Anonymous

χρή: Difference between revisions

From LSJ
22 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και χρή, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>σπαν.</b> [[χρεία]], [[ανάγκη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χρῆ' σται» ή «χρἦσται»<br />(ως [[μέλλοντας]] του ρ. <i>χρή</i>) θα [[είναι]] αναγκαίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>χρή</i>].<br /><b>(II)</b><br />ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α<br /><b>απρόσ.</b> (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ [[χρῆν]]<br />η [[μοίρα]], το πεπρωμένο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είναι]] [[ανάγκη]], [[είναι]] [[ηθική]] [[υποχρέωση]], [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> (με γεν. πράγμ. και αιτ. προσ.) έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]] [[κάτι]] («οὐδὲ τί σε χρὴ ἀφροσύνης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είναι]] δυνατόν, [[είναι]] πιθανόν («πῶς χρὴ τοῦτο περᾱσαι», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> ([[συχν]]. ο πρτ.) έπρεπε να γίνει [[αλλά]] δεν έγινε («ἐνθάδ' οὐ παραστατεῑ ὡς [[χρῆν]] Ὀρέστης», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός τ. ουσ., αβέβαιης ετυμολ., [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], ουδετέρου, αν και θα μπορούσε να αποτελεί και θηλ. σε -<i>η</i>. Το ουσ. <i>χρή</i> με σημ. «[[ανάγκη]], [[υποχρέωση]]» συνοδευόταν αρχικά από το ρ. [[εἰμί]] και από τέτοιους συνδυασμούς ([[πρβλ]]. πρτ. <i>χρὴ ἦν</i>) προήλθε η [[χρήση]] του <i>χρή</i> ως ρήματος και σχηματίστηκαν και ρηματ. τ., λ.χ.: απρμφ. <i>χρῆναι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χρὴ [[εἶναι]], πρτ. [[χρῆν]] <span style="color: red;"><</span> <i>χρὴ ἦν</i>. Στη [[συνέχεια]], η ρηματ. [[φύση]] του <i>χρή</i> υπερίσχυσε και επικράτησε, με [[αποτέλεσμα]] ο τ. <i>χρή</i> να χρησιμοποιείται ως απρόσωπο ρ., το οποίο συντάσσεται με γεν., απρμφ., αιτ. και σπανιότερα δοτ. προσώπου και το οποίο διακρίνεται σημασιολογικώς από τα ρηματ. επίθ. σε -<i>τεον</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>τεος</i>) και το απρόσωπο <i>δεῖ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>δει</i>), τα οποία εκφράζουν ανάλογες σημ. Σε ό,τι αφορά την ετυμολ. του τ. <i>χρή</i>, πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>gher</i>- «[[χαίρομαι]]» (<b>βλ. λ.</b> [[χαίρω]]), [[χωρίς]], όμως, να μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, ενώ οι συνδέσεις με τον τ. [[χείρων]] ή το αρχ. ινδ. <i>harati</i> «[[φέρνω]], [[μεταφέρω]]» ([[πρβλ]]. [[χόρτος]]) δεν θεωρούνται πιθανές. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και ο [[καθορισμός]] της σχέσης [[μεταξύ]] του <i>χρή</i> και του ρ. <i>χρῶμαι</i>, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί μετονοματικό παρ. του αρχικού ουσ. <i>χρή</i>, η [[αρχαιότητα]], όμως, του παρακμ. <i>κέχρημαι</i> θα μάς οδηγούσε πιθ. στην [[υπόθεση]] ότι αυτός [[είναι]] ο [[αρχικός]] τ. του ρηματ. [[αυτού]] συστήματος, από τον οποίο προήλθε ο ενεστ. <i>χρῶμαι</i>, ενώ ο τ. <i>χρή</i> [[είναι]] ανεξάρτητο [[ριζικό]] όν. Οι τ. που ανήκουν στην [[οικογένεια]] αυτή εμφανίζουν [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] σημασιών, οι οποίες ανάγονται σε μια κύρια γενική σημ. «[[προστρέχω]] σε κάποιον, [[ζητώ]] τη [[βοήθεια]] κάποιου για δικό μου όφελος» και «[[χρησιμοποιώ]] για δικό μου όφελος». Από τη σημ. αυτή προήλθαν οι ειδικότερες σημ. «[[ζητώ]] τη [[βοήθεια]] του θεού, [[ζητώ]] χρησμό» ([[πρβλ]]. <i>χρῶμαι</i>, από όπου ο ενεργ. τ. <i>χρῶ</i> με σημ. «[[δίνω]] χρησμό, [[απαντώ]]»), «[[επιθυμώ]] για δική μου [[χρήση]], έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]]» ([[πρβλ]]. <i>χρή</i>, [[χρῄζω]]), «δανείζομαι για δική μου [[χρήση]]», [[αλλά]] και με ενεργ. σημ. «[[δανείζω]]» ([[πρβλ]]. [[χρέος]], [[χρήννυμι]]), «[[εκτελώ]], [[πράττω]]» ([[πρβλ]]. [[χρῆμα]], [[χρηματίζω]]), «[[συχνάζω]], [[συναναστρέφομαι]]» ([[πρβλ]]. [[χρήσιμος]], [[χρῆσις]]), «[[κάνω]] [[κατάχρηση]]» ([[πρβλ]]. <i>κατα</i>-<i>χρῶμαι</i>, <i>ἀπο</i>-<i>χρῶμαι</i>), «[[είμαι]] [[αρκετός]]» ([[πρβλ]]. <i>κατα</i>-<i>χρῶ</i>), ενώ ορισμένοι τ. ([[πρβλ]]. [[χρηστός]], <i>ἀπο</i>-<i>χρῶμαι</i>) χρησιμοποιήθηκαν κατ' ευφημισμόν και με τη σημ. «[[σκοτώνω]]», μέσω μιας σημ. «[[εκτελώ]], [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]], [[ξεκαθαρίζω]]». Αξίζει, [[τέλος]], να σημειωθεί ότι η [[σημασία]] «[[ζητώ]] χρησμό από τον θεό, [[δίνω]] χρησμό, [[απαντώ]]» απαντά [[κυρίως]] στους τ. που έχουν σχηματιστεί από το θ. <i>χρη</i>-<i>σ</i>- (με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-) και οι οποίοι, ως επί το πλείστον, [[είναι]] νεώτεροι σε [[σχέση]] με τους υπόλοιπους τ. της οικογένειας ([[πρβλ]]. [[χρησμός]], [[χρήστης]] <b>κ.λπ.</b>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και χρή, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>σπαν.</b> [[χρεία]], [[ανάγκη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χρῆ' σται» ή «χρἦσται»<br />(ως [[μέλλοντας]] του ρ. <i>χρή</i>) θα [[είναι]] αναγκαίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>χρή</i>].<br /><b>(II)</b><br />ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α<br /><b>απρόσ.</b> (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ [[χρῆν]]<br />η [[μοίρα]], το πεπρωμένο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είναι]] [[ανάγκη]], [[είναι]] [[ηθική]] [[υποχρέωση]], [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> (με γεν. πράγμ. και αιτ. προσ.) έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]] [[κάτι]] («οὐδὲ τί σε χρὴ ἀφροσύνης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είναι]] δυνατόν, [[είναι]] πιθανόν («πῶς χρὴ τοῦτο περᾱσαι», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> ([[συχν]]. ο πρτ.) έπρεπε να γίνει [[αλλά]] δεν έγινε («ἐνθάδ' οὐ παραστατεῑ ὡς [[χρῆν]] Ὀρέστης», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός τ. ουσ., αβέβαιης ετυμολ., [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], ουδετέρου, αν και θα μπορούσε να αποτελεί και θηλ. σε -<i>η</i>. Το ουσ. <i>χρή</i> με σημ. «[[ανάγκη]], [[υποχρέωση]]» συνοδευόταν αρχικά από το ρ. [[εἰμί]] και από τέτοιους συνδυασμούς ([[πρβλ]]. πρτ. <i>χρὴ ἦν</i>) προήλθε η [[χρήση]] του <i>χρή</i> ως ρήματος και σχηματίστηκαν και ρηματ. τ., λ.χ.: απρμφ. <i>χρῆναι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χρὴ [[εἶναι]], πρτ. [[χρῆν]] <span style="color: red;"><</span> <i>χρὴ ἦν</i>. Στη [[συνέχεια]], η ρηματ. [[φύση]] του <i>χρή</i> υπερίσχυσε και επικράτησε, με [[αποτέλεσμα]] ο τ. <i>χρή</i> να χρησιμοποιείται ως απρόσωπο ρ., το οποίο συντάσσεται με γεν., απρμφ., αιτ. και σπανιότερα δοτ. προσώπου και το οποίο διακρίνεται σημασιολογικώς από τα ρηματ. επίθ. σε -<i>τεον</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>τεος</i>) και το απρόσωπο <i>δεῖ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>δει</i>), τα οποία εκφράζουν ανάλογες σημ. Σε ό,τι αφορά την ετυμολ. του τ. <i>χρή</i>, πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>gher</i>- «[[χαίρομαι]]» (<b>βλ. λ.</b> [[χαίρω]]), [[χωρίς]], όμως, να μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, ενώ οι συνδέσεις με τον τ. [[χείρων]] ή το αρχ. ινδ. <i>harati</i> «[[φέρνω]], [[μεταφέρω]]» ([[πρβλ]]. [[χόρτος]]) δεν θεωρούνται πιθανές. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και ο [[καθορισμός]] της σχέσης [[μεταξύ]] του <i>χρή</i> και του ρ. <i>χρῶμαι</i>, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί μετονοματικό παρ. του αρχικού ουσ. <i>χρή</i>, η [[αρχαιότητα]], όμως, του παρακμ. <i>κέχρημαι</i> θα μάς οδηγούσε πιθ. στην [[υπόθεση]] ότι αυτός [[είναι]] ο [[αρχικός]] τ. του ρηματ. [[αυτού]] συστήματος, από τον οποίο προήλθε ο ενεστ. <i>χρῶμαι</i>, ενώ ο τ. <i>χρή</i> [[είναι]] ανεξάρτητο [[ριζικό]] όν. Οι τ. που ανήκουν στην [[οικογένεια]] αυτή εμφανίζουν [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] σημασιών, οι οποίες ανάγονται σε μια κύρια γενική σημ. «[[προστρέχω]] σε κάποιον, [[ζητώ]] τη [[βοήθεια]] κάποιου για δικό μου όφελος» και «[[χρησιμοποιώ]] για δικό μου όφελος». Από τη σημ. αυτή προήλθαν οι ειδικότερες σημ. «[[ζητώ]] τη [[βοήθεια]] του θεού, [[ζητώ]] χρησμό» ([[πρβλ]]. <i>χρῶμαι</i>, από όπου ο ενεργ. τ. <i>χρῶ</i> με σημ. «[[δίνω]] χρησμό, [[απαντώ]]»), «[[επιθυμώ]] για δική μου [[χρήση]], έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]]» ([[πρβλ]]. <i>χρή</i>, [[χρῄζω]]), «δανείζομαι για δική μου [[χρήση]]», [[αλλά]] και με ενεργ. σημ. «[[δανείζω]]» ([[πρβλ]]. [[χρέος]], [[χρήννυμι]]), «[[εκτελώ]], [[πράττω]]» ([[πρβλ]]. [[χρῆμα]], [[χρηματίζω]]), «[[συχνάζω]], [[συναναστρέφομαι]]» ([[πρβλ]]. [[χρήσιμος]], [[χρῆσις]]), «[[κάνω]] [[κατάχρηση]]» ([[πρβλ]]. [[καταχρῶμαι]], [[ἀποχρῶμαι]]), «[[είμαι]] [[αρκετός]]» ([[πρβλ]]. <i>κατα</i>-<i>χρῶ</i>), ενώ ορισμένοι τ. ([[πρβλ]]. [[χρηστός]], <i>ἀπο</i>-<i>χρῶμαι</i>) χρησιμοποιήθηκαν κατ' ευφημισμόν και με τη σημ. «[[σκοτώνω]]», μέσω μιας σημ. «[[εκτελώ]], [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]], [[ξεκαθαρίζω]]». Αξίζει, [[τέλος]], να σημειωθεί ότι η [[σημασία]] «[[ζητώ]] χρησμό από τον θεό, [[δίνω]] χρησμό, [[απαντώ]]» απαντά [[κυρίως]] στους τ. που έχουν σχηματιστεί από το θ. <i>χρη</i>-<i>σ</i>- (με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-) και οι οποίοι, ως επί το πλείστον, [[είναι]] νεώτεροι σε [[σχέση]] με τους υπόλοιπους τ. της οικογένειας ([[πρβλ]]. [[χρησμός]], [[χρήστης]] <b>κ.λπ.</b>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm