Anonymous

ζυγός: Difference between revisions

From LSJ
33 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ζυγός]])<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που ενώνει δύο σώματα<br /><b>2.</b> το [[εξάρτημα]] που προσαρμόζεται εγκάρσια στον ρυμό του αρότρου ή της άμαξας και χρησιμεύει στη [[ζεύξη]] τών υποζυγίων<br /><b>3.</b> το [[στέλεχος]] της ζυγαριάς, απ' όπου [[είναι]] αναρτημένες οι δύο πλάστιγγες<br /><b>4.</b> η [[ζυγαριά]], η [[πλάστιγγα]]<br /><b>5.</b> [[σειρά]] στρατιωτών ή μαθητών, αθλητών κ.ά. γυμναζομένων που βρίσκονται [[κατά]] [[μέτωπον]] ο [[ένας]] [[δίπλα]] στον [[άλλο]] και στην [[ίδια]] [[ευθεία]] [[γραμμή]] («εφ' ενός ζυγού»)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[δουλεία]], [[σκλαβιά]], [[υποταγή]], [[έλλειψη]] ανεξαρτησίας («του Έλληνος ο [[τράχηλος]] [[ζυγόν]] δεν υποφέρει»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κορυφογραμμή]], [[κορυφή]] βουνού, [[κορφοβούνι]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[βουνό]]<br /><b>3.</b> (ως κύριο όνομα) <i>ο Ζυγός</i><br />α) [[ονομασία]] του έβδομου αστερισμού του ζωδιακού κύκλου<br />β) [[ονομασία]] βουνών ή βουνοκορφών<br /><b>μσν.</b><br />(για ζώα) [[ένωση]], [[ζευγάρωμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(στους Βυζαντ.) [[φόρος]] που επιβαλλόταν κατ' [[αναλογία]] του αριθμού τών αροτριώντων ζευγών, ζυγοκέφαλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους Ρωμαίους) [[ζεύγμα]] από [[τρία]] ακόντια, τα δύο μπηγμένα στη γη [[κάθετα]] και το τρίτο δεμένο στα άνω [[άκρα]] τών δύο πρώτων, [[κάτω]] από το οποίο ανάγκαζαν τους ηττημένους να διέρχονται σκύβοντας σε [[δήλωση]] υποταγής<br /><b>2.</b> το οριζόντιο [[ξύλο]] του υφαντικού ιστού (αργαλειού) στο οποίο προσηλώνεται το [[στημόνι]], κν. [[αντί]]<br /><b>3.</b> το [[δέσιμο]], ο [[δεσμός]] του σανδάλου από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]]<br /><b>4.</b> ο [[μοχλός]] της θύρας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ζυγός]] καρχασίου» — η [[κεραία]] στην [[κορυφή]] του ιστού<br />β) <b>παροιμ.</b> «τὸν αὐτὸν ἕλκειν [[ζυγόν]]» — για αυτούς που ζουν τις ίδιες δύσκολες καταστάσεις («βράζουν στο ίδιο [[τσουκάλι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ζυγός]] ή [[ζυγόν]] <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>yugom</i> (με τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ζυγ</i>- της ρίζας <i>ζευγ</i>- του [[ζεύγνυμι]]) συνδέεται με χεττ. <i>iugan</i>, αρχ. ινδ. <i>yugam</i>, λατ. <i>jugum</i>, γοτθ. <i>juk</i> κ.ά. Παράλληλα, μαρτυρείται ως β' συνθετικό το ρηματικό όνομα -<i>ζυξ</i> ([[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>ζυξ</i>, <i>ομό</i>-<i>ζυξ</i>, <i>σύ</i>-<i>ζυξ</i>), το οποίο απαντά και στα λατ. <i>con</i>-<i>iux</i> «[[σύζυγος]]», αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>yuj</i>- «[[περιττός]] (για αριθμούς)», <i>sa</i>-<i>yuj</i>- «[[σύντροφος]]» κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ζύγαινα]], [[ζυγηδόν]], [[ζυγία]], [[ζυγίς]], [[ζυγώ]], -<i>έω</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ζυγάδην]], [[ζύγαστρον]], [[ζυγικός]], [[ζύγιμος]], [[ζύγιος]], [[ζυγίσκον]], [[ζυγίτης]], [[ζυγώ]], -<i>όω</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ζύγιον]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ζυγίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ζυγόδεσμον]], [[ζυγοστάσιον]], [[ζυγοστάτης]], [[ζυγοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζυγοδέτης]], [[ζυγοειδής]], [[ζυγοκέφαλον]], [[ζυγοκλεπτώ]], [[ζυγοκρούστης]], [[ζυγοποιός]], [[ζυγόσταθμος]], [[ζυγόταυρον]], [[ζυγουλκός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ζυγομαχία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ζυγοπλάστης]], [[ζυγοτάλαντα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ζυγοστασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ζυγοβάτης</i>, [[ζυγοβράγχια]], [[ζυγοδάκτυλος]], [[ζυγοδόκη]], [[ζυγόθυρο]], [[ζυγολόγιο]], [[ζυγολούρι]], [[ζυγόμορφος]], <i>ζυγομύκητες</i>, [[ζυγοταξία]], [[ζυγότρυπα]], <i>ζυγόφυλλο</i>. (Β' συνθετικό) [[άζυγος]], [[αντίζυγος]], <i>απόζυγος</i>, <i>ασύζυγος</i>, [[εκατόζυγος]], [[εκατόζυγος]], <i>ενόζυγος</i>, <i>ενσύζυγος</i>, <i>επίζυγος</i>, [[ετερόζυγος]], [[ισόζυγος]], [[νεόζυγος]], [[ομόζυγος]], [[πολύζυγος]], [[σύζυγος]], [[τετράζυγος]], [[τριακοντάζυγος]], [[τρίζυγος]], [[υπόζυγος]], [[υψίζυγος]], <i>φερύζυγος</i>, [[χρυσόζυγος]].<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό<br /><b>1.</b> [[διπλός]], αυτός που αποτελείται από δύο ομοειδή μέρη<br /><b>2.</b> (για αριθ.) [[άρτιος]], αυτός που διαιρείται ακριβώς διά του δύο ([[χωρίς]] δηλ. να αφήνει [[υπόλοιπο]])<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ζυγά]] [[ζυγά]]» — ανά δύο, [[κατά]] ζεύγη, ζευγαρωτά<br />β) «μονά [[ζυγά]]»<br />i. [[είδος]] παιδικού παιχνιδιού<br />ii. [[σύστημα]] εκ περιτροπής κυκλοφορίας τών αυτοκινήτων με [[βάση]] το τελευταίο [[ψηφίο]] του αριθμού τους, που εφαρμόζεται για περιορισμό και [[αποσυμφόρηση]] της [[μεγάλης]] κυκλοφορίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. ουσ. [[ζυγός]]. Η επιθετ. σημ. της λέξεως ήδη μτγν.].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ζυγός]])<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που ενώνει δύο σώματα<br /><b>2.</b> το [[εξάρτημα]] που προσαρμόζεται εγκάρσια στον ρυμό του αρότρου ή της άμαξας και χρησιμεύει στη [[ζεύξη]] τών υποζυγίων<br /><b>3.</b> το [[στέλεχος]] της ζυγαριάς, απ' όπου [[είναι]] αναρτημένες οι δύο πλάστιγγες<br /><b>4.</b> η [[ζυγαριά]], η [[πλάστιγγα]]<br /><b>5.</b> [[σειρά]] στρατιωτών ή μαθητών, αθλητών κ.ά. γυμναζομένων που βρίσκονται [[κατά]] [[μέτωπον]] ο [[ένας]] [[δίπλα]] στον [[άλλο]] και στην [[ίδια]] [[ευθεία]] [[γραμμή]] («εφ' ενός ζυγού»)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[δουλεία]], [[σκλαβιά]], [[υποταγή]], [[έλλειψη]] ανεξαρτησίας («του Έλληνος ο [[τράχηλος]] [[ζυγόν]] δεν υποφέρει»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κορυφογραμμή]], [[κορυφή]] βουνού, [[κορφοβούνι]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[βουνό]]<br /><b>3.</b> (ως κύριο όνομα) <i>ο Ζυγός</i><br />α) [[ονομασία]] του έβδομου αστερισμού του ζωδιακού κύκλου<br />β) [[ονομασία]] βουνών ή βουνοκορφών<br /><b>μσν.</b><br />(για ζώα) [[ένωση]], [[ζευγάρωμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(στους Βυζαντ.) [[φόρος]] που επιβαλλόταν κατ' [[αναλογία]] του αριθμού τών αροτριώντων ζευγών, ζυγοκέφαλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους Ρωμαίους) [[ζεύγμα]] από [[τρία]] ακόντια, τα δύο μπηγμένα στη γη [[κάθετα]] και το τρίτο δεμένο στα άνω [[άκρα]] τών δύο πρώτων, [[κάτω]] από το οποίο ανάγκαζαν τους ηττημένους να διέρχονται σκύβοντας σε [[δήλωση]] υποταγής<br /><b>2.</b> το οριζόντιο [[ξύλο]] του υφαντικού ιστού (αργαλειού) στο οποίο προσηλώνεται το [[στημόνι]], κν. [[αντί]]<br /><b>3.</b> το [[δέσιμο]], ο [[δεσμός]] του σανδάλου από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]]<br /><b>4.</b> ο [[μοχλός]] της θύρας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ζυγός]] καρχασίου» — η [[κεραία]] στην [[κορυφή]] του ιστού<br />β) <b>παροιμ.</b> «τὸν αὐτὸν ἕλκειν [[ζυγόν]]» — για αυτούς που ζουν τις ίδιες δύσκολες καταστάσεις («βράζουν στο ίδιο [[τσουκάλι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ζυγός]] ή [[ζυγόν]] <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>yugom</i> (με τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ζυγ</i>- της ρίζας <i>ζευγ</i>- του [[ζεύγνυμι]]) συνδέεται με χεττ. <i>iugan</i>, αρχ. ινδ. <i>yugam</i>, λατ. <i>jugum</i>, γοτθ. <i>juk</i> κ.ά. Παράλληλα, μαρτυρείται ως β' συνθετικό το ρηματικό όνομα -<i>ζυξ</i> ([[πρβλ]]. [[άζυξ]], [[ομόζυξ]], [[σύζυξ]]), το οποίο απαντά και στα λατ. <i>con</i>-<i>iux</i> «[[σύζυγος]]», αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>yuj</i>- «[[περιττός]] (για αριθμούς)», <i>sa</i>-<i>yuj</i>- «[[σύντροφος]]» κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ζύγαινα]], [[ζυγηδόν]], [[ζυγία]], [[ζυγίς]], [[ζυγώ]], -<i>έω</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ζυγάδην]], [[ζύγαστρον]], [[ζυγικός]], [[ζύγιμος]], [[ζύγιος]], [[ζυγίσκον]], [[ζυγίτης]], [[ζυγώ]], -<i>όω</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ζύγιον]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ζυγίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ζυγόδεσμον]], [[ζυγοστάσιον]], [[ζυγοστάτης]], [[ζυγοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζυγοδέτης]], [[ζυγοειδής]], [[ζυγοκέφαλον]], [[ζυγοκλεπτώ]], [[ζυγοκρούστης]], [[ζυγοποιός]], [[ζυγόσταθμος]], [[ζυγόταυρον]], [[ζυγουλκός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ζυγομαχία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ζυγοπλάστης]], [[ζυγοτάλαντα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ζυγοστασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ζυγοβάτης</i>, [[ζυγοβράγχια]], [[ζυγοδάκτυλος]], [[ζυγοδόκη]], [[ζυγόθυρο]], [[ζυγολόγιο]], [[ζυγολούρι]], [[ζυγόμορφος]], <i>ζυγομύκητες</i>, [[ζυγοταξία]], [[ζυγότρυπα]], <i>ζυγόφυλλο</i>. (Β' συνθετικό) [[άζυγος]], [[αντίζυγος]], <i>απόζυγος</i>, <i>ασύζυγος</i>, [[εκατόζυγος]], [[εκατόζυγος]], <i>ενόζυγος</i>, <i>ενσύζυγος</i>, <i>επίζυγος</i>, [[ετερόζυγος]], [[ισόζυγος]], [[νεόζυγος]], [[ομόζυγος]], [[πολύζυγος]], [[σύζυγος]], [[τετράζυγος]], [[τριακοντάζυγος]], [[τρίζυγος]], [[υπόζυγος]], [[υψίζυγος]], <i>φερύζυγος</i>, [[χρυσόζυγος]].<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό<br /><b>1.</b> [[διπλός]], αυτός που αποτελείται από δύο ομοειδή μέρη<br /><b>2.</b> (για αριθ.) [[άρτιος]], αυτός που διαιρείται ακριβώς διά του δύο ([[χωρίς]] δηλ. να αφήνει [[υπόλοιπο]])<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ζυγά]] [[ζυγά]]» — ανά δύο, [[κατά]] ζεύγη, ζευγαρωτά<br />β) «μονά [[ζυγά]]»<br />i. [[είδος]] παιδικού παιχνιδιού<br />ii. [[σύστημα]] εκ περιτροπής κυκλοφορίας τών αυτοκινήτων με [[βάση]] το τελευταίο [[ψηφίο]] του αριθμού τους, που εφαρμόζεται για περιορισμό και [[αποσυμφόρηση]] της [[μεγάλης]] κυκλοφορίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. ουσ. [[ζυγός]]. Η επιθετ. σημ. της λέξεως ήδη μτγν.].
}}
}}
{{elnl
{{elnl