Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλαζών: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(-όνος), ο, η (Α [[ἀλαζών]])<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, [[υπερήφανος]], [[υπερόπτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>2.</b> [[αγύρτης]], [[τσαρλατάνος]], [[απατεώνας]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ἀλαζών]]-<i>όνος</i> προήλθε από το κύριο όνομα <i>Ἀλαζῶνες</i>, που απαντά στον Ηρόδοτο και δηλώνει αρχαία θρακική [[φυλή]]. Επομένως το κύριο όνομα <i>Ἀλαζῶνες</i> με σημασιολογική [[επέκταση]] και παράλληλη μορφολογική [[εξέλιξη]] χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό. Παρόμοια [[εξέλιξη]] παρατηρείται και στις γαλλικές <i>le vandale</i> (κυριολ. «Βάνδαλος» και κατ’ [[επέκταση]] «[[κτηνώδης]], [[βίαιος]], [[βάναυσος]], [[αγράμματος]]») και <i>ostrogoth</i> (κυριολ. «Οστρογότθος» και κατ’ [[επέκταση]] «[[αγροίκος]], [[οργίλος]], [[δύστροπος]]»)<br /><b>[[πρβλ]].</b> και νεοελλ. [[βάνδαλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλαζονεύομαι]], [[αλαζονικός]]].
|mltxt=(-όνος), ο, η (Α [[ἀλαζών]])<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, [[υπερήφανος]], [[υπερόπτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>2.</b> [[αγύρτης]], [[τσαρλατάνος]], [[απατεώνας]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ἀλαζών]]-<i>όνος</i> προήλθε από το κύριο όνομα <i>Ἀλαζῶνες</i>, που απαντά στον Ηρόδοτο και δηλώνει αρχαία θρακική [[φυλή]]. Επομένως το κύριο όνομα <i>Ἀλαζῶνες</i> με σημασιολογική [[επέκταση]] και παράλληλη μορφολογική [[εξέλιξη]] χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό. Παρόμοια [[εξέλιξη]] παρατηρείται και στις γαλλικές <i>le vandale</i> (κυριολ. «Βάνδαλος» και κατ’ [[επέκταση]] «[[κτηνώδης]], [[βίαιος]], [[βάναυσος]], [[αγράμματος]]») και <i>ostrogoth</i> (κυριολ. «Οστρογότθος» και κατ’ [[επέκταση]] «[[αγροίκος]], [[οργίλος]], [[δύστροπος]]»)<br />[[πρβλ]]. και νεοελλ. [[βάνδαλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλαζονεύομαι]], [[αλαζονικός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm