Anonymous

ἄρχω: Difference between revisions

From LSJ
7 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἄρχω]])<br /><b>1.</b> [[κυβερνώ]], [[εξουσιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (-ομαι) κυβερνώμαι, διοικούμαι, [[είμαι]] [[υπήκοος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «άρχεται η [[συνεδρίαση]]» — αρχίζει η [[συνεδρίαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μέσ., -ομαι)<br /><b>1.</b> βρίσκομαι στην [[αρχή]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] την [[αρχή]], [[αρχίζω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. της μετοχής του ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[άρχοντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με τον τ. <i>όρχαμος</i> παραμένει αμφίβολη, ενώ κατ' άλλους πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>mrgh</i><i>ō</i> «[[είμαι]] ο [[πρώτος]]». Επίσης, ο [[συσχετισμός]] του [[άρχω]] ως «[[κυβερνώ]], [[είμαι]] [[πρώτος]]», με λατ. <i>rige</i><i>ō</i>, <i>rigidus</i>, <i>rigor</i>, αρχ. σλαβ <i>rogŭ</i>, λιθ. <i>r</i><i>ā</i><i>gas</i>, λεττιτ. <i>rags</i>, αρχ. πρωσσ. <i>ragis</i>, μσν. άνω γερμ. <i>regen</i> «[[ανέρχομαι]], [[είμαι]] [[σταθερός]]» δεν [[είναι]] [[ικανοποιητικός]]. Το ρ. [[άρχω]] απαντά ευρύτατα σε όλη τη [[διάρκεια]] της ελληνικής γραμματείας από τον Όμηρο και [[εξής]] με αρχική πιθ. [[σημασία]] «[[βαδίζω]] [[πρώτος]], [[κάνω]] τον πρώτο, [[παίρνω]] την [[πρωτοβουλία]] να..., [[αρχίζω]]», ενώ μεταγενέστερες θεωρούνται οι σημασίες «[[διοικώ]]» (γνωστή ήδη από τον Όμηρο) και «[[είμαι]] [[άρχοντας]]» (αττική [[διάλεκτος]]). Τέλος, από την [[έννοια]] «[[παίρνω]] την [[πρωτοβουλία]]» προέκυψε πιθ. αυτή του «[[είμαι]] [[αρχηγός]]», [[είτε]] από την [[άποψη]] ότι [[κάνω]] την πρώτη [[κίνηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> θρησκευτικές χρήσεις του ρ. [[καθώς]] και αυτές στη [[μουσική]] και στον χορό) [[είτε]] ότι [[βαδίζω]] [[πρώτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρχή]], [[αρχός]], [[άρχων]] (-<i>οντας</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εξάρχω]], [[συνάρχω]], [[υπάρχω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απάρχω]], [[διάρχω]], [[ενάρχω]] [[κατάρχω]], [[προάρχω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επάρχω]].
|mltxt=(AM [[ἄρχω]])<br /><b>1.</b> [[κυβερνώ]], [[εξουσιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (-ομαι) κυβερνώμαι, διοικούμαι, [[είμαι]] [[υπήκοος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «άρχεται η [[συνεδρίαση]]» — αρχίζει η [[συνεδρίαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μέσ., -ομαι)<br /><b>1.</b> βρίσκομαι στην [[αρχή]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] την [[αρχή]], [[αρχίζω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. της μετοχής του ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[άρχοντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με τον τ. <i>όρχαμος</i> παραμένει αμφίβολη, ενώ κατ' άλλους πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>mrgh</i><i>ō</i> «[[είμαι]] ο [[πρώτος]]». Επίσης, ο [[συσχετισμός]] του [[άρχω]] ως «[[κυβερνώ]], [[είμαι]] [[πρώτος]]», με λατ. <i>rige</i><i>ō</i>, <i>rigidus</i>, <i>rigor</i>, αρχ. σλαβ <i>rogŭ</i>, λιθ. <i>r</i><i>ā</i><i>gas</i>, λεττιτ. <i>rags</i>, αρχ. πρωσσ. <i>ragis</i>, μσν. άνω γερμ. <i>regen</i> «[[ανέρχομαι]], [[είμαι]] [[σταθερός]]» δεν [[είναι]] [[ικανοποιητικός]]. Το ρ. [[άρχω]] απαντά ευρύτατα σε όλη τη [[διάρκεια]] της ελληνικής γραμματείας από τον Όμηρο και [[εξής]] με αρχική πιθ. [[σημασία]] «[[βαδίζω]] [[πρώτος]], [[κάνω]] τον πρώτο, [[παίρνω]] την [[πρωτοβουλία]] να..., [[αρχίζω]]», ενώ μεταγενέστερες θεωρούνται οι σημασίες «[[διοικώ]]» (γνωστή ήδη από τον Όμηρο) και «[[είμαι]] [[άρχοντας]]» (αττική [[διάλεκτος]]). Τέλος, από την [[έννοια]] «[[παίρνω]] την [[πρωτοβουλία]]» προέκυψε πιθ. αυτή του «[[είμαι]] [[αρχηγός]]», [[είτε]] από την [[άποψη]] ότι [[κάνω]] την πρώτη [[κίνηση]] ([[πρβλ]]. θρησκευτικές χρήσεις του ρ. [[καθώς]] και αυτές στη [[μουσική]] και στον χορό) [[είτε]] ότι [[βαδίζω]] [[πρώτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρχή]], [[αρχός]], [[άρχων]] (-<i>οντας</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εξάρχω]], [[συνάρχω]], [[υπάρχω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απάρχω]], [[διάρχω]], [[ενάρχω]] [[κατάρχω]], [[προάρχω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επάρχω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm