3,274,522
edits
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρέπω''': μέλλ. τρέψω, ἀόρ. α´ ἔτρεψα· πλὴν τοῦ ἀορ. α´ ὁ Ὅμ. [[συχνάκις]] ἔχει ἀόρ. β´ ἔτρᾰπον ([[ἐνίοτε]] καὶ ἀμεταβάτως, Ἰλ. Π. 657)· πρκμ. [[τέτροφα]] Ἀριστοφ. Νεφ. 858, Ἀναξανδρίδης ἐν «Φιαληφόρῳ» 1, (ἀνα-), Σοφ. Τρ. 1008, Ἀνδοκ. 17, 15· [[μετέπειτα]] τέτρᾰφα Δείναρχ. 104. 7, (ἀνα-) Δημ. 324. 27, Αἰσχίν. 27. 4., 76. 12 ([[ἡμαρτημένως]] κατὰ τὸν Cobet. V. LL. 251)· ‒ Μέσ., μέλλ. τρέψομαι Ἡρόδ. 1. 97, Εὐρ., κτλ.· ἀόρ. ἐτρεψάμην Ὅμ., Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] ἀόρ. β´ ἐτραπόμην Ὅμ. (ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ παθ. σημασίας Ἰλ. Ζ. 64, Ξ. 447, καὶ [[ἅπαξ]] παρ᾿ Ἀττ. (ἀν-) Πλάτ. Κρατ. 395D)· προστ. τραποῦ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1248· πρκμ., ἴδε κατωτ. ‒ Παθ., μέλλ. τρᾰπήσομαι Πλουτ. Νικ. 21, κτλ.· [[ὡσαύτως]] τετράψομαι (ἐπι-) Πεισίστρ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 6· ἀόρ. ἐτρέφθην Ἀττ. (ἀλλὰ μόνον [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ., Εὐρ. Ἠλ. 1046), Ἰων. τραφθῆναι Ὀδ. Ο. 80· Ἡρόδ.· ἀόρ. β´ ἐτράπην [ᾱ] Ἀττ., Ἐπικ. α´ πληθ. ὑποτ. [[τραπείομεν]] ἀντὶ τραπῶμεν Ὀδ. Θ. 292· πρκμ. τέτραμμαι, γ´ πληθ. [[τετράφαται]] Θέογν. 42, Πλάτ. Πολ. 335Β, πρβλ. Β. 25· γ´ ἑνικ. προστ. τετράφθω Μ. 273· μετοχ. τετραμμένος, [[συχν]]. παρ᾿ Ὁμ. καὶ Ἡσ.· ὑπερσ. παθ., Ἐπικ. γ´ ἑνικ. τέτραπτο, Ὅμ.· γ´ πληθ. τετράφατο Ἰλ. Κ. 189. ‒ Ἐκ τοῦ ἀορ. β´ ἐσχηματίσθη ὁ ἐνεστ. ἐπιτρᾰπέουσι, Κ. 421, πρβλ. [[τραπητέον]]. ‒ Οἱ Ἰωνικοὶ τύποι οἱ ἐν χρήσει [[εἶναι]]: ἐνεστ. ἐνεργ. καὶ παθ. [[τράπω]], τράπομαι, γ´ ἑνικ. παρατ. τράπεσκε Δ. 128· παθ. ἀόρ τραφθείς· ἀλλὰ τὸν μέλλ. ἐπιτράψομαι (Γ. 155), καὶ ἀόρ. ἐπέτραψε (Δ. 202) ἀποδοκιμάζει ὁ Δινδ. ἐν Διαλ. Ἡροδ. σ. xliv. ‒ Δωρ. τύποι [[τράπω]], μέλλ. τραψῶ, Ahr. D. Dor. 117. (Ἐκ τῆς √ ΤΡΕΠ παράγονται αἱ λέξεις τροπή, τρόπος, τρόπις· καὶ ἐκ τῆς √ ΤΡΑΠ, τραπεῖν, εὐτράπελος. Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν τὰς λέξ. τραπέω, τροπήιον, Λατ, trap-es, trap-elum, ὡς καὶ τὰ torc-ular, torqu-o, torqu-es, tor(c)-mentum· [[ὡσαύτως]] τὸ ἄτρακτος, Σανσκρ. tark-us, καὶ [[ἴσως]] τὰ ἀτρεκής, = ἄτροπος· περὶ τῆς μεταβολῆς ταύτης τοῦ χειλεοφώνου π εἰς κ ἴδε Κκ. ΙΙ. 2.) ‒ Στρέφω ἢ [[διευθύνω]] [[πρός]] τι, Ὅμ., κτλ.· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ προθ., τάςδ᾿ (δηλ. τὰς φύσας) εἰς πῦρ ἔτρεψε Ἰλ. Σ. 469· ὁ δ᾿ ἐς ποταμὸν τρέψε φλόγα παμφανόωσαν Φ. 349· ἀλλ᾿ ἄγετ᾿ εἰς εὐνὴν τράπεθ᾿ ἡμέας, βάλετέ μας νὰ κοιμηθῶμεν, Ὀδ. Δ. 294· τρ. θυμὸν εἰς [[ἔργον]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 314· [[βέλος]] εἰς ἐχθροὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 255· πόλεις ἐς ὕβριν Θουκ. 3. 39· τὴν πόλιν εἰς ἀθυμίαν Δημ. 685. 12· κεφαλὴν πρὸς ἠέλιον Ὀδ. Ν. 29· πρὸς [[ὄρος]] πίονα μῆλα Ι. 315· [[ἦτορ]] πρὸς εὐφροσύναν Πινδ. Ι. 3. 16 τὰς γνώμας πρὸς χρηματισμὸν Πλάτ. Ἐπιστ. 355Α· ‒ [[ὡσαύτως]], τρ. θυμὸν ἐπ᾿ ἐμπορίην Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 644· δᾶμον ἐφ᾿ ἁσυχίαν Πινδ. Π. 1. 136, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 257Β, Πολ. 508C· ἐπ᾿ ἐχθροῖς χεῖρα Σοφ. Αἴ. 772· ‒ κατὰ πληθὺν τρ. θυμὸν Ἰλ. Ε. 676· τρ. [[ἀντίον]] Ζεφύρου [[πρόσωπον]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 592 ‒ [[ὡσαύτως]] μετ᾿ ἐπιρρημάτων, [[ὁμόσε]] τρ. Ἰλ. Μ. 24· οὐκ οἶδ᾿ [[ὅποι]] χρή... τρ. [[ἔπος]] Σοφ. Φ. 897· [[ἐνταῦθα]] σὴν φρένα Εὐρ. Ι. Τ. 1322· [[ἄλλοσε]] τὴν διάνοιαν Πλάτ. Πολ. 393Α· [[ἐκεῖσε]] τρ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 643C· ‒ μετ᾿ ἀπαρεμφ., καὶ γάρ σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν, ἔτραπε [[μείλιχος]] ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον, «καὶ γάρ σε, ὃν οὐ θεμιτόν, οὐδὲ δυνατὸν ψεύσασθαι, παρέτρεψεν ὁ [[προσηνής]] σου [[τρόπος]], ἐρωτᾶν με περὶ τοῦ Κυρήνης γένους καὶ τῆς μίξεως, [[καίπερ]] εἰδότα ἀκριβῶς πάντα» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 9. 76· ‒ οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ, τρέπεσθαί τινα ἐπί τι Πλάτ. Εὐθύδ. 303C, πρβλ. Χαρμ. 156C. ‒ Παθητ., μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., δοκῶ μὲν γὰρ τήνδ᾿, ὦ παῖ, τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῖν [[εἶναι]] τρέπεσθαι Πλάτ. Σοφιστ. 242Β. 2) Παθητ., [[στρέφω]] τὰ βήματά μου, στρέφομαι κατά τινα διεύθυνσιν, τραφθῆναι ἀν᾿ Ἑλλάδα, [[τραπῆναι]] ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα, Ὀδ. Ο. 80· ἀνὰ [[πρόθυρον]] τετραμμένος Ἰλ. Τ. 212· τραφθέντες ἐς τὸ [[πεδίον]] Ἡρόδ. 9. 56· ἐς Θήβας ὁ αὐτ. 2. 3· ἐπὶ Προκόννησον, ἐπ᾿ Ἀθηνέων ὁ αὐτ. 6. 33., 5. 57· ‒ [[ὡσαύτως]] μετ᾿ ἐπιρρημάτων, ἀμηχανεῖν [[ὅποι]] τράποιντο, κατὰ τίνα διεύθυνσιν νὰ στραφῶσιν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 459· ἀμηχανεῖν... [[ὅποι]] τράπωμαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1532· πᾶ τις τρέποιτ᾿ ἄν; ὁ αὐτ. ἐν Χο. 409· ποῖ τρέψομαι; Εὐρ. Ιππ. 1066, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 3. 5, 13· ποῖ χρὴ τραπέσθαι; Λυσί. 181. 29· ‒ [[ὡσαύτως]], τρέπεσθαι ὀδόν, λαμβάνειν ἢ ἀκολουθεῖν διεύθυνσίν τινα, Ἡρόδ. 1. 11, πρβλ. 9. 69· πολλὰς ὁδοὺς τραπόμενοι κατὰ ὄρη Θουκ. 5. 10· ἐτρέφθην ἥνπερ ἦν πορεύσιμον Εὐρ. Ἠλ. 1046. 3) ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], τρέπομαι εἴς τι, οἱ δ᾿ ὀρχηστύν τε καὶ ἱμερόεσσαν ἀοιδὴν τρεψάμενοι τέρποντο Ὀδ. Α. 422, Σ. 304· ἐπὶ ἔργα Ἰλ. Γ. 422, κλπ.· ἐπὶ ἀναιδείην Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 14. 7· ἐπὶ ψευδέα ὁδὸν Ἡρόδ. 1. 117· ἐπὶ φροντίδας Εὐρ. Ι. Α. 646· ἐφ᾿ ἁρπαγὴν Θουκ. 4. 104· ἐς τὸ μαίνεσθαι Σοφ. Ο. Κ. 1537· ἐς ἀλκὴν Θουκ. 2. 84· εἰς ἁρπαγὴν ἐπὶ τὰς οἰκίας Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 30· κατὰ θέαν τετραμμένοι Θουκ. 5. 9· πρὸς ἀλκὴν Ἡρόδ. 3. 78· πρὸς τὸ κέρδιστον Σοφ. Αἴ. 743· πρὸς λῃστείαν Θουκ. 1. 5· πρὸς ἄριστον τετρ. Ἡρόδ. 1. 63· πρὸς τὸν πότον Πλάτ. Συμπ. 176Α, κλπ.· ‒ [[ὡσαύτως]], τρ. [[πρός]] τι, τρέπομαι, [[καταφεύγω]] [[πρός]] τι, μισεῖς γὰρ τὰς γυναῖκας, πρὸς παιδικὰ δὲ τρέπει νῦν Κρατῖνος ἐν «Πανόπταις» 5, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 20, Πλάτ. Πρωτ. 339Ε· [[οὕτως]], ἐφ᾿ ἱκετείαν τρ. τῶν διωκόντων ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 39Α. κλπ. 4) ἐν τῷ παθητ. καὶ μέσῳ, ἐπὶ τόπων, εἶμαι [[ἐστραμμένος]] κατά τινα διεύθυνσιν, [[βλέπω]] [[πρός]] τι, Λατ. spectare ἢ vergere in…, μέσσῳ δ᾿ ἐν σκοπέλῳ ἐστὶ [[σπέος]]… πρὸς ζόφον εἰς [[Ἔρεβος]] τετραμμένον Ὀδ. Μ. 81· πρὸς ἄρκτον, πρὸς ζέφυρον ἄνεμον, πρὸς νότον Ἡρόδ. 1. 148, Θουκ. 2. 15, κλπ.· [[ὡσαύτως]], πρὸς τοῦ Τμώλου Ἡρόδ. 1. 84, πρβλ. 3. 101· καὶ τἀνάπαλιν, ἔξω τοῦ ἄστεος τετρ. ὁ αὐτ. 2. 181· ἀντ᾿ ἠελίοιο τετρ., κατ᾿ εὐθεῖαν [[πρός]]..., Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 725. II. [[στρέφω]], ὡς ἄρα φωνήσασα [[πάλιν]] τρέπε μώνυχας ἵππους Ἰλ. Θ. 432· [[πάλιν]] τρέπειν, στρέφειν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], [[πάλιν]] τρέπε μηδ᾿ ἔα [[ἄντην]] ἔρχεσθ᾿ [[αὐτόθι]] 399· [[πάλιν]] τρέπε [[ὄσσε]] φαεινὼ Φ. 415· [[δόρυ]]... [[πάλιν]] ἔτραπε Υ. 439· τὰ καλὰ τρ. ἔξω, στρέφειν πρὸς τὰ ἔξω, ἐπιδεικνύειν τὸ κάλλιστον [[μέρος]] (τῆς ἐσθῆτος), Πινδ. Π. 3. 149, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 22. ‒ Παθ., [[πάλιν]] τρέπεσθαι Ἰλ. Φ. 468· [[ὀπίσσω]] τρέπεσθαι Μ. 273· [[ὡσαύτως]] μετὰ γενικ., μεταστρέφομαι, [[στρέφω]] ἐμαυτὸν ἀπό τινος, ὡς δ᾿ ἄρα φωνήσασα, [[πάλιν]] τράπεθ᾿ υἷος ἑῆος, «οὕτω δὴ εἰποῦσα ἐτράπη εἰς [[τοὐπίσω]] τοῦ ἑαυτῆς υἱοῦ» (Θ. Γαζῆς), Σ. 138· αἰχμὴ τράπετο, ἐκάμφθη πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ὡς τὸ ἀνεγνάμφθη, Λ. 237· ἐπὶ τοῦ ἡλίου ὑπερβάντος τὸν μεσημβρινόν, πόστην [[ἥλιος]] τέτραπται; Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 210· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ ἡλιοστασίου, [[ἐπειδὰν]] ἐν χειμῶνι τράπηται [[ἥλιος]] (ἴδε τροπὴ Ι), Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8. πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 915D· τραπείσης τῆς ὥρας Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 16· ‒ [[οὕτως]] ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., περὶ δ᾿ ἔτραπον ὧραι Ἡσ. Θ. 58. 2) τρ. τι ἔς τινα, [[τρέπω]] τι [[ἐναντίον]] τινός, τρ. τὴν αἰτίαν, τὴν ὀργὴν εἴς τινα Ἰσαῖ. 73. 37, Δημ. 103. 25· συχνὸν ἐπὶ καταρῶν, ἐς κεφαλὴν τρέποιτ᾿ ἐμοί, ἂς πέσῃ εἰς τὸ κεφάλι μου! Ἀριστοφ. Ἀχ. 833, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 39· [[οὕτως]], ἐπ᾿ ἐμοὶ τρέποιτ᾿ ἂν αἰτίας [[τέλος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 434· κατὰ [[σεαυτοῦ]] νῦν τρέπου Ἀριστοφ. Ἀχ. 1019, Νεφ. 1263· τρέψεσθε εἰς ὑμᾶς αὐτοὺς Λυσί. 114. 10. 3) [[τρέπω]] κατά τινα διεύθυνσιν, τῇ γὰρ Ἀθηναίη νόον ἔτραπεν Ὀδ. Τ. 479· ὡς εἰπὼν ἔτρεψεν ἀδελφειοῦ φρένας [[ἥρως]], αἴσιμα παρειπών, «παρέτρεψε, παρέπεισεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 61· τὰς γνώμας Ξεν. Ἀνάβ. 3. 1, 41· ἔτρεπεν κεῖνον μισθῷ Πινδ. Π. 3. 97· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ἐς κακὸν τρ. τι [[αὐτόθι]] 63· τι ἐπὶ τὸ βέλτιον Ἀριστοφ. Νεφ. 589· ἐς γέλων τρ. τὸ [[πρᾶγμα]] ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1261, πρβλ. Ἡρόδ. 7.105, κλπ. - Μέσ., πρὸς τὰς ξυμφορὰς τὰς γνώμας τρέπεσθαι Θουκ. 1. 140, πρβλ. Πλούτ. 2. 51C, 71Ε, κλπ. - Παθητ., μεταβάλλομαι, τρέπεται χρὼς Ἰλ. Ν. 279, Ὀδ. Φ. 413, κλπ.· τρέπεται [[νόος]] Γ. 147· [[νόος]] ἐτράπετ’ Η. 263· Διὸς ἐτράπετο φρὴν Ἰλ. Κ. 45· τράπομαι καὶ τὴν γνώμην μετατίθεμαι Ἡρόδ. 7. 18· τετραμμένος, ὁ μεταβαλὼν τὴν γνώμην, ὁ αὐτ. 9. 34, Θουκ. 4. 106· ἐπὶ τὰ βελτίω τρέπου Ἀριστοφ. Σφ. 986· - μετ’ ἀπαρεμφ., [[κραδίη]] τέτραπτο νέεσθαι Ὀδ. Δ. 260· ἐτράποντο... τῷ δήμῳ... τὰ πράγματα ἐνδιδόναι Θουκ. 2. 65· καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., πλείους τρεπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Αἰσχίν. 66. 27· - [[οἶνος]] τρέπεται, ὁ [[οἶνος]] μεταβάλλεται, γίνεται [[ὄξινος]], ξινίζει (ἴδε [[τροπίας]]), Σέξτ. Ἐμπ. π. ΙΙ. 1. 41. ΙΙΙ. [[τρέπω]] εἰς φυγήν, νικῶ, κατατροπώνω, τρέψω δ’ ἥρωας Ἀχαιοὺς Ἰλ. Ο. 261· ἔτρεψε φάλαγγας Τυρταῖ. 9. 21, πρβλ. Πινδ. Ο. 11. 19, Ἡρόδ. 1. 63., 4. 128, Θουκ., κλπ.· πλῆρες: ὡς ἄρα φωνήσας φύγαδ’ ἔτραπε μώνυχας ἵππους [[αὖτις]] ἀν’ ἰωχμὸν Ἰλ. Θ. 157· τρ. εἰς φυγήν, Λατ. convertere in fugam Εὐρ. Ἱκ. 718, Ξεν., κλπ.· τρέψαι καὶ ἐς φυγὴν καταστῆσαι Θουκ. 7. 43· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. ἀορ. α΄, ἀπομακρύνω ἐχθρόν τινα ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[τρέπω]] αὐτὸν εἰς φυγήν, Εὐρ. | |lstext='''τρέπω''': μέλλ. τρέψω, ἀόρ. α´ ἔτρεψα· πλὴν τοῦ ἀορ. α´ ὁ Ὅμ. [[συχνάκις]] ἔχει ἀόρ. β´ ἔτρᾰπον ([[ἐνίοτε]] καὶ ἀμεταβάτως, Ἰλ. Π. 657)· πρκμ. [[τέτροφα]] Ἀριστοφ. Νεφ. 858, Ἀναξανδρίδης ἐν «Φιαληφόρῳ» 1, (ἀνα-), Σοφ. Τρ. 1008, Ἀνδοκ. 17, 15· [[μετέπειτα]] τέτρᾰφα Δείναρχ. 104. 7, (ἀνα-) Δημ. 324. 27, Αἰσχίν. 27. 4., 76. 12 ([[ἡμαρτημένως]] κατὰ τὸν Cobet. V. LL. 251)· ‒ Μέσ., μέλλ. τρέψομαι Ἡρόδ. 1. 97, Εὐρ., κτλ.· ἀόρ. ἐτρεψάμην Ὅμ., Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] ἀόρ. β´ ἐτραπόμην Ὅμ. (ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ παθ. σημασίας Ἰλ. Ζ. 64, Ξ. 447, καὶ [[ἅπαξ]] παρ᾿ Ἀττ. (ἀν-) Πλάτ. Κρατ. 395D)· προστ. τραποῦ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1248· πρκμ., ἴδε κατωτ. ‒ Παθ., μέλλ. τρᾰπήσομαι Πλουτ. Νικ. 21, κτλ.· [[ὡσαύτως]] τετράψομαι (ἐπι-) Πεισίστρ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 6· ἀόρ. ἐτρέφθην Ἀττ. (ἀλλὰ μόνον [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ., Εὐρ. Ἠλ. 1046), Ἰων. τραφθῆναι Ὀδ. Ο. 80· Ἡρόδ.· ἀόρ. β´ ἐτράπην [ᾱ] Ἀττ., Ἐπικ. α´ πληθ. ὑποτ. [[τραπείομεν]] ἀντὶ τραπῶμεν Ὀδ. Θ. 292· πρκμ. τέτραμμαι, γ´ πληθ. [[τετράφαται]] Θέογν. 42, Πλάτ. Πολ. 335Β, πρβλ. Β. 25· γ´ ἑνικ. προστ. τετράφθω Μ. 273· μετοχ. τετραμμένος, [[συχν]]. παρ᾿ Ὁμ. καὶ Ἡσ.· ὑπερσ. παθ., Ἐπικ. γ´ ἑνικ. τέτραπτο, Ὅμ.· γ´ πληθ. τετράφατο Ἰλ. Κ. 189. ‒ Ἐκ τοῦ ἀορ. β´ ἐσχηματίσθη ὁ ἐνεστ. ἐπιτρᾰπέουσι, Κ. 421, πρβλ. [[τραπητέον]]. ‒ Οἱ Ἰωνικοὶ τύποι οἱ ἐν χρήσει [[εἶναι]]: ἐνεστ. ἐνεργ. καὶ παθ. [[τράπω]], τράπομαι, γ´ ἑνικ. παρατ. τράπεσκε Δ. 128· παθ. ἀόρ τραφθείς· ἀλλὰ τὸν μέλλ. ἐπιτράψομαι (Γ. 155), καὶ ἀόρ. ἐπέτραψε (Δ. 202) ἀποδοκιμάζει ὁ Δινδ. ἐν Διαλ. Ἡροδ. σ. xliv. ‒ Δωρ. τύποι [[τράπω]], μέλλ. τραψῶ, Ahr. D. Dor. 117. (Ἐκ τῆς √ ΤΡΕΠ παράγονται αἱ λέξεις τροπή, τρόπος, τρόπις· καὶ ἐκ τῆς √ ΤΡΑΠ, τραπεῖν, εὐτράπελος. Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν τὰς λέξ. τραπέω, τροπήιον, Λατ, trap-es, trap-elum, ὡς καὶ τὰ torc-ular, torqu-o, torqu-es, tor(c)-mentum· [[ὡσαύτως]] τὸ ἄτρακτος, Σανσκρ. tark-us, καὶ [[ἴσως]] τὰ ἀτρεκής, = ἄτροπος· περὶ τῆς μεταβολῆς ταύτης τοῦ χειλεοφώνου π εἰς κ ἴδε Κκ. ΙΙ. 2.) ‒ Στρέφω ἢ [[διευθύνω]] [[πρός]] τι, Ὅμ., κτλ.· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ προθ., τάςδ᾿ (δηλ. τὰς φύσας) εἰς πῦρ ἔτρεψε Ἰλ. Σ. 469· ὁ δ᾿ ἐς ποταμὸν τρέψε φλόγα παμφανόωσαν Φ. 349· ἀλλ᾿ ἄγετ᾿ εἰς εὐνὴν τράπεθ᾿ ἡμέας, βάλετέ μας νὰ κοιμηθῶμεν, Ὀδ. Δ. 294· τρ. θυμὸν εἰς [[ἔργον]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 314· [[βέλος]] εἰς ἐχθροὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 255· πόλεις ἐς ὕβριν Θουκ. 3. 39· τὴν πόλιν εἰς ἀθυμίαν Δημ. 685. 12· κεφαλὴν πρὸς ἠέλιον Ὀδ. Ν. 29· πρὸς [[ὄρος]] πίονα μῆλα Ι. 315· [[ἦτορ]] πρὸς εὐφροσύναν Πινδ. Ι. 3. 16 τὰς γνώμας πρὸς χρηματισμὸν Πλάτ. Ἐπιστ. 355Α· ‒ [[ὡσαύτως]], τρ. θυμὸν ἐπ᾿ ἐμπορίην Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 644· δᾶμον ἐφ᾿ ἁσυχίαν Πινδ. Π. 1. 136, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 257Β, Πολ. 508C· ἐπ᾿ ἐχθροῖς χεῖρα Σοφ. Αἴ. 772· ‒ κατὰ πληθὺν τρ. θυμὸν Ἰλ. Ε. 676· τρ. [[ἀντίον]] Ζεφύρου [[πρόσωπον]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 592 ‒ [[ὡσαύτως]] μετ᾿ ἐπιρρημάτων, [[ὁμόσε]] τρ. Ἰλ. Μ. 24· οὐκ οἶδ᾿ [[ὅποι]] χρή... τρ. [[ἔπος]] Σοφ. Φ. 897· [[ἐνταῦθα]] σὴν φρένα Εὐρ. Ι. Τ. 1322· [[ἄλλοσε]] τὴν διάνοιαν Πλάτ. Πολ. 393Α· [[ἐκεῖσε]] τρ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 643C· ‒ μετ᾿ ἀπαρεμφ., καὶ γάρ σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν, ἔτραπε [[μείλιχος]] ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον, «καὶ γάρ σε, ὃν οὐ θεμιτόν, οὐδὲ δυνατὸν ψεύσασθαι, παρέτρεψεν ὁ [[προσηνής]] σου [[τρόπος]], ἐρωτᾶν με περὶ τοῦ Κυρήνης γένους καὶ τῆς μίξεως, [[καίπερ]] εἰδότα ἀκριβῶς πάντα» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 9. 76· ‒ οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ, τρέπεσθαί τινα ἐπί τι Πλάτ. Εὐθύδ. 303C, πρβλ. Χαρμ. 156C. ‒ Παθητ., μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., δοκῶ μὲν γὰρ τήνδ᾿, ὦ παῖ, τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῖν [[εἶναι]] τρέπεσθαι Πλάτ. Σοφιστ. 242Β. 2) Παθητ., [[στρέφω]] τὰ βήματά μου, στρέφομαι κατά τινα διεύθυνσιν, τραφθῆναι ἀν᾿ Ἑλλάδα, [[τραπῆναι]] ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα, Ὀδ. Ο. 80· ἀνὰ [[πρόθυρον]] τετραμμένος Ἰλ. Τ. 212· τραφθέντες ἐς τὸ [[πεδίον]] Ἡρόδ. 9. 56· ἐς Θήβας ὁ αὐτ. 2. 3· ἐπὶ Προκόννησον, ἐπ᾿ Ἀθηνέων ὁ αὐτ. 6. 33., 5. 57· ‒ [[ὡσαύτως]] μετ᾿ ἐπιρρημάτων, ἀμηχανεῖν [[ὅποι]] τράποιντο, κατὰ τίνα διεύθυνσιν νὰ στραφῶσιν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 459· ἀμηχανεῖν... [[ὅποι]] τράπωμαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1532· πᾶ τις τρέποιτ᾿ ἄν; ὁ αὐτ. ἐν Χο. 409· ποῖ τρέψομαι; Εὐρ. Ιππ. 1066, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 3. 5, 13· ποῖ χρὴ τραπέσθαι; Λυσί. 181. 29· ‒ [[ὡσαύτως]], τρέπεσθαι ὀδόν, λαμβάνειν ἢ ἀκολουθεῖν διεύθυνσίν τινα, Ἡρόδ. 1. 11, πρβλ. 9. 69· πολλὰς ὁδοὺς τραπόμενοι κατὰ ὄρη Θουκ. 5. 10· ἐτρέφθην ἥνπερ ἦν πορεύσιμον Εὐρ. Ἠλ. 1046. 3) ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], τρέπομαι εἴς τι, οἱ δ᾿ ὀρχηστύν τε καὶ ἱμερόεσσαν ἀοιδὴν τρεψάμενοι τέρποντο Ὀδ. Α. 422, Σ. 304· ἐπὶ ἔργα Ἰλ. Γ. 422, κλπ.· ἐπὶ ἀναιδείην Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 14. 7· ἐπὶ ψευδέα ὁδὸν Ἡρόδ. 1. 117· ἐπὶ φροντίδας Εὐρ. Ι. Α. 646· ἐφ᾿ ἁρπαγὴν Θουκ. 4. 104· ἐς τὸ μαίνεσθαι Σοφ. Ο. Κ. 1537· ἐς ἀλκὴν Θουκ. 2. 84· εἰς ἁρπαγὴν ἐπὶ τὰς οἰκίας Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 30· κατὰ θέαν τετραμμένοι Θουκ. 5. 9· πρὸς ἀλκὴν Ἡρόδ. 3. 78· πρὸς τὸ κέρδιστον Σοφ. Αἴ. 743· πρὸς λῃστείαν Θουκ. 1. 5· πρὸς ἄριστον τετρ. Ἡρόδ. 1. 63· πρὸς τὸν πότον Πλάτ. Συμπ. 176Α, κλπ.· ‒ [[ὡσαύτως]], τρ. [[πρός]] τι, τρέπομαι, [[καταφεύγω]] [[πρός]] τι, μισεῖς γὰρ τὰς γυναῖκας, πρὸς παιδικὰ δὲ τρέπει νῦν Κρατῖνος ἐν «Πανόπταις» 5, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 20, Πλάτ. Πρωτ. 339Ε· [[οὕτως]], ἐφ᾿ ἱκετείαν τρ. τῶν διωκόντων ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 39Α. κλπ. 4) ἐν τῷ παθητ. καὶ μέσῳ, ἐπὶ τόπων, εἶμαι [[ἐστραμμένος]] κατά τινα διεύθυνσιν, [[βλέπω]] [[πρός]] τι, Λατ. spectare ἢ vergere in…, μέσσῳ δ᾿ ἐν σκοπέλῳ ἐστὶ [[σπέος]]… πρὸς ζόφον εἰς [[Ἔρεβος]] τετραμμένον Ὀδ. Μ. 81· πρὸς ἄρκτον, πρὸς ζέφυρον ἄνεμον, πρὸς νότον Ἡρόδ. 1. 148, Θουκ. 2. 15, κλπ.· [[ὡσαύτως]], πρὸς τοῦ Τμώλου Ἡρόδ. 1. 84, πρβλ. 3. 101· καὶ τἀνάπαλιν, ἔξω τοῦ ἄστεος τετρ. ὁ αὐτ. 2. 181· ἀντ᾿ ἠελίοιο τετρ., κατ᾿ εὐθεῖαν [[πρός]]..., Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 725. II. [[στρέφω]], ὡς ἄρα φωνήσασα [[πάλιν]] τρέπε μώνυχας ἵππους Ἰλ. Θ. 432· [[πάλιν]] τρέπειν, στρέφειν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], [[πάλιν]] τρέπε μηδ᾿ ἔα [[ἄντην]] ἔρχεσθ᾿ [[αὐτόθι]] 399· [[πάλιν]] τρέπε [[ὄσσε]] φαεινὼ Φ. 415· [[δόρυ]]... [[πάλιν]] ἔτραπε Υ. 439· τὰ καλὰ τρ. ἔξω, στρέφειν πρὸς τὰ ἔξω, ἐπιδεικνύειν τὸ κάλλιστον [[μέρος]] (τῆς ἐσθῆτος), Πινδ. Π. 3. 149, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 22. ‒ Παθ., [[πάλιν]] τρέπεσθαι Ἰλ. Φ. 468· [[ὀπίσσω]] τρέπεσθαι Μ. 273· [[ὡσαύτως]] μετὰ γενικ., μεταστρέφομαι, [[στρέφω]] ἐμαυτὸν ἀπό τινος, ὡς δ᾿ ἄρα φωνήσασα, [[πάλιν]] τράπεθ᾿ υἷος ἑῆος, «οὕτω δὴ εἰποῦσα ἐτράπη εἰς [[τοὐπίσω]] τοῦ ἑαυτῆς υἱοῦ» (Θ. Γαζῆς), Σ. 138· αἰχμὴ τράπετο, ἐκάμφθη πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ὡς τὸ ἀνεγνάμφθη, Λ. 237· ἐπὶ τοῦ ἡλίου ὑπερβάντος τὸν μεσημβρινόν, πόστην [[ἥλιος]] τέτραπται; Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 210· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ ἡλιοστασίου, [[ἐπειδὰν]] ἐν χειμῶνι τράπηται [[ἥλιος]] (ἴδε τροπὴ Ι), Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8. πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 915D· τραπείσης τῆς ὥρας Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 16· ‒ [[οὕτως]] ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., περὶ δ᾿ ἔτραπον ὧραι Ἡσ. Θ. 58. 2) τρ. τι ἔς τινα, [[τρέπω]] τι [[ἐναντίον]] τινός, τρ. τὴν αἰτίαν, τὴν ὀργὴν εἴς τινα Ἰσαῖ. 73. 37, Δημ. 103. 25· συχνὸν ἐπὶ καταρῶν, ἐς κεφαλὴν τρέποιτ᾿ ἐμοί, ἂς πέσῃ εἰς τὸ κεφάλι μου! Ἀριστοφ. Ἀχ. 833, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 39· [[οὕτως]], ἐπ᾿ ἐμοὶ τρέποιτ᾿ ἂν αἰτίας [[τέλος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 434· κατὰ [[σεαυτοῦ]] νῦν τρέπου Ἀριστοφ. Ἀχ. 1019, Νεφ. 1263· τρέψεσθε εἰς ὑμᾶς αὐτοὺς Λυσί. 114. 10. 3) [[τρέπω]] κατά τινα διεύθυνσιν, τῇ γὰρ Ἀθηναίη νόον ἔτραπεν Ὀδ. Τ. 479· ὡς εἰπὼν ἔτρεψεν ἀδελφειοῦ φρένας [[ἥρως]], αἴσιμα παρειπών, «παρέτρεψε, παρέπεισεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 61· τὰς γνώμας Ξεν. Ἀνάβ. 3. 1, 41· ἔτρεπεν κεῖνον μισθῷ Πινδ. Π. 3. 97· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ἐς κακὸν τρ. τι [[αὐτόθι]] 63· τι ἐπὶ τὸ βέλτιον Ἀριστοφ. Νεφ. 589· ἐς γέλων τρ. τὸ [[πρᾶγμα]] ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1261, πρβλ. Ἡρόδ. 7.105, κλπ. - Μέσ., πρὸς τὰς ξυμφορὰς τὰς γνώμας τρέπεσθαι Θουκ. 1. 140, πρβλ. Πλούτ. 2. 51C, 71Ε, κλπ. - Παθητ., μεταβάλλομαι, τρέπεται χρὼς Ἰλ. Ν. 279, Ὀδ. Φ. 413, κλπ.· τρέπεται [[νόος]] Γ. 147· [[νόος]] ἐτράπετ’ Η. 263· Διὸς ἐτράπετο φρὴν Ἰλ. Κ. 45· τράπομαι καὶ τὴν γνώμην μετατίθεμαι Ἡρόδ. 7. 18· τετραμμένος, ὁ μεταβαλὼν τὴν γνώμην, ὁ αὐτ. 9. 34, Θουκ. 4. 106· ἐπὶ τὰ βελτίω τρέπου Ἀριστοφ. Σφ. 986· - μετ’ ἀπαρεμφ., [[κραδίη]] τέτραπτο νέεσθαι Ὀδ. Δ. 260· ἐτράποντο... τῷ δήμῳ... τὰ πράγματα ἐνδιδόναι Θουκ. 2. 65· καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., πλείους τρεπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Αἰσχίν. 66. 27· - [[οἶνος]] τρέπεται, ὁ [[οἶνος]] μεταβάλλεται, γίνεται [[ὄξινος]], ξινίζει (ἴδε [[τροπίας]]), Σέξτ. Ἐμπ. π. ΙΙ. 1. 41. ΙΙΙ. [[τρέπω]] εἰς φυγήν, νικῶ, κατατροπώνω, τρέψω δ’ ἥρωας Ἀχαιοὺς Ἰλ. Ο. 261· ἔτρεψε φάλαγγας Τυρταῖ. 9. 21, πρβλ. Πινδ. Ο. 11. 19, Ἡρόδ. 1. 63., 4. 128, Θουκ., κλπ.· πλῆρες: ὡς ἄρα φωνήσας φύγαδ’ ἔτραπε μώνυχας ἵππους [[αὖτις]] ἀν’ ἰωχμὸν Ἰλ. Θ. 157· τρ. εἰς φυγήν, Λατ. convertere in fugam Εὐρ. Ἱκ. 718, Ξεν., κλπ.· τρέψαι καὶ ἐς φυγὴν καταστῆσαι Θουκ. 7. 43· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. ἀορ. α΄, ἀπομακρύνω ἐχθρόν τινα ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[τρέπω]] αὐτὸν εἰς φυγήν, Εὐρ. Ἡρακλ. 842, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 16., 6. 1, 13· ἐν τῷ μέσ. μέλλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 276. - Παθ., τρέπομαι εἰς φυγήν, ἡττῶμαι ἐν τῷ ἀορ. β΄ [[τραπῆναι]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 1027, Ξεν., κλπ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἀορ. α΄ τρεφθῆναι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5.4, 23, Ἑλλ. 3. 4, 14, Κυν. 12, 5· καὶ ἐν τῷ μέσ. ἀορ. β΄ τραπέσθαι, Ἡρόδ. 1. 80., 9. 63, κτλ.· ἐς φυγὴν τραπέσθαι Ἡρόδ. 8. 91, Θουκ. 8. 95· τραπόμενοι κατέφυγον ὁ αὐτ. 4. 54, Ξυν.· φυγῇ [[ἄλλος]] [[ἄλλῃ]] ἐτράπετο Ξεν. Ἀν. 4. 8, 19· ἐτράποντο φεύγειν Πλουτ. Λουσ. 28, Καῖσ. 45· σπανίως ἐν τῷ παθ. πρκμ., τετραμμένος φυγᾷ Αἰσχύλ. Θήβ. 955· ἐν τῷ ἐνεστ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 2, 4, Πλουτ. Κάμιλλ. 29· - [[ὡσαύτως]] ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., φύγαδ’ ἔτραπε Ἰλ. Π. 657· IV. [[ἀποτρέπω]], [[ἐμποδίζω]], [[κωλύω]], οὐκ ἄν με τρέψειαν ὅσοι θεοί εἰσ’ ἐν Ὀλύμπῳ Ἰλ. Θ. 451· τρ. τινὰ ἀπὸ τείχεος Χ. 16· [[ἑκάς]] τινος Ὀδ. Ρ. 73· ἀπολ., ἀλλὰ [[Ζεὺς]] ἔτρεψε Ἰλ. Δ. 381· ἐπὶ ὅπλων, [[βέλος]]... ἔτραπεν [[ἄλλῃ]] Ε. 187· ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπε Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 456. V. ὡς τὸ [[ἀνατρέπω]]· εὐτυχοῦντα μὲν [[σκιά]] τις ἂν τρέψειεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1328· ἄνω [[κάτω]] τρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 309. 8. VI. [[μετατρέπω]], [[ἐφαρμόζω]], [[προσαρμόζω]], χρησιμοποιῶ, τρ. τι ἐς [[ἄλλο]] τι Ἡρόδ. 2, 92· ποῦ τέτροφας τὰς [[ἐμβάδας]]; «τί ἔκαμες τὰς [[ἐμβάδας]] σου;» Ἀριστοφ. Νεφ. 858· τὸν ἐμὸν μόναυλον ποῦ τέτροφας; τί τὸν ἔκαμες; Ἀναξανδρίδης ἐν «Φιαληφόρῳ» 1. - Παθ., ποῦ τρέπεται... τὰ χρήματα; Ἀριστοφ. Σφ. 665. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |