Anonymous

ἡμέρα: Difference between revisions

From LSJ
49 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μέρα]], η (AM [[ἡμέρα]], Μ και [[μέρα]], Α επικ. και ιων. τ. ἡμέρη, δωρ. τ. ἀμέρα και [[ἁμέρα]], λοκρ. τ. [[ἀμάρα]])<br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από την [[ανατολή]] [[μέχρι]] τη [[δύση]] του ήλιου (α. «[[μέρα]] [[μεσημέρι]]» β. «ὅσσαι γὰρ νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ [[Διός]] εἰσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο έζησε ή έδρασε [[κάποιος]], [[καιρός]], [[εποχή]], ζωή (α. «περάσαμε δύσκολες ημέρες» β. «ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡρώδου», ΚΔ.)<br /><b>3.</b> [[γιορτή]] ή [[επέτειος]] (α. «[[ημέρα]] Χριστουγέννων» β. «[[ημέρα]] του ΟΧΙ»)<br /><b>4.</b> [[χρονικό]] [[διάστημα]] πραγματοποίησης γεγονότος ή φαινομένου (α. «[[ημέρα]] κρίσεως» — η Δευτέρα Παρουσία<br />β. «[[ημέρα]] καύσωνος» γ. «[[ημέρα]] αναπαύσεως» δ. «[[αποφράς]] [[ημέρα]]» — η [[μέρα]] που συνέβη [[κάτι]] [[κακό]]<br />ε. «τακτή [[ημέρα]]» ή «ρητή [[ημέρα]]» — καθορισμένη [[ημέρα]])<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «παρ' ημέραν», «[[μέρα]] [[παρά]] [[μέρα]]» — [[κάθε]] δεύτερη [[μέρα]], [[κάθε]] δύο μέρες<br />β) «από [[μέρα]] σε [[μέρα]]», «[[μέρα]] με την (η)[[μέρα]]», «ἡμέραν μὲ τὴν ἡμέραν», «ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ» — εξακολουθητικά, συν τω χρονω, [[βαθμηδόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ολόκληρο]] το [[ημερονύκτιο]], [[χρονικό]] [[διάστημα]] εικοσιτεσσάρων ωρών («λείπει [[τριάντα]] μέρες»)<br /><b>2.</b> ο ορισμένος [[χρόνος]] για την ημερήσια [[εργασία]] («αρρώστησα κι έλειψα από το [[γραφείο]] [[τρεις]] ημέρες»)<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> ο [[χρόνος]] που απαιτείται για να εκτελέσει ένα [[ουράνιο]] [[σώμα]] μια πλήρη [[περιστροφή]] [[γύρω]] από τον άξονά του<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ηλιακή [[ημέρα]]» — το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από τη φαινομένη [[ανατολή]] του ηλίου [[μέχρι]] τη φαινομένη [[δύση]] του<br />β) «αστρική [[ημέρα]]» — [[χρονικό]] [[διάστημα]] που [[είναι]] συντομότερο [[κατά]] 0,0084 δευτερόλεπτα σε [[σύγκριση]] με την [[ημέρα]]<br />γ) «[[μέση]] ηλιακή [[ημέρα]]» — [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] [[τέσσερα]] [[περίπου]] λεπτά της ώρας μεγαλύτερο από τη [[διάρκεια]] της αστρικής ημέρας<br />δ) «[[πολιτική]] [[ημέρα]]» — [[μέση]] ηλιακή [[ημέρα]] διάρκειας εικοσιτεσσάρων ωρών ακριβώς, η [[αρχή]] της οποίας έχει καθοριστεί στις 12 τα [[μεσάνυχτα]]<br />ε) «είδε το φως της ημέρας» — γεννήθηκε<br />στ) «σώθηκαν οι μέρες του» — σε λίγο καιρό θα πεθάνει<br />ζ) <b>(λαογρ.)</b> «ημέρες της γριάς» — οι [[τρεις]] τελευταίες ημέρες του Μαρτίου<br />η) «[[είναι]] η [[μέρα]] μου» — [[είναι]] η [[σειρά]] μου<br />θ) «[[μέρα]] μου και [[μέρα]] σου» — [[σειρά]] μου και [[σειρά]] σου<br />ι) «καλή [[μέρα]]» — [[ευχή]] που λέγεται το [[πρωί]]<br />ια) «την κακή ψυχρή σου [[μέρα]]» — υβριστική [[φράση]]<br />ιβ) «έφαγα τη [[μέρα]] μου» — διέθεσα τη [[μέρα]] μου για να [[κάνω]] [[κάτι]] το οποίο ίσως δεν άξιζε τον κόπο ή διέθεσα περισσότερο χρόνο από όσο έπρεπε για [[κάτι]]<br />ιγ) «κρίσιμη [[μέρα]]» — η [[μέρα]] [[κατά]] την οποία πρόκειται να κριθεί η [[έκβαση]] κάποιας σοβαρής κατάστασης<br />ιδ) «της ημέρας» — [[σημερινός]] ή πολύ [[πρόσφατος]] («αβγά της ημέρας»)<br />ιε) «[[είμαι]] της ημέρας» — έχω [[υπηρεσία]] μια ορισμένη [[ημέρα]], [[είμαι]] εφημερεύων<br />ιστ) «[[μέρα]] και [[νύχτα]]» ή «[[νύχτα]] [[μέρα]]» — διαρκώς, [[πάντοτε]]<br />ιζ) «άσπρη [[μέρα]]» — καλή [[μέρα]], αίσια [[μέρα]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κάθε]] [[μέρα]] δεν [[είναι]] τ' Άι Γιαννιού» — τα ευχάριστα περιστατικά δεν επαναλαμβάνονται [[συνεχώς]]<br />β) «όλες οι μέρες [[είναι]] του θεού» — δεν [[πρέπει]] να θεωρούνται μερικές μέρες ως γρουσούζικες<br />γ) «η καλή [[μέρα]] απ' το [[πρωί]] φαίνεται» — η [[έκβαση]] και ο [[χαρακτήρας]] μιας ενέργειας ή ενός φαινομένου φαίνονται από την [[αρχή]]<br /><b>μσν.</b><br />(φρ)<br /><b>1.</b> «εἰς τὲς ἡμέρες» — τον κατάλληλο καιρό<br /><b>2.</b> «εἰς τὴν [[ἡμέρα]]» ή «[[μέρα]] - [[μέρα]]» — [[κάθε]] [[μέρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χρόνος]] («[[ἡμέρα]] κλίνει τε κἀνάγει [[πάλιν]] ἅπαντα τἀνθρώπεια», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b>. <i>η Ημέρα</i><br />θεά, [[προσωποποίηση]] της ημέρας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἅμα ἡμέρᾳ» — [[μόλις]] ξημέρωσε<br />β) «τῆς ἡμέρας ὀψέ» — [[αργά]] την [[ημέρα]], [[προς]] το [[βράδυ]]<br />γ) «[[ἐπίπονος]] [[ἁμέρα]]» — τα καθημερινά βάσανα (<b>Σοφ.</b>)<br />δ) «παλαιά [[ἁμέρα]]» — τα [[γεράματα]] (<b>Σοφ.</b>)<br />ε) «αἱ μακραὶ ἁμέραι» — η μακρόχρονη ζωή (<b>Σοφ.</b>)<br />στ) «νέα [[ἁμέρα]]» — η [[νεότητα]]<br />ζ) «ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ [[ἡμέρα]]» — [[κατά]] το [[τέλος]] της ζωής (<b>Αριστοτ.</b>)<br />η) «ἡμερῶν ὀλίγων» — [[μέσα]] σε όριο λίγων ημερών (<b>Πλάτ.</b>)<br />θ) «[[τῇδε]] θἠμέρᾳ» — [[σήμερα]]<br />ι) «ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην» — [[κάθε]] [[μέρα]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ια) «εἰς ἡμέραν» — μία [[φορά]] τον χρόνο <b>(ΠΔ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. του [[ἦμαρ]]. Η κατάλ. -<i>έρα</i> θυμίζει τα επίθ. σε -<i>ερος</i>, [[πράγμα]] που οδήγησε στην [[υπόθεση]] ότι το [[ἡμέρα]] προέρχεται από κάποιο αμάρτυρο επίθ., παράγωγο του [[ἦμαρ]]. Η [[δασύτητα]] απαντά μόνο στην ιων.-αττ. (<b>[[πρβλ]].</b> δωρ. <i>ἀμέρᾱ</i>, λοκρ. <i>ἀμάρᾱ</i>) και οφείλεται [[μάλλον]] σε [[αναλογία]] [[προς]] το [[ἑσπέρα]]. Ο νεοελλ. τ. [[μέρα]] προήλθε από τη σίγηση του προτονικού αρχικού φωνήεντος (<b>[[πρβλ]].</b> [[ερωτώ]] > [[ρωτώ]]). Το επίρρ. [[σήμερα]] προέρχεται από αμάρτυρο επίθ. <i>κι</i>-<i>άμερος</i> (με α΄ συνθετικό <i>κι</i>- «εδώ, αυτός»), το ουδ. [[γένος]] του οποίου απέκτησε επιρρηματική [[σημασία]] [[κατά]] το [[αὔριον]] και έδωσε το [[σήμερον]]. Η νεοελλ. [[προσφώνηση]] [[καλημέρα]] [[είναι]] «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] <i>καλήν ημέραν</i> ([[εύχομαι]]). Ως β΄ συνθετικό η λ. [[ημέρα]] απαντά σε [[πολλά]] σύνθ. επίθ. με τη [[μορφή]] -(<i>ή</i>)<i>μερος</i>. Όσων από αυτά το α' συνθετικό [[είναι]] αριθμητικό ([[διήμερος]], [[τριήμερος]], [[δεκαήμερος]]), το ουδ. [[γένος]] σε (<i>ή</i>)<i>μερο</i>(<i>ν</i>)-<i>ερα</i> χρησιμοποιείται και ως ουσ. (<i>διήμερο</i>(<i>ν</i>), [[εννιάμερα]]). Τέλος, από τα [[αυθήμερος]], [[νυχθήμερος]] παράγονται τα επιρρ. [[αυθημερόν]], [[νυχθημερόν]]. Η λ. [[ημέρα]] έχει σε όλες τις περιόδους της Ελληνικής τη βασική σημ. «[[χρονικό]] [[διάστημα]] από την [[ανατολή]] [[μέχρι]] τη [[δύση]] του ήλιου» και, με τη σημ. αυτή, αντιτίθεται [[προς]] τη [[νύχτα]]. Από αυτή τη σημ. η λ. (<i>η</i>)[[μέρα]] στη Νέα Ελληνική έλαβε, κατ' [[επέκταση]], τη σημ. «από το [[πρωί]] [[μέχρι]] το [[βράδυ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λείπει όλη τη [[μέρα]] από το [[σπίτι]]) [[καθώς]] [[επίσης]] και «όλο το εικοσιτετράωρο» (<b>[[πρβλ]].</b> 15 ημερών [[ταξίδι]])<br />στη Νέα Ελληνική [[επίσης]] η λ. (<i>η</i>)[[μέρα]] χρησιμοποιείται σε ορισμένες εκφράσεις και με στενότερη, πιο εξειδικευμένη, σημ. «ορισμένες ώρες της μέρας» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μην περνάς τη [[μέρα]] σου χαζεύοντας</i>) ή μόνο «τις ώρες ημερήσιας εργασίας» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πέρασα δύσκολη [[μέρα]] [[σήμερα]] στη δουλειά</i>). Επίσης, η λ. (<i>η</i>)[[μέρα]] στον πληθ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια ορισμένη χρονική περίοδο, [[κατά]] την οποία συνέβησαν κάποια συγκεκριμένα (και [[σημαντικά]]) γεγονότα ή μια παρωχημένη [[εποχή]] η οποία αντιπαραβάλλεται [[προς]] το [[παρόν]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οι μέρες της κατοχής</i>, οι μέρες που περάσαμε [[μαζί]], στις μέρες μας δούλευε ηαγία [[ράβδος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ημερήσιος]], [[ημέριος]], [[ημερίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ημεραίος]], [[ημερεύω]], [[ημερίδης]] [[ημερινός]], [[ημερούσιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ημερώον]]<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- (Β' συνθετικό) ([[πλην]] τών επιθ. με α' συνθετικό αριθμητικό): [[αυθήμερος]], [[ευήμερος]], [[εφήμερος]], [[ισήμερος]], [[μακροήμερος]], [[νυχθήμερος]], [[ολοήμερος]], [[υπερήμερος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλιτήμερος]], <i>αμφήμερος</i>, <i>αφήμερος</i>, [[ετερήμερος]], [[καλήμερος]], <i>κακήμερος</i>, [[λιπήμερος]], <i>μεθαμέρα</i>, [[μισοκαλήμερος]], [[μονήμερος]], [[νεαμέρα]], [[ολιγήμερος]], [[οψημέρα]], [[πανήμερος]], [[παρήμερος]], [[προσήμερος]]<br />(νεοελλ.] [[ενήμερος]], [[μονοήμερος]], [[ολιγοήμερος]]].<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[ήμερος]].
|mltxt=και [[μέρα]], η (AM [[ἡμέρα]], Μ και [[μέρα]], Α επικ. και ιων. τ. ἡμέρη, δωρ. τ. ἀμέρα και [[ἁμέρα]], λοκρ. τ. [[ἀμάρα]])<br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από την [[ανατολή]] [[μέχρι]] τη [[δύση]] του ήλιου (α. «[[μέρα]] [[μεσημέρι]]» β. «ὅσσαι γὰρ νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ [[Διός]] εἰσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο έζησε ή έδρασε [[κάποιος]], [[καιρός]], [[εποχή]], ζωή (α. «περάσαμε δύσκολες ημέρες» β. «ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡρώδου», ΚΔ.)<br /><b>3.</b> [[γιορτή]] ή [[επέτειος]] (α. «[[ημέρα]] Χριστουγέννων» β. «[[ημέρα]] του ΟΧΙ»)<br /><b>4.</b> [[χρονικό]] [[διάστημα]] πραγματοποίησης γεγονότος ή φαινομένου (α. «[[ημέρα]] κρίσεως» — η Δευτέρα Παρουσία<br />β. «[[ημέρα]] καύσωνος» γ. «[[ημέρα]] αναπαύσεως» δ. «[[αποφράς]] [[ημέρα]]» — η [[μέρα]] που συνέβη [[κάτι]] [[κακό]]<br />ε. «τακτή [[ημέρα]]» ή «ρητή [[ημέρα]]» — καθορισμένη [[ημέρα]])<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «παρ' ημέραν», «[[μέρα]] [[παρά]] [[μέρα]]» — [[κάθε]] δεύτερη [[μέρα]], [[κάθε]] δύο μέρες<br />β) «από [[μέρα]] σε [[μέρα]]», «[[μέρα]] με την (η)[[μέρα]]», «ἡμέραν μὲ τὴν ἡμέραν», «ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ» — εξακολουθητικά, συν τω χρονω, [[βαθμηδόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ολόκληρο]] το [[ημερονύκτιο]], [[χρονικό]] [[διάστημα]] εικοσιτεσσάρων ωρών («λείπει [[τριάντα]] μέρες»)<br /><b>2.</b> ο ορισμένος [[χρόνος]] για την ημερήσια [[εργασία]] («αρρώστησα κι έλειψα από το [[γραφείο]] [[τρεις]] ημέρες»)<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> ο [[χρόνος]] που απαιτείται για να εκτελέσει ένα [[ουράνιο]] [[σώμα]] μια πλήρη [[περιστροφή]] [[γύρω]] από τον άξονά του<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ηλιακή [[ημέρα]]» — το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από τη φαινομένη [[ανατολή]] του ηλίου [[μέχρι]] τη φαινομένη [[δύση]] του<br />β) «αστρική [[ημέρα]]» — [[χρονικό]] [[διάστημα]] που [[είναι]] συντομότερο [[κατά]] 0,0084 δευτερόλεπτα σε [[σύγκριση]] με την [[ημέρα]]<br />γ) «[[μέση]] ηλιακή [[ημέρα]]» — [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] [[τέσσερα]] [[περίπου]] λεπτά της ώρας μεγαλύτερο από τη [[διάρκεια]] της αστρικής ημέρας<br />δ) «[[πολιτική]] [[ημέρα]]» — [[μέση]] ηλιακή [[ημέρα]] διάρκειας εικοσιτεσσάρων ωρών ακριβώς, η [[αρχή]] της οποίας έχει καθοριστεί στις 12 τα [[μεσάνυχτα]]<br />ε) «είδε το φως της ημέρας» — γεννήθηκε<br />στ) «σώθηκαν οι μέρες του» — σε λίγο καιρό θα πεθάνει<br />ζ) <b>(λαογρ.)</b> «ημέρες της γριάς» — οι [[τρεις]] τελευταίες ημέρες του Μαρτίου<br />η) «[[είναι]] η [[μέρα]] μου» — [[είναι]] η [[σειρά]] μου<br />θ) «[[μέρα]] μου και [[μέρα]] σου» — [[σειρά]] μου και [[σειρά]] σου<br />ι) «καλή [[μέρα]]» — [[ευχή]] που λέγεται το [[πρωί]]<br />ια) «την κακή ψυχρή σου [[μέρα]]» — υβριστική [[φράση]]<br />ιβ) «έφαγα τη [[μέρα]] μου» — διέθεσα τη [[μέρα]] μου για να [[κάνω]] [[κάτι]] το οποίο ίσως δεν άξιζε τον κόπο ή διέθεσα περισσότερο χρόνο από όσο έπρεπε για [[κάτι]]<br />ιγ) «κρίσιμη [[μέρα]]» — η [[μέρα]] [[κατά]] την οποία πρόκειται να κριθεί η [[έκβαση]] κάποιας σοβαρής κατάστασης<br />ιδ) «της ημέρας» — [[σημερινός]] ή πολύ [[πρόσφατος]] («αβγά της ημέρας»)<br />ιε) «[[είμαι]] της ημέρας» — έχω [[υπηρεσία]] μια ορισμένη [[ημέρα]], [[είμαι]] εφημερεύων<br />ιστ) «[[μέρα]] και [[νύχτα]]» ή «[[νύχτα]] [[μέρα]]» — διαρκώς, [[πάντοτε]]<br />ιζ) «άσπρη [[μέρα]]» — καλή [[μέρα]], αίσια [[μέρα]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κάθε]] [[μέρα]] δεν [[είναι]] τ' Άι Γιαννιού» — τα ευχάριστα περιστατικά δεν επαναλαμβάνονται [[συνεχώς]]<br />β) «όλες οι μέρες [[είναι]] του θεού» — δεν [[πρέπει]] να θεωρούνται μερικές μέρες ως γρουσούζικες<br />γ) «η καλή [[μέρα]] απ' το [[πρωί]] φαίνεται» — η [[έκβαση]] και ο [[χαρακτήρας]] μιας ενέργειας ή ενός φαινομένου φαίνονται από την [[αρχή]]<br /><b>μσν.</b><br />(φρ)<br /><b>1.</b> «εἰς τὲς ἡμέρες» — τον κατάλληλο καιρό<br /><b>2.</b> «εἰς τὴν [[ἡμέρα]]» ή «[[μέρα]] - [[μέρα]]» — [[κάθε]] [[μέρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χρόνος]] («[[ἡμέρα]] κλίνει τε κἀνάγει [[πάλιν]] ἅπαντα τἀνθρώπεια», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b>. <i>η Ημέρα</i><br />θεά, [[προσωποποίηση]] της ημέρας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἅμα ἡμέρᾳ» — [[μόλις]] ξημέρωσε<br />β) «τῆς ἡμέρας ὀψέ» — [[αργά]] την [[ημέρα]], [[προς]] το [[βράδυ]]<br />γ) «[[ἐπίπονος]] [[ἁμέρα]]» — τα καθημερινά βάσανα (<b>Σοφ.</b>)<br />δ) «παλαιά [[ἁμέρα]]» — τα [[γεράματα]] (<b>Σοφ.</b>)<br />ε) «αἱ μακραὶ ἁμέραι» — η μακρόχρονη ζωή (<b>Σοφ.</b>)<br />στ) «νέα [[ἁμέρα]]» — η [[νεότητα]]<br />ζ) «ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ [[ἡμέρα]]» — [[κατά]] το [[τέλος]] της ζωής (<b>Αριστοτ.</b>)<br />η) «ἡμερῶν ὀλίγων» — [[μέσα]] σε όριο λίγων ημερών (<b>Πλάτ.</b>)<br />θ) «[[τῇδε]] θἠμέρᾳ» — [[σήμερα]]<br />ι) «ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην» — [[κάθε]] [[μέρα]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ια) «εἰς ἡμέραν» — μία [[φορά]] τον χρόνο <b>(ΠΔ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. του [[ἦμαρ]]. Η κατάλ. -<i>έρα</i> θυμίζει τα επίθ. σε -<i>ερος</i>, [[πράγμα]] που οδήγησε στην [[υπόθεση]] ότι το [[ἡμέρα]] προέρχεται από κάποιο αμάρτυρο επίθ., παράγωγο του [[ἦμαρ]]. Η [[δασύτητα]] απαντά μόνο στην ιων.-αττ. ([[πρβλ]]. δωρ. <i>ἀμέρᾱ</i>, λοκρ. <i>ἀμάρᾱ</i>) και οφείλεται [[μάλλον]] σε [[αναλογία]] [[προς]] το [[ἑσπέρα]]. Ο νεοελλ. τ. [[μέρα]] προήλθε από τη σίγηση του προτονικού αρχικού φωνήεντος ([[πρβλ]]. [[ερωτώ]] > [[ρωτώ]]). Το επίρρ. [[σήμερα]] προέρχεται από αμάρτυρο επίθ. <i>κι</i>-<i>άμερος</i> (με α΄ συνθετικό <i>κι</i>- «εδώ, αυτός»), το ουδ. [[γένος]] του οποίου απέκτησε επιρρηματική [[σημασία]] [[κατά]] το [[αὔριον]] και έδωσε το [[σήμερον]]. Η νεοελλ. [[προσφώνηση]] [[καλημέρα]] [[είναι]] «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] <i>καλήν ημέραν</i> ([[εύχομαι]]). Ως β΄ συνθετικό η λ. [[ημέρα]] απαντά σε [[πολλά]] σύνθ. επίθ. με τη [[μορφή]] -(<i>ή</i>)<i>μερος</i>. Όσων από αυτά το α' συνθετικό [[είναι]] αριθμητικό ([[διήμερος]], [[τριήμερος]], [[δεκαήμερος]]), το ουδ. [[γένος]] σε (<i>ή</i>)<i>μερο</i>(<i>ν</i>)-<i>ερα</i> χρησιμοποιείται και ως ουσ. (<i>διήμερο</i>(<i>ν</i>), [[εννιάμερα]]). Τέλος, από τα [[αυθήμερος]], [[νυχθήμερος]] παράγονται τα επιρρ. [[αυθημερόν]], [[νυχθημερόν]]. Η λ. [[ημέρα]] έχει σε όλες τις περιόδους της Ελληνικής τη βασική σημ. «[[χρονικό]] [[διάστημα]] από την [[ανατολή]] [[μέχρι]] τη [[δύση]] του ήλιου» και, με τη σημ. αυτή, αντιτίθεται [[προς]] τη [[νύχτα]]. Από αυτή τη σημ. η λ. (<i>η</i>)[[μέρα]] στη Νέα Ελληνική έλαβε, κατ' [[επέκταση]], τη σημ. «από το [[πρωί]] [[μέχρι]] το [[βράδυ]]» ([[πρβλ]]. λείπει όλη τη [[μέρα]] από το [[σπίτι]]) [[καθώς]] [[επίσης]] και «όλο το εικοσιτετράωρο» ([[πρβλ]]. 15 ημερών [[ταξίδι]])<br />στη Νέα Ελληνική [[επίσης]] η λ. (<i>η</i>)[[μέρα]] χρησιμοποιείται σε ορισμένες εκφράσεις και με στενότερη, πιο εξειδικευμένη, σημ. «ορισμένες ώρες της μέρας» ([[πρβλ]]. <i>μην περνάς τη [[μέρα]] σου χαζεύοντας</i>) ή μόνο «τις ώρες ημερήσιας εργασίας» ([[πρβλ]]. <i>πέρασα δύσκολη [[μέρα]] [[σήμερα]] στη δουλειά</i>). Επίσης, η λ. (<i>η</i>)[[μέρα]] στον πληθ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια ορισμένη χρονική περίοδο, [[κατά]] την οποία συνέβησαν κάποια συγκεκριμένα (και [[σημαντικά]]) γεγονότα ή μια παρωχημένη [[εποχή]] η οποία αντιπαραβάλλεται [[προς]] το [[παρόν]] ([[πρβλ]]. <i>οι μέρες της κατοχής</i>, οι μέρες που περάσαμε [[μαζί]], στις μέρες μας δούλευε ηαγία [[ράβδος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ημερήσιος]], [[ημέριος]], [[ημερίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ημεραίος]], [[ημερεύω]], [[ημερίδης]] [[ημερινός]], [[ημερούσιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ημερώον]]<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- (Β' συνθετικό) ([[πλην]] τών επιθ. με α' συνθετικό αριθμητικό): [[αυθήμερος]], [[ευήμερος]], [[εφήμερος]], [[ισήμερος]], [[μακροήμερος]], [[νυχθήμερος]], [[ολοήμερος]], [[υπερήμερος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλιτήμερος]], <i>αμφήμερος</i>, <i>αφήμερος</i>, [[ετερήμερος]], [[καλήμερος]], <i>κακήμερος</i>, [[λιπήμερος]], <i>μεθαμέρα</i>, [[μισοκαλήμερος]], [[μονήμερος]], [[νεαμέρα]], [[ολιγήμερος]], [[οψημέρα]], [[πανήμερος]], [[παρήμερος]], [[προσήμερος]]<br />(νεοελλ.] [[ενήμερος]], [[μονοήμερος]], [[ολιγοήμερος]]].<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[ήμερος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm