3,277,120
edits
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
|||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM [[μαλακός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[απαλός]] στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε [[πίεση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον σκληρό (α. «μαλακό [[μαξιλάρι]]» β. «[[τάπης]] μαλακοῡ ἐρίοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[επιδερμίδα]]) [[απαλός]] στην αφή (α. «μαλακό [[δέρμα]]» β. «Ἔρως, ὃς ἐν μαλακαῑς παρειαῑς νεάνιδος ἐννυχεύεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τη [[φωνή]]) [[ευχάριστος]] στην [[ακοή]]<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[ήπιος]], [[πράος]], [[καλόβολος]] («ἐκ τῶν μαλακῶν χωρῶν μαλακοὺς ἄνδρας [[γίγνεσθαι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[υποχωρητικός]], [[ενδοτικός]] («πρὸς τὸ πονεῖν μαλακοὺς ἐποίησεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανεκτικός]] («μην είσαι τόσο [[μαλακός]] [[γιατί]] στο [[τέλος]] θα σέ κάνουν ό,τι θέλουν»)<br /><b>2.</b> αυτός που μαλάζεται εύκολα, [[εύπλαστος]] («μαλακό [[ψωμί]]»)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> αυτός που δεν περιέχει διαλυμένα [[άλατα]] μετάλλων («μαλακό [[νερό]]»)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[μαλακά]]<br />α) το [[υπογάστριο]], τα [[λαγαρά]]<br />β) η βρεγματική [[περιοχή]] του εγκεφάλου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «με το μαλακό» — ήρεμα, [[σιγά]] [[σιγά]], με [[προσοχή]], [[χωρίς]] [[βιασύνη]] ή [[χωρίς]] [[αγριάδα]]<br />β) «έπεσα στα [[μαλακά]]» — έπαθα ανεπαίσθητη [[ζημιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εύθραυστος]]<br /><b>2.</b> [[ευνούχος]]<br /><b>3.</b> αυτός που αυνανίζεται, [[μαλάκας]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[πάσχω]] τι μαλακόν» — [[αδρανώ]], [[γίνομαι]] [[νωθρός]]| | |mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM [[μαλακός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[απαλός]] στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε [[πίεση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον σκληρό (α. «μαλακό [[μαξιλάρι]]» β. «[[τάπης]] μαλακοῡ ἐρίοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[επιδερμίδα]]) [[απαλός]] στην αφή (α. «μαλακό [[δέρμα]]» β. «Ἔρως, ὃς ἐν μαλακαῑς παρειαῑς νεάνιδος ἐννυχεύεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τη [[φωνή]]) [[ευχάριστος]] στην [[ακοή]]<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[ήπιος]], [[πράος]], [[καλόβολος]] («ἐκ τῶν μαλακῶν χωρῶν μαλακοὺς ἄνδρας [[γίγνεσθαι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[υποχωρητικός]], [[ενδοτικός]] («πρὸς τὸ πονεῖν μαλακοὺς ἐποίησεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανεκτικός]] («μην είσαι τόσο [[μαλακός]] [[γιατί]] στο [[τέλος]] θα σέ κάνουν ό,τι θέλουν»)<br /><b>2.</b> αυτός που μαλάζεται εύκολα, [[εύπλαστος]] («μαλακό [[ψωμί]]»)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> αυτός που δεν περιέχει διαλυμένα [[άλατα]] μετάλλων («μαλακό [[νερό]]»)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[μαλακά]]<br />α) το [[υπογάστριο]], τα [[λαγαρά]]<br />β) η βρεγματική [[περιοχή]] του εγκεφάλου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «με το μαλακό» — ήρεμα, [[σιγά]] [[σιγά]], με [[προσοχή]], [[χωρίς]] [[βιασύνη]] ή [[χωρίς]] [[αγριάδα]]<br />β) «έπεσα στα [[μαλακά]]» — έπαθα ανεπαίσθητη [[ζημιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εύθραυστος]]<br /><b>2.</b> [[ευνούχος]]<br /><b>3.</b> αυτός που αυνανίζεται, [[μαλάκας]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[πάσχω]] τι μαλακόν» — [[αδρανώ]], [[γίνομαι]] [[νωθρός]]| | ||
|(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> αυτός που καταπραΰνει, που ηρεμεί, [[καταπραϋντικός]] (α. «εὗδον παννύχιοι, μαλακῷ δεδμημένοι ὕπνῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «τοὺς μὲν μαλακαῑς ἐπαοιδαῑς ἀμφέπων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη [[φωτιά]]) αυτός που σιγοκαίει, [[σιγανός]] («μαλακή [[τέφρα]]», Φιλ.)<br /><b>3.</b> [[κίναιδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πρόβατο]]) αυτός που έχει [[λεπτό]] [[τρίχωμα]] («Θεόφημος... ἐλθών μου τὰ πρόβατα λαμβάνει ποιμαινόμενα [[πεντήκοντα]] [[μαλακά]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) α) αυτός που έχει παχύ και αφράτο [[χώμα]] («ποιοῦσι δὲ καὶ οἱ τόποι διαφέροντα τὰ ἤθη, [[οἷον]] οἱ ορεινοὶ καὶ τραχεῑς τῶν ἐν τοῖς πεδινοῑς καὶ μαλακοῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) αυτός που [[είναι]] καλυμμένος με [[χλόη]]<br /><b>3.</b> (για το [[βλέμμα]]) [[τρυφερός]]<br /><b>4.</b> (για ψυχική [[διάθεση]]) [[φιλικός]] («μαλακὰ μὲν φρονέων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> (για οίνο) [[γλυκός]], [[ευχάριστος]]<br /><b>6.</b> (για [[οσμή]]) [[ευάρεστος]]<br /><b>7.</b> (για [[κλίμα]]) [[εύκρατος]]<br /><b>8.</b> (για [[νερό]]) αυτός που λιμνάζει, [[τελματώδης]]<br /><b>9.</b> (για τον άνεμο) [[σιγανός]], [[ήρεμος]]<br /><b>10.</b> (για [[πολίτευμα]]) [[φιλολαϊκός]], όχι [[αυστηρός]] και [[δεσποτικός]] («τὰς δὲ τῆς ἀρίστης πολιτείας ὀλιγαρχικὰς μὲν καὶ δεσποτικωτέρας, τὰς δὲ ἀνειμένας καὶ μαλακὰς δημοκρατικάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>11.</b> (για [[μουσική]]) αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρες<br /><b>12.</b> (για λόγο) [[χαλαρός]], μη [[πειστικός]]<br /><b>13.</b> (για ύφος) [[αδύνατος]], μη [[πυκνός]]<br /><b>14.</b> (για [[χρώμα]]) ξεθωριασμένος<br /><b>15.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[δειλός]], [[άτολμος]] («εἰ τῷ τις παρακάθηται τῶνδε, [[ὅπως]] μὴ δόξῃ ἂν μὴ ψηφίζηται πολεμεῖν, μαλακὸς [[εἶναι]]», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[ασθενικός]], [[αδύναμος]]<br /><b>16.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) α) τα οικιακά σκεύη<br />β) οι υποχωρήσεις<br /><b>17.</b> <b>φρ.</b> «[[μαλακὸν]] ἐνδίδω» — [[υποχωρώ]] λόγω έλλειψης θάρρους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μαλακώς]] και -<i>ά</i> (AM μαλακῶς)<br /><b>1.</b> απαλά<br /><b>2.</b> ανακουφιστικά, ευχάριστα<br /><b>3.</b> ήπια, [[γλυκά]], με [[πραότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ήσυχα]], [[χωρίς]] θόρυβο<br /><b>2.</b> προσεχτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με αδύναμο τρόπο, όχι [[δυνατά]]<br /><b>2.</b> [[χαλαρά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μαλακῶς ἔχω» ή «μαλακῶς [[διάκειμαι]]» — [[είμαι]] [[ασθενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μαλακός]] ανάγεται σε δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>μαλᾱ</i>- (με απαθές το πρώτο [[φωνήεν]] και συνεσταλμένο το δεύτερο), παρεκτεταμένη με -<i>κ</i>- (<i>μαλα</i>-<i>κό</i>-<i>ς</i>). Η [[παρέκταση]] αυτή εξελίχθηκε σε [[επίθημα]] -(<i>α</i>)<i>κός</i> ( | |(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> αυτός που καταπραΰνει, που ηρεμεί, [[καταπραϋντικός]] (α. «εὗδον παννύχιοι, μαλακῷ δεδμημένοι ὕπνῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «τοὺς μὲν μαλακαῑς ἐπαοιδαῑς ἀμφέπων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη [[φωτιά]]) αυτός που σιγοκαίει, [[σιγανός]] («μαλακή [[τέφρα]]», Φιλ.)<br /><b>3.</b> [[κίναιδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πρόβατο]]) αυτός που έχει [[λεπτό]] [[τρίχωμα]] («Θεόφημος... ἐλθών μου τὰ πρόβατα λαμβάνει ποιμαινόμενα [[πεντήκοντα]] [[μαλακά]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) α) αυτός που έχει παχύ και αφράτο [[χώμα]] («ποιοῦσι δὲ καὶ οἱ τόποι διαφέροντα τὰ ἤθη, [[οἷον]] οἱ ορεινοὶ καὶ τραχεῑς τῶν ἐν τοῖς πεδινοῑς καὶ μαλακοῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) αυτός που [[είναι]] καλυμμένος με [[χλόη]]<br /><b>3.</b> (για το [[βλέμμα]]) [[τρυφερός]]<br /><b>4.</b> (για ψυχική [[διάθεση]]) [[φιλικός]] («μαλακὰ μὲν φρονέων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> (για οίνο) [[γλυκός]], [[ευχάριστος]]<br /><b>6.</b> (για [[οσμή]]) [[ευάρεστος]]<br /><b>7.</b> (για [[κλίμα]]) [[εύκρατος]]<br /><b>8.</b> (για [[νερό]]) αυτός που λιμνάζει, [[τελματώδης]]<br /><b>9.</b> (για τον άνεμο) [[σιγανός]], [[ήρεμος]]<br /><b>10.</b> (για [[πολίτευμα]]) [[φιλολαϊκός]], όχι [[αυστηρός]] και [[δεσποτικός]] («τὰς δὲ τῆς ἀρίστης πολιτείας ὀλιγαρχικὰς μὲν καὶ δεσποτικωτέρας, τὰς δὲ ἀνειμένας καὶ μαλακὰς δημοκρατικάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>11.</b> (για [[μουσική]]) αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρες<br /><b>12.</b> (για λόγο) [[χαλαρός]], μη [[πειστικός]]<br /><b>13.</b> (για ύφος) [[αδύνατος]], μη [[πυκνός]]<br /><b>14.</b> (για [[χρώμα]]) ξεθωριασμένος<br /><b>15.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[δειλός]], [[άτολμος]] («εἰ τῷ τις παρακάθηται τῶνδε, [[ὅπως]] μὴ δόξῃ ἂν μὴ ψηφίζηται πολεμεῖν, μαλακὸς [[εἶναι]]», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[ασθενικός]], [[αδύναμος]]<br /><b>16.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) α) τα οικιακά σκεύη<br />β) οι υποχωρήσεις<br /><b>17.</b> <b>φρ.</b> «[[μαλακὸν]] ἐνδίδω» — [[υποχωρώ]] λόγω έλλειψης θάρρους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μαλακώς]] και -<i>ά</i> (AM μαλακῶς)<br /><b>1.</b> απαλά<br /><b>2.</b> ανακουφιστικά, ευχάριστα<br /><b>3.</b> ήπια, [[γλυκά]], με [[πραότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ήσυχα]], [[χωρίς]] θόρυβο<br /><b>2.</b> προσεχτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με αδύναμο τρόπο, όχι [[δυνατά]]<br /><b>2.</b> [[χαλαρά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μαλακῶς ἔχω» ή «μαλακῶς [[διάκειμαι]]» — [[είμαι]] [[ασθενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μαλακός]] ανάγεται σε δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>μαλᾱ</i>- (με απαθές το πρώτο [[φωνήεν]] και συνεσταλμένο το δεύτερο), παρεκτεταμένη με -<i>κ</i>- (<i>μαλα</i>-<i>κό</i>-<i>ς</i>). Η [[παρέκταση]] αυτή εξελίχθηκε σε [[επίθημα]] -(<i>α</i>)<i>κός</i> ([[πρβλ]]. [[μαλθακός]]). Στην [[ίδια]] δισύλλαβη [[ρίζα]] ανάγεται και η λ. [[βλάξ]] (<i>βλά</i>-<i>κ</i>-<i>ς</i>, με μηδενισμένο το πρώτο [[φωνήεν]] και απαθές το δεύτερο, <b>βλ. λ.</b> [[βλάκας]]), ενώ συγγενείς [[πρέπει]] να [[είναι]] και οι τ. [[χωρίς]] λαρυγγικό φθόγγο: [[ἀμαλός]] «[[μαλακός]], [[αδύνατος]]», [[ἀμαλδύνω]] «[[μαλακώνω]]», [[ἀμβλύς]] (με προθεματικὸ [[φωνήεν]] -<i>α</i>-), [[καθώς]] και ο τ. [[μαλθακός]]. Η λ., [[τέλος]], συνδέεται πιθ. με λατ. <i>mollis</i> και αρχ. ινδ. <i>mrdu</i>- «[[μαλακός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαλάζω]], [[μαλακία]], [[μαλακίζομαι]], [[μαλάκιο]], [[μαλακότητα]](-<i>ης</i>), [[μαλακύνω]], [[μαλακώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>μαλακίω</i>, [[μαλακίων]], [[μαλακώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαλακάδα]], [[μαλακαίνω]], [[μαλακιάζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μαλάκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαλακοσύνη]], [[μαλακούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μαλακόδερμος]], [[μαλακόσαρκος]], [[μαλακόστρακος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαλακαύγητος]], [[μαλακευνώ]], [[μαλακόγειος]], [[μαλακόγναθος]], [[μαλακογνώμων]], [[μαλακοειδής]], [[μαλακόθριξ]], [[μαλακοκόλαξ]], [[μαλακοκρανεύς]], <i>μαλακοκόμματος</i>, [[μαλακοποιός]], [[μαλακοπτυχής]], [[μαλακοπύρηνος]], [[μαλακόσωμος]], [[μαλακοτρεφής]], [[μαλακότριχος]], [[μαλακόφθαλμος]], [[μαλακόφλοιος]], [[μαλακόφρων]], [[μαλακόφωνος]], [[μαλακόχειρ]], [[μαλακόψυχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μαλακόπους]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαλακόευνος]], <i>μαλακοκάρδιος</i>, [[μαλακόκισσος]], [[μαλακόλαλος]], [[μαλακότριβος]], [[μαλακοφορώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>μαλακοβδέλλα</i>, <i>μαλακογαστήρ</i>, <i>μαλακόποδα</i>, [[μαλακοπρόσωπος]], <i>μαλακοπτέρουρος</i>, <i>μαλακοπτερύγιος</i>, [[μαλακόστεος]], [[μαλακόφλουδος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[υπομάλακος]], [[φιλομάλακος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |