [[δόλος]]», [[καθώς]] και με [[μέσο]] ιρλδ. <i>meng</i> «[[απάτη]], [[ψέμα]]», ρωσ. <i>mengach</i> «[[προδότης]], ύπουλος» κ.ά. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>meng</i>- «[[ζυμώνω]], [[μαλάσσω]]», από όπου η σημ. «[[διαπλάσσω]], [[στολίζω]], [[ξεγελώ]]» και η [[σχέση]] του με το ρ. [[μάσσω]]. Τον τ. χρησιμοποίησε η λατ. ([[πρβλ]]. <i>manganum</i> «[[μηχανή]] πολέμου»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαγγανάρης]], [[μαγγανεύω]], [[μαγγανικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαγγανίζω]], [[μάγγανος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> [[μαγγανοδαίμων]], [[μαγγανοποιός]], [[μαγγανότζαγρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαγγανοπήγαδο]]].
}}
}}