3,273,006
edits
(25) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μνώμαι]], -άομαι (Α)<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]] [[κάτι]], [[συλλογίζομαι]] κάποιον («μνώοντ' ὀλοοῑο φόβοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]] («οἱ δ' ἄλλοι [[φύγαδε]] μνώοντο [[ἕκαστος]];», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιδιώκω]] να κερδίσω την [[αγάπη]] γυναίκας<br /><b>4.</b> [[ζητώ]] [[γυναίκα]] σε γάμο<br /><b>5.</b> [[επιθυμώ]] [[κάτι]], [[προσπαθώ]] να πετύχω [[εύνοια]] ή να καταλάβω [[αξίωμα]] («οὐκ αὐτήν μιν μνώμενον, ἀλλὰ τὴν Μασσαγετέων βασιληΐην», Ηρόδ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για ετυμολ. <b>βλ.</b> [[μιμνήσκω]]. Το ρ. <i>μνῶμαι</i>, [[εκτός]] από τη σημ. «[[σκέπτομαι]], [[συλλογίζομαι]]», έχει και [[άλλη]] ειδικότερη [[σημασία]] «[[επιδιώκω]] να κερδίσω την [[αγάπη]] γυναίκας, [[ζητώ]] [[γυναίκα]] σε γάμο», που δεν τήν έχει το ρ. [[μιμνήσκω]] ( | |mltxt=[[μνώμαι]], -άομαι (Α)<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]] [[κάτι]], [[συλλογίζομαι]] κάποιον («μνώοντ' ὀλοοῑο φόβοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]] («οἱ δ' ἄλλοι [[φύγαδε]] μνώοντο [[ἕκαστος]];», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιδιώκω]] να κερδίσω την [[αγάπη]] γυναίκας<br /><b>4.</b> [[ζητώ]] [[γυναίκα]] σε γάμο<br /><b>5.</b> [[επιθυμώ]] [[κάτι]], [[προσπαθώ]] να πετύχω [[εύνοια]] ή να καταλάβω [[αξίωμα]] («οὐκ αὐτήν μιν μνώμενον, ἀλλὰ τὴν Μασσαγετέων βασιληΐην», Ηρόδ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για ετυμολ. <b>βλ.</b> [[μιμνήσκω]]. Το ρ. <i>μνῶμαι</i>, [[εκτός]] από τη σημ. «[[σκέπτομαι]], [[συλλογίζομαι]]», έχει και [[άλλη]] ειδικότερη [[σημασία]] «[[επιδιώκω]] να κερδίσω την [[αγάπη]] γυναίκας, [[ζητώ]] [[γυναίκα]] σε γάμο», που δεν τήν έχει το ρ. [[μιμνήσκω]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>mentionem facere</i> «[[διαπραγματεύομαι]]»), η οποία μεταγενέστερα διευρύνθηκε [[ακόμη]] περισσότερο ώστε το ρ. κατέληξε να σημαίνει «[[επιθυμώ]] [[κάτι]], [[προσπαθώ]] να αποσπάσω την [[εύνοια]] κάποιου ή να καταλάβω κάποιο [[αξίωμα]]» ([[πρβλ]]. <i>μνώμενος [[ἀρχήν]] «αυτός που επιδιώκει να αναλάβει την [[εξουσία]]»). Για τη [[σημασία]] αυτή του [[μνώμαι]], που απομακρύνεται [[σημαντικά]] από εκείνην του [[μιμνήσκω]], [[πρβλ]]. και τα παράγωγα [[μνηστήρ]], [[προμνήστρια]], [[μνηστή]], [[μνηστεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μνηστήρ]](<i>ας</i>), <i>μνήστον</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>μνήστείρα</i>, [[μνηστύς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μνηστός]], [[μνήστωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[προμνώμαι]], <i>υπομνώμαι</i>]. | ||
}} | }} |