Anonymous

ἀρχι-: Difference between revisions

From LSJ
63 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἀρχι-).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Α' συνθετικό λέξεων ([[κυρίως]] διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και [[νέας]] Ελληνικής, [[καθώς]] [[επίσης]] και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το <i>αρχι</i>-, το οποίο λίγο [[μετά]] την Ομηρική [[εποχή]] άρχισε να αντικαθιστά το προγενέστερο του <i>αρχε</i>-, προέρχεται από το ρ. [[άρχω]], σχηματίστηκε δε πιθ. αναλογικά [[κατά]] το [[πρότυπο]] του <i>τερπι</i>-<i>κέραυνος</i>. Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι δεν μαρτυρείται σε [[σύνθετα]] του αρχαίου ποιητικού λόγου, [[πλην]] των τύπων [[αρχιθάλασσος]] και [[αρχικέραυνος]]. Εμφανίζει σημαντική παραγωγική [[δύναμη]], απαντά δε σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων με διάφορες σημασίες. Συγκεκριμένα στην Ελληνική: α) Εκφράζει την [[έννοια]] της πρώτης αρχής, της ενάρξεως (<b>[[πρβλ]].</b> ανάλογη [[σημασία]] των <i>αρχ</i>-, <i>αρχε</i>-, <i>αρχο</i>-)<br /><b>[[πρβλ]].</b> <b>αρχ.</b> [[αρχίζωος]], [[αρχίθεος]]<br />(αρχ.- μσν.) [[αρχιμάρτυς]], [[αρχίφαντος]], [[αρχίφωτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρχίθρονος]], [[αρχίμηνος]], [[αρχιπάτωρ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>αρχιμηνία</i>(-<i>ιά</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχιχρονιά]] κ.ά. β) Δηλώνει την [[έννοια]] της αρχηγίας, της εξουσίας (<b>[[πρβλ]].</b> ανάλογη [[σημασία]] των <i>αρχ</i>-, <i>αρχε</i>-, <i>αρχο</i>-), [[καθώς]] [[επίσης]] και της προέχουσας ιδιότητας (βαθμού, αξιώματος, <b>κ.λπ.</b>) κάποιου [[μεταξύ]] άλλων ομοίων (prinus inter parese)<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>αρχιγραμματεύς</i>, [[αρχιδικαστής]], [[αρχιεπίσκοπος]], [[αρχιευνούχος]], <i>αρχηληστής</i>, [[αρχιμάγειρος]], [[αρχιπειρατής]], [[αρχιποίμην]], [[αρχιστράτηγος]], [[αρχιτελώνης]], <i>αρχιφύλαξ</i>, <b>αρχ.</b> [[αρχιβουκόλος]], <i>αρχιδεσμοφύλαξ</i>, [[αρχιδεσμώτης]], [[αρχιθάλασσος]], [[αρχιθέωρος]], [[αρχικέραυνος]], [[αρχίκλωψ]], [[αρχικυβερνήτης]], [[αρχιμίμος]], [[αρχιπατριώτης]], [[αρχίπλανος]], [[αρχιπρεσβευτής]], [[αρχισιτοποιός]], [[αρχισυνάγωγος]], [[αρχισωματοφύλαξ]], <i>αρχιϋπασπιστής</i>, [[αρχιφυλακίτης]], [[αρχίφυλος]], <i>αρχίφωρ</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αρχιθύτης]], [[αρχιοινοχόος]], [[αρχιπροφήτης]], [[αρχιτρίκλινος]], [[αρχιχιλίαρχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρχιβασιλεύς]], [[αρχιδαίμων]], [[αρχιθεράπων]], [[αρχίμαγος]], [[αρχιμηχανικός]], [[αρχιφάρμακος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αρχιδιάκονος]], [[αρχιμανδρίτης]], [[αρχιπρεσβύτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχιεπιστολεύς]], [[αρχιεργάτης]], [[αρχικαγκελάριος]], [[αρχικελευστής]], [[αρχικοτζάμπασης]], [[αρχικτηνίατρος]], <i>αρχιλιμενοφύλαξ</i>, [[αρχιλογιστής]], [[αρχιμουσικός]], [[αρχιναυπηγός]], [[αρχιραβίνος]], [[αρχισυντάκτης]] κ.ά. γ) Δηλώνει επιτατικά την [[ιδιότητα]] που σημαίνει το β' συνθετικό<br /><b>[[πρβλ]].</b> <b>αρχ.</b> [[αρχιγόης]], [[αρχιεταίρος]]<br />(μσν) <i>αρχημηχανητής</i>, [[αρχισυναγωγός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχισατράπης]] κ.ά. Το <i>αρχι</i>-, όπως και τα <i>αρχ</i>-, <i>αρχε</i>- και <i>αρχο</i>-, απαντά ως α' συνθετικό σε [[πολλά]] κύρια ονόματα<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>Αρχιάναξ</i>, <i>Αρχιγένης</i>, <i>Αρχιδάμας</i>, <i>Αρχίδημος</i>, <i>Αρχίδικος</i>, <i>Αρχικλής</i>, <i>Αρχικράτης</i>, <i>Αρχικύδης</i>, <i>Αρχίκωμος</i>, <i>Αρχίλαος</i>, <i>Αρχιλέων</i>, <i>Αρχίλοχος</i>, <i>Αρχίμαχος</i>, <i>Αρχιμένης</i>, <i>Αρχιμήδης</i>, <i>Αρχίμηλος</i>, <i>Αρχίνικος</i>, <i>Αρχίνομος</i>, <i>Αρχίνους</i>, <i>Αρχίπολις</i>, <i>Αρχιπτόλεμος</i>, <i>Αρχίστρατος</i>, <i>Αρχιτέλης</i>, <i>Αρχίτιμος</i>. Το <i>αρχι</i>-εισήχθη στη Λατινική, [[καθώς]] [[επίσης]] και σε αρκετές σύγχρονες γλώσσες, όπου, [[κατά]] το [[πρότυπο]] των ελληνικών συνθέτων λέξεων, πλάστηκαν πολλοί όροι ελληνογενείς ή μη. Ειδικότερα απαντά με τις σημασίες: α) της αρχηγίας, της υπεροχής (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>archi</i>-<i>sacerdos</i>, αγγλ. <i>architypographer</i>, <i>archicantor</i>)<br />β) της αρχής ([[κυρίως]] σε όρους επιστημονικούς) (<b>[[πρβλ]].</b> νεολατιν. <i>archiblastula</i>, γερμ. <i>Archigonie</i>)<br />γ) της υπερβολής, του υπέρτατου βαθμού (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>archiplein</i>, ιταλ. <i>arcifavola</i>)].
|mltxt=(AM ἀρχι-).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Α' συνθετικό λέξεων ([[κυρίως]] διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και [[νέας]] Ελληνικής, [[καθώς]] [[επίσης]] και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το <i>αρχι</i>-, το οποίο λίγο [[μετά]] την Ομηρική [[εποχή]] άρχισε να αντικαθιστά το προγενέστερο του <i>αρχε</i>-, προέρχεται από το ρ. [[άρχω]], σχηματίστηκε δε πιθ. αναλογικά [[κατά]] το [[πρότυπο]] του <i>τερπι</i>-<i>κέραυνος</i>. Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι δεν μαρτυρείται σε [[σύνθετα]] του αρχαίου ποιητικού λόγου, [[πλην]] των τύπων [[αρχιθάλασσος]] και [[αρχικέραυνος]]. Εμφανίζει σημαντική παραγωγική [[δύναμη]], απαντά δε σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων με διάφορες σημασίες. Συγκεκριμένα στην Ελληνική: α) Εκφράζει την [[έννοια]] της πρώτης αρχής, της ενάρξεως ([[πρβλ]]. ανάλογη [[σημασία]] των <i>αρχ</i>-, <i>αρχε</i>-, <i>αρχο</i>-)<br />[[πρβλ]]. <b>αρχ.</b> [[αρχίζωος]], [[αρχίθεος]]<br />(αρχ.- μσν.) [[αρχιμάρτυς]], [[αρχίφαντος]], [[αρχίφωτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρχίθρονος]], [[αρχίμηνος]], [[αρχιπάτωρ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>αρχιμηνία</i>(-<i>ιά</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχιχρονιά]] κ.ά. β) Δηλώνει την [[έννοια]] της αρχηγίας, της εξουσίας ([[πρβλ]]. ανάλογη [[σημασία]] των <i>αρχ</i>-, <i>αρχε</i>-, <i>αρχο</i>-), [[καθώς]] [[επίσης]] και της προέχουσας ιδιότητας (βαθμού, αξιώματος, <b>κ.λπ.</b>) κάποιου [[μεταξύ]] άλλων ομοίων (prinus inter parese)<br />[[πρβλ]]. <i>αρχιγραμματεύς</i>, [[αρχιδικαστής]], [[αρχιεπίσκοπος]], [[αρχιευνούχος]], <i>αρχηληστής</i>, [[αρχιμάγειρος]], [[αρχιπειρατής]], [[αρχιποίμην]], [[αρχιστράτηγος]], [[αρχιτελώνης]], <i>αρχιφύλαξ</i>, <b>αρχ.</b> [[αρχιβουκόλος]], <i>αρχιδεσμοφύλαξ</i>, [[αρχιδεσμώτης]], [[αρχιθάλασσος]], [[αρχιθέωρος]], [[αρχικέραυνος]], [[αρχίκλωψ]], [[αρχικυβερνήτης]], [[αρχιμίμος]], [[αρχιπατριώτης]], [[αρχίπλανος]], [[αρχιπρεσβευτής]], [[αρχισιτοποιός]], [[αρχισυνάγωγος]], [[αρχισωματοφύλαξ]], <i>αρχιϋπασπιστής</i>, [[αρχιφυλακίτης]], [[αρχίφυλος]], <i>αρχίφωρ</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αρχιθύτης]], [[αρχιοινοχόος]], [[αρχιπροφήτης]], [[αρχιτρίκλινος]], [[αρχιχιλίαρχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρχιβασιλεύς]], [[αρχιδαίμων]], [[αρχιθεράπων]], [[αρχίμαγος]], [[αρχιμηχανικός]], [[αρχιφάρμακος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αρχιδιάκονος]], [[αρχιμανδρίτης]], [[αρχιπρεσβύτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχιεπιστολεύς]], [[αρχιεργάτης]], [[αρχικαγκελάριος]], [[αρχικελευστής]], [[αρχικοτζάμπασης]], [[αρχικτηνίατρος]], <i>αρχιλιμενοφύλαξ</i>, [[αρχιλογιστής]], [[αρχιμουσικός]], [[αρχιναυπηγός]], [[αρχιραβίνος]], [[αρχισυντάκτης]] κ.ά. γ) Δηλώνει επιτατικά την [[ιδιότητα]] που σημαίνει το β' συνθετικό<br />[[πρβλ]]. <b>αρχ.</b> [[αρχιγόης]], [[αρχιεταίρος]]<br />(μσν) <i>αρχημηχανητής</i>, [[αρχισυναγωγός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχισατράπης]] κ.ά. Το <i>αρχι</i>-, όπως και τα <i>αρχ</i>-, <i>αρχε</i>- και <i>αρχο</i>-, απαντά ως α' συνθετικό σε [[πολλά]] κύρια ονόματα<br />[[πρβλ]]. <i>Αρχιάναξ</i>, <i>Αρχιγένης</i>, <i>Αρχιδάμας</i>, <i>Αρχίδημος</i>, <i>Αρχίδικος</i>, <i>Αρχικλής</i>, <i>Αρχικράτης</i>, <i>Αρχικύδης</i>, <i>Αρχίκωμος</i>, <i>Αρχίλαος</i>, <i>Αρχιλέων</i>, <i>Αρχίλοχος</i>, <i>Αρχίμαχος</i>, <i>Αρχιμένης</i>, <i>Αρχιμήδης</i>, <i>Αρχίμηλος</i>, <i>Αρχίνικος</i>, <i>Αρχίνομος</i>, <i>Αρχίνους</i>, <i>Αρχίπολις</i>, <i>Αρχιπτόλεμος</i>, <i>Αρχίστρατος</i>, <i>Αρχιτέλης</i>, <i>Αρχίτιμος</i>. Το <i>αρχι</i>-εισήχθη στη Λατινική, [[καθώς]] [[επίσης]] και σε αρκετές σύγχρονες γλώσσες, όπου, [[κατά]] το [[πρότυπο]] των ελληνικών συνθέτων λέξεων, πλάστηκαν πολλοί όροι ελληνογενείς ή μη. Ειδικότερα απαντά με τις σημασίες: α) της αρχηγίας, της υπεροχής ([[πρβλ]]. λατ. <i>archi</i>-<i>sacerdos</i>, αγγλ. <i>architypographer</i>, <i>archicantor</i>)<br />β) της αρχής ([[κυρίως]] σε όρους επιστημονικούς) ([[πρβλ]]. νεολατιν. <i>archiblastula</i>, γερμ. <i>Archigonie</i>)<br />γ) της υπερβολής, του υπέρτατου βαθμού ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>archiplein</i>, ιταλ. <i>arcifavola</i>)].
}}
}}