Anonymous

λώρανθος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] λωρανθίδες και περιλαμβάνει 600 [[περίπου]] είδη ξυλωδών παρασίτων, [[κυρίως]] τών δέντρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως [[προς]] το β' συνθετικό λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>loranthus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lorum</i> «[[ιμάντας]], [[λουρί]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθος]].
|mltxt=ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] λωρανθίδες και περιλαμβάνει 600 [[περίπου]] είδη ξυλωδών παρασίτων, [[κυρίως]] τών δέντρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως [[προς]] το β' συνθετικό λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>loranthus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lorum</i> «[[ιμάντας]], [[λουρί]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθος]].
}}
}}