Anonymous

λύχνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λύχνος]], Α πληθ. και ετερογεν. λύχνα, τὰ)<br /><b>1.</b> φορητή [[συσκευή]] που παράγει φωτισμό με [[καύση]] ελαίου ή λίπους μέσω θρυαλλίδας, το [[λυχνάρι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περὶ λύχνων ἁφάς» — [[κατά]] την ώρα που αρχίζει να νυχτώνει<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το υλικό που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] λυχναριών<br /><b>2.</b> [[φωτιά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ λύχνοι</i> ή <i>τὰ λύχνα</i><br />το [[μέρος]] της αγοράς όπου πωλούνταν τα λυχνάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λύχνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>λυκσνο</i>-) ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>luk</i>-της ΙΕ ρίζας <i>leuk</i>- «[[λάμπω]], φως» (<b>[[πρβλ]].</b> [[λεύσσω]], [[λευκός]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>sno</i> και συνδέεται με συγγενείς τ., που παρουσιάζουν όμως [[φωνήεν]] -<i>ευ</i>- ή -<i>ου</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>raox</i>-<i>šna</i>- «[[λαμπερός]]», λατ. <i>luna</i>, αρχ. πρωσ. <i>luna</i> «[[σελήνη]]», λατ. <i>lumen</i> «φως» <span style="color: red;"><</span> <i>leuksmen</i>, <i>louksmen</i>, <i>lousmen</i>). Στον ελλ. τ. η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>λυ</i>-, [[έναντι]] τών <i>lou</i>-, <i>lu</i>- τών άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, οφείλεται πιθ. στην [[προτίμηση]] της Ελληνικής [[προς]] τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] εις [[βάρος]] της ετεροιωμένης <i>λου</i>-. Η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας απαντά [[επίσης]] στον τ. -[[λύκη]] (<b>βλ.</b> [[λύκη]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λυχνάρι]], [[λυχνείο]], [[λυχνία]], [[λυχνικός]], [[λυχνίο]], [[λυχνίς]], [[λυχνίσκος]], [[λυχνίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λυχναίος]], [[λυχνέα]], [[λυχνεύς]], [[λυχνεών]], [[λυχνιαίος]], [[λυχνίας]], [[λυχνίτις]], [[λύχνον]], [[λυχνώδης]], [[λύχνωμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λυχνεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λυχνοειδής]], [[λυχνομαντεία]], [[λυχνοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λυχνάπτης]], [[λυχναύγημα]], <i>λυχνέλαιο</i>, [[λυχνόβιος]], [[λυχνοδότης]], [[λυχνοκαΐα]], [[λυχνοκαυτώ]], [[λυχνόπολις]], [[λυχνοπώλης]], [[λυχνούχος]], [[λυχνοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λυχνοπέτα]], [[λυχνοστάτης]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άλυχνος]], <i>επίλυχνος</i>, [[υψίλυχνος]]].
|mltxt=ο (AM [[λύχνος]], Α πληθ. και ετερογεν. λύχνα, τὰ)<br /><b>1.</b> φορητή [[συσκευή]] που παράγει φωτισμό με [[καύση]] ελαίου ή λίπους μέσω θρυαλλίδας, το [[λυχνάρι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περὶ λύχνων ἁφάς» — [[κατά]] την ώρα που αρχίζει να νυχτώνει<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το υλικό που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] λυχναριών<br /><b>2.</b> [[φωτιά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ λύχνοι</i> ή <i>τὰ λύχνα</i><br />το [[μέρος]] της αγοράς όπου πωλούνταν τα λυχνάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λύχνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>λυκσνο</i>-) ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>luk</i>-της ΙΕ ρίζας <i>leuk</i>- «[[λάμπω]], φως» ([[πρβλ]]. [[λεύσσω]], [[λευκός]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>sno</i> και συνδέεται με συγγενείς τ., που παρουσιάζουν όμως [[φωνήεν]] -<i>ευ</i>- ή -<i>ου</i>- ([[πρβλ]]. αβεστ. <i>raox</i>-<i>šna</i>- «[[λαμπερός]]», λατ. <i>luna</i>, αρχ. πρωσ. <i>luna</i> «[[σελήνη]]», λατ. <i>lumen</i> «φως» <span style="color: red;"><</span> <i>leuksmen</i>, <i>louksmen</i>, <i>lousmen</i>). Στον ελλ. τ. η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>λυ</i>-, [[έναντι]] τών <i>lou</i>-, <i>lu</i>- τών άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, οφείλεται πιθ. στην [[προτίμηση]] της Ελληνικής [[προς]] τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] εις [[βάρος]] της ετεροιωμένης <i>λου</i>-. Η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας απαντά [[επίσης]] στον τ. -[[λύκη]] (<b>βλ.</b> [[λύκη]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λυχνάρι]], [[λυχνείο]], [[λυχνία]], [[λυχνικός]], [[λυχνίο]], [[λυχνίς]], [[λυχνίσκος]], [[λυχνίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λυχναίος]], [[λυχνέα]], [[λυχνεύς]], [[λυχνεών]], [[λυχνιαίος]], [[λυχνίας]], [[λυχνίτις]], [[λύχνον]], [[λυχνώδης]], [[λύχνωμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λυχνεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λυχνοειδής]], [[λυχνομαντεία]], [[λυχνοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λυχνάπτης]], [[λυχναύγημα]], <i>λυχνέλαιο</i>, [[λυχνόβιος]], [[λυχνοδότης]], [[λυχνοκαΐα]], [[λυχνοκαυτώ]], [[λυχνόπολις]], [[λυχνοπώλης]], [[λυχνούχος]], [[λυχνοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λυχνοπέτα]], [[λυχνοστάτης]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άλυχνος]], <i>επίλυχνος</i>, [[υψίλυχνος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm