Anonymous

ἄξιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἄξιος]], -ία, -ιον)<br />(με γεν.)<br /><b>1.</b> αυτός που του αξίζει, που του αρμόζει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αντάξιος]] κάποιου<br /><b>3.</b> «[[άξιος]] λόγου» — [[αξιόλογος]], [[σημαντικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[επιδέξιος]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ταλαντούχος]], αυτός που επιδίδεται σε [[κάτι]] με [[επιτυχία]]<br /><b>3.</b> επιδοκιμαστικό [[επιφώνημα]] του λαού που παρίσταται στη [[χειροτονία]] κληρικού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[άξιος]] οίκτου» — [[αξιολύπητος]]<br />6) «[[είναι]] [[άξιος]] της τύχης του» — πάσχει δίκαια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ισοδυναμεί, που αντιστοιχεί με [[κάτι]] στην [[αξία]], στο [[βάρος]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πολλοῡ [[ἄξιος]]» — [[πολύτιμος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει χρηματική [[αξία]], που στοιχίζει<br /><b>4.</b> [[ακριβός]], [[βαρύτιμος]], [[μεγάλης]] αξίας<br /><b>5.</b> [[φθηνός]], [[προσιτός]] στην [[τιμή]]<br /><b>6.</b> αυτός που [[πρέπει]], που αρμόζει, [[κατάλληλος]]<br /><b>7.</b> (για πρόσωπα) ομοτάξιος, [[ευγενής]]<br /><b>8.</b> [[επαρκής]] για [[κάτι]]<br /><b>9.</b> όμοιος με [[κάτι]], [[αντίστοιχος]]<br /><b>10.</b> [[σημαντικός]], [[σπουδαίος]]<br /><b>11.</b> «[[ἄξιος]] [[εἰμί]]» — μου [[πρέπει]] ή έχω [[δύναμη]] και [[εξουσία]] για [[κάτι]]<br /><b>12.</b> «ἄξιον ἐστί» — [[πρέπει]], αρμόζει, αξίζει, αξίζει τον κόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σημασία]] «[[άξιος]]» της λ. εμφανίζεται [[μετά]] τον Όμηρο [[συχνά]] με [[ηθική]] [[έννοια]]. Ο τ. συνδέεται με το ρ. <i>άγω</i> «[[βαρύνω]], [[ζυγίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>ag</i><i>ī</i><i>na</i> «[[πόρπη]] της ζυγαριάς», <i>exagium</i> «[[ζυγός]]») και θα [[πρέπει]] να προέρχεται από [[άκτιος]] (που πιθ. βασίζεται στο <i>άκτις</i> -<i>άξις</i>) με ονοματική [[παρέκταση]] σε -<i>τ</i>- και συριστικοποίηση.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αξία]], [[αξιώ]] (-ώνω)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αξιοσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αξιάδα]], [[αξίζω]], <i>αξιωσύνη</i>, [[αξιώτικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) [[αξιαγάπητος]], [[αξιάγαστος]], [[αξιάκουστος]], [[αξιέπαινος]], [[αξιέραστος]], [[αξιοδάκρυτος]], [[αξιόζηλος]], [[αξιοθαύμαστος]], [[αξιοθέατος]], [[αξιοκαταφρόνητος]], [[αξιόκτητος]], [[αξιόλογος]], [[αξιομακάριστος]], [[αξιόμαχος]], [[αξιομίμητος]], [[αξιομνημόνευτος]], [[αξιόπιστος]], [[αξιόποινος]], [[αξιοπρεπής]], [[αξιοπροστάτευτος]], [[αξιοσπούδαστος]], [[αξιοτίμητος]], [[αξιότιμος]], [[αξιοφίλητος]], [[αξιόχρεως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αξιακρόατος]], [[αξιέντρεπτος]], [[αξιοεργός]], [[αξιόθεος]], [[αξιόθρηνος]], [[αξιόληπτος]], [[αξιομισής]], [[αξιόνικος]], [[αξιοπενθής]], [[αξιόπλοκος]], [[αξιοπραγία]], [[αξιόρατος]], [[αξιόσκεπτος]], [[αξιοστράτηγος]], [[αξιοτέκμαρτος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αξιοζήλωτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αξιαγώνιστος]], [[αξιογέραστος]], [[αξιοδίωκτος]], <i>αξιοπαράκλητος</i>, [[αξιόσεπτος]], [[αξιώλεθρος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αξιοσέβαστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αξιανάγνωστος]], [[αξιοζήλευτος]], [[αξιοθρήνητος]], [[αξιολύπητος]], [[αξιοπαρατήρητος]]<br />(β' συνθετικό) [[ανάξιος]], [[αντάξιος]], [[επάξιος]], [[ισάξιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλαλάξιος]], [[απάξιος]], <i>αποτάξιος</i>, [[ευάξιος]], [[κατάξιος]], [[πανάξιος]], [[παράξιος]], [[τιμάξιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τρισάξιος]], [[υπεράξιος]]].
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἄξιος]], -ία, -ιον)<br />(με γεν.)<br /><b>1.</b> αυτός που του αξίζει, που του αρμόζει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αντάξιος]] κάποιου<br /><b>3.</b> «[[άξιος]] λόγου» — [[αξιόλογος]], [[σημαντικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[επιδέξιος]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ταλαντούχος]], αυτός που επιδίδεται σε [[κάτι]] με [[επιτυχία]]<br /><b>3.</b> επιδοκιμαστικό [[επιφώνημα]] του λαού που παρίσταται στη [[χειροτονία]] κληρικού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[άξιος]] οίκτου» — [[αξιολύπητος]]<br />6) «[[είναι]] [[άξιος]] της τύχης του» — πάσχει δίκαια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ισοδυναμεί, που αντιστοιχεί με [[κάτι]] στην [[αξία]], στο [[βάρος]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πολλοῡ [[ἄξιος]]» — [[πολύτιμος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει χρηματική [[αξία]], που στοιχίζει<br /><b>4.</b> [[ακριβός]], [[βαρύτιμος]], [[μεγάλης]] αξίας<br /><b>5.</b> [[φθηνός]], [[προσιτός]] στην [[τιμή]]<br /><b>6.</b> αυτός που [[πρέπει]], που αρμόζει, [[κατάλληλος]]<br /><b>7.</b> (για πρόσωπα) ομοτάξιος, [[ευγενής]]<br /><b>8.</b> [[επαρκής]] για [[κάτι]]<br /><b>9.</b> όμοιος με [[κάτι]], [[αντίστοιχος]]<br /><b>10.</b> [[σημαντικός]], [[σπουδαίος]]<br /><b>11.</b> «[[ἄξιος]] [[εἰμί]]» — μου [[πρέπει]] ή έχω [[δύναμη]] και [[εξουσία]] για [[κάτι]]<br /><b>12.</b> «ἄξιον ἐστί» — [[πρέπει]], αρμόζει, αξίζει, αξίζει τον κόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σημασία]] «[[άξιος]]» της λ. εμφανίζεται [[μετά]] τον Όμηρο [[συχνά]] με [[ηθική]] [[έννοια]]. Ο τ. συνδέεται με το ρ. <i>άγω</i> «[[βαρύνω]], [[ζυγίζω]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>ag</i><i>ī</i><i>na</i> «[[πόρπη]] της ζυγαριάς», <i>exagium</i> «[[ζυγός]]») και θα [[πρέπει]] να προέρχεται από [[άκτιος]] (που πιθ. βασίζεται στο <i>άκτις</i> -<i>άξις</i>) με ονοματική [[παρέκταση]] σε -<i>τ</i>- και συριστικοποίηση.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αξία]], [[αξιώ]] (-ώνω)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αξιοσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αξιάδα]], [[αξίζω]], <i>αξιωσύνη</i>, [[αξιώτικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) [[αξιαγάπητος]], [[αξιάγαστος]], [[αξιάκουστος]], [[αξιέπαινος]], [[αξιέραστος]], [[αξιοδάκρυτος]], [[αξιόζηλος]], [[αξιοθαύμαστος]], [[αξιοθέατος]], [[αξιοκαταφρόνητος]], [[αξιόκτητος]], [[αξιόλογος]], [[αξιομακάριστος]], [[αξιόμαχος]], [[αξιομίμητος]], [[αξιομνημόνευτος]], [[αξιόπιστος]], [[αξιόποινος]], [[αξιοπρεπής]], [[αξιοπροστάτευτος]], [[αξιοσπούδαστος]], [[αξιοτίμητος]], [[αξιότιμος]], [[αξιοφίλητος]], [[αξιόχρεως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αξιακρόατος]], [[αξιέντρεπτος]], [[αξιοεργός]], [[αξιόθεος]], [[αξιόθρηνος]], [[αξιόληπτος]], [[αξιομισής]], [[αξιόνικος]], [[αξιοπενθής]], [[αξιόπλοκος]], [[αξιοπραγία]], [[αξιόρατος]], [[αξιόσκεπτος]], [[αξιοστράτηγος]], [[αξιοτέκμαρτος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αξιοζήλωτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αξιαγώνιστος]], [[αξιογέραστος]], [[αξιοδίωκτος]], <i>αξιοπαράκλητος</i>, [[αξιόσεπτος]], [[αξιώλεθρος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αξιοσέβαστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αξιανάγνωστος]], [[αξιοζήλευτος]], [[αξιοθρήνητος]], [[αξιολύπητος]], [[αξιοπαρατήρητος]]<br />(β' συνθετικό) [[ανάξιος]], [[αντάξιος]], [[επάξιος]], [[ισάξιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλαλάξιος]], [[απάξιος]], <i>αποτάξιος</i>, [[ευάξιος]], [[κατάξιος]], [[πανάξιος]], [[παράξιος]], [[τιμάξιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τρισάξιος]], [[υπεράξιος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm