Anonymous

συμπράσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπράσσω''': Ἀττικ. -ττω· Ἰωνικ. -πρήσσω. Ἀπὸ κοινοῦ [[πράττω]], συμβοηθῶ εἰς τὴν πρᾶξιν, τινί τι Αἰσχύλ. Πρ. 295, Εὐρ. Ι. Τ. 980, [[Ἡρακλ]]. 451, Ξεν., κλπ.· συμ. τινὶ [[τἀγαθά]], βοηθῶ τινα εἰς τὸ ἀγαθόν, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 4, 25, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 9. 5, 2 ― μετ’ αἰτ. πράγματος μόνον, σ. τὰ ἄλλα Σοφ. Αἴ. 1396· ζ. τὰ τῶν Ἀθηναίων Θουκ. 4. 74· σ. εἰρήνην, συνεργῶ εἰς διαπραγμάτευσιν, [[συνδιεξάγω]], Ξεν. Ἀγησ. 7, 7· μετὰ δοτ. προσ. μόνον, ἐνεργῶ μετά τινος, συνεργῶ, συντελῶ, τινι Θουκ. 3. 101, Λυσί. 128. 5, Ἰσοκρ. κλπ.· τινὶ [[περί]] τινος Ξεν. Ἀν. 5. 4, 9· ὑπέρ τινος Πολύβ. 28. 7, 2· σ. [[ὥστε]] γενέσθαι τι Ξεν. Κύρ. 3. 2, 28, κτλ.· σ. τινὶ [[ὅπως]] ἕξει Ἰσοκρ. 67Β. 2) ἀπολ., [[παρέχω]] βοήθειαν, βοηθῶ, ἀντίθετον τῷ [[ἀντιπράσσω]], Σοφ. Τρ. 1177, Ξεν., κλπ.· οἱ ξυμπράσσοντες, οἱ σύμμαχοι, Θουκ. 4. 67., 8. 14, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 10. ΙΙ. ἀμεταβ., σὺν κακῶς πράσσοντι [[συμπράσσω]] κακῶς, [[μετέχω]] τῆς δυστυχίας [[αὐτοῦ]], Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 27. ΙΙΙ. Μέσ., βοηθῶ εἰς ἐκδίκησιν, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγὰς Ἡρόδ. 5. 94· πρβλ. [[συνεκπράσσομαι]].
|lstext='''συμπράσσω''': Ἀττικ. -ττω· Ἰωνικ. -πρήσσω. Ἀπὸ κοινοῦ [[πράττω]], συμβοηθῶ εἰς τὴν πρᾶξιν, τινί τι Αἰσχύλ. Πρ. 295, Εὐρ. Ι. Τ. 980, Ἡρακλ. 451, Ξεν., κλπ.· συμ. τινὶ [[τἀγαθά]], βοηθῶ τινα εἰς τὸ ἀγαθόν, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 4, 25, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 9. 5, 2 ― μετ’ αἰτ. πράγματος μόνον, σ. τὰ ἄλλα Σοφ. Αἴ. 1396· ζ. τὰ τῶν Ἀθηναίων Θουκ. 4. 74· σ. εἰρήνην, συνεργῶ εἰς διαπραγμάτευσιν, [[συνδιεξάγω]], Ξεν. Ἀγησ. 7, 7· μετὰ δοτ. προσ. μόνον, ἐνεργῶ μετά τινος, συνεργῶ, συντελῶ, τινι Θουκ. 3. 101, Λυσί. 128. 5, Ἰσοκρ. κλπ.· τινὶ [[περί]] τινος Ξεν. Ἀν. 5. 4, 9· ὑπέρ τινος Πολύβ. 28. 7, 2· σ. [[ὥστε]] γενέσθαι τι Ξεν. Κύρ. 3. 2, 28, κτλ.· σ. τινὶ [[ὅπως]] ἕξει Ἰσοκρ. 67Β. 2) ἀπολ., [[παρέχω]] βοήθειαν, βοηθῶ, ἀντίθετον τῷ [[ἀντιπράσσω]], Σοφ. Τρ. 1177, Ξεν., κλπ.· οἱ ξυμπράσσοντες, οἱ σύμμαχοι, Θουκ. 4. 67., 8. 14, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 10. ΙΙ. ἀμεταβ., σὺν κακῶς πράσσοντι [[συμπράσσω]] κακῶς, [[μετέχω]] τῆς δυστυχίας [[αὐτοῦ]], Εὐρ. Ἡρακλ. 27. ΙΙΙ. Μέσ., βοηθῶ εἰς ἐκδίκησιν, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγὰς Ἡρόδ. 5. 94· πρβλ. [[συνεκπράσσομαι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly