μνώμαι

Greek Monolingual

μνώμαι, -άομαι (Α)
1. σκέπτομαι κάτι, συλλογίζομαι κάποιον («μνώοντ' ὀλοοῖο φόβοιο», Ομ. Ιλ.)
2. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι («οἱ δ' ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος;», Ομ. Ιλ.)
3. επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας
4. ζητώ γυναίκα σε γάμο
5. επιθυμώ κάτι, προσπαθώ να πετύχω εύνοια ή να καταλάβω αξίωμα («οὐκ αὐτήν μιν μνώμενον, ἀλλὰ τὴν Μασσαγετέων βασιληΐην», Ηρόδ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. μιμνήσκω. Το ρ. μνῶμαι, εκτός από τη σημ. «σκέπτομαι, συλλογίζομαι», έχει και άλλη ειδικότερη σημασία «επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας, ζητώ γυναίκα σε γάμο», που δεν τήν έχει το ρ. μιμνήσκω (πρβλ. λατ. mentionem facere «διαπραγματεύομαι»), η οποία μεταγενέστερα διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο ώστε το ρ. κατέληξε να σημαίνει «επιθυμώ κάτι, προσπαθώ να αποσπάσω την εύνοια κάποιου ή να καταλάβω κάποιο αξίωμα» (πρβλ. μνώμενος ἀρχήν «αυτός που επιδιώκει να αναλάβει την εξουσία»). Για τη σημασία αυτή του μνώμαι, που απομακρύνεται σημαντικά από εκείνην του μιμνήσκω, πρβλ. και τα παράγωγα μνηστήρ, προμνήστρια, μνηστή, μνηστεύω.
ΠΑΡ. μνηστήρ(ας), μνήστον
αρχ.
μνήστείρα, μνηστύς
αρχ.-μσν.
μνηστός, μνήστωρ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. προμνώμαι, υπομνώμαι].