Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπήρετμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "αῑρο" to "αῖρο")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπήρετμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για κωπηλάτες) αυτός που κάθεται [[κοντά]] στο [[κουπί]] [[έτοιμος]] να κωπηλατήσει<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) ο εφοδιασμένος με [[κουπιά]] («[[νῆες]] ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ερετμόν]] «[[κουπί]]», το -<i>η</i>- λόγω της λειτουργίας του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> [[στρατηγός]] <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> <i>άγω</i>)].
|mltxt=[[ἐπήρετμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για κωπηλάτες) αυτός που κάθεται [[κοντά]] στο [[κουπί]] [[έτοιμος]] να κωπηλατήσει<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) ο εφοδιασμένος με [[κουπιά]] («[[νῆες]] ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ερετμόν]] «[[κουπί]]», το -<i>η</i>- λόγω της λειτουργίας του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[στρατηγός]] <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> <i>άγω</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm