Anonymous

περιέχω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιέχω''': καὶ -ίσχω, Θουκ. 5. 71· μέλλ. περιέξω καὶ περισχήσω· ἀόρ. περιέσχον, ἀπαρ. περισχεῖν· μέσ. ἀόρ. περιεσχόμην, ἀπαρ. περισχέσθαι. Περιβάλλω, [[περιλαμβάνω]] [[περικλείω]], [[κυκλόθεν]] ὁδὸς π. [τὸ [[χωρίον]]] Λυσ. 140. 40· ἡ περιέχουσα [[πέλαγος]] γῆ Πλάτ. Τίμ. 25Α, πρβλ. 31Α, 33Β, Μένων 85Α, κτλ. β) [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς «ἀτμοσφαίρας», ὁ περὶ χθόν’ ἔχων... [[αἰθήρ]], Εὐρ. Ἀποσπ. 911· τὸ περιέχον ἡμᾶς ἅπαντας καὶ γῆν καὶ θάλατταν, ὃ καλοῦμεν οὐρανὸν Στράβ. 761· καὶ [[συχν]]. ἀπολ., ὁ περιέχων ἀὴρ Ἱππ. Λεξ., Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1, 10, κτλ.· καὶ μόνον ὁ περιέχων Πλούτ. Κοριολ. 38, κτλ.· ― οὕτω καὶ ἡ περιέχουσα γῆ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 9· ἡ περιέχουσα ἶρις [[αὐτόθι]] 3. 4, 30· αἱ περιέχουσαι (δηλ. γραμμαί), αἱ περικλείουσαι, ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. 5, 5. γ) [[οὕτως]] ἐν τῇ ἀρχαίᾳ φυσικῇ φιλοσοφίᾳ ἐπὶ τοῦ στοιχείου [[ὅπερ]] περιβάλλει τὸ σύμπαν, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 5, 1· τὸ ἄπειρον καὶ τὸ περιέχον, ὁ αὐτ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 5, 4, πρβλ. Φυσ. 8. 2, 9., 8. 6, 11 κ. ἀλλ., τὸ [[ὄνομα]] [[ὅπερ]] ὁ Ἡράκλειτος ἀποδίδει εἰς τὴν τὰ πάντα περιέχουσαν δύναμιν ἥτις ἐνεργεῖ ἐν τῷ κόσμῳ, Ὠριγέν. Αἱρ. 10. 1: ― [[ἐντεῦθεν]] καὶ τὸ [[εἶδος]] λέγεται περιεκτικὴ [[δύναμις]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὕλην, φαμὲν δὲ τὸ μὲν περιέχον τοῦ εἴδους [[εἶναι]], τὸ δὲ περιεχόμενον τῆς ὕλης Ἀριστ. π. Οὐραν. 4. 4, 11, πρβλ. Φυσ. 4. 4, 10 κἑξ. 2) [[ἐναγκαλίζομαι]], περισχὼν αὐτὴν (δηλ. τὴν Κλεοπάτραν) ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις ὁ Προκλήϊος Πλουτ. Ἀντώνιος 79, πρβλ. Ἀλέξ. 51· [[ὡσαύτως]], πατρὸς περὶ χεῖρας ἔχοντος Σιμωνίδ. 86. 5. 3) [[περιβάλλω]] πρὸς φύλαξιν, Πλουτ. Καῖσ. 16, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθητ., περιβάλλομαι, κυκλοῦμαι, περικλείομαι, ὑπό τινος Ἡρόδ. 8. 10, 79, 80, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 24· μεταφορ., περισχομένη κακότητι (ἐπὶ παθητ. σημασ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 95. 4) ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[περιλαμβάνω]] ΙΙΙ, Πλάτ. Μένων 87D, Ἀριστ. Πολιτικ. 3, 14, 2, κτλ.· τὰ μέρη τοῦ ὅλου περιέχεται Πλάτ. Παρμ. 145Β. β) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστοτ., τὸ περιέχον [[εἶναι]] τὸ γενικὸν ἢ τὸ [[καθόλου]], genericum, generale, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ περιεχόμενα, τὰ ἐπὶ μέρους ἢ καθ’ ἕκαστα, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 26, 1, πρβλ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 27, 10· [[οὕτως]], [[ὄνομα]] περιέχον, ὅρος [[γενικός]], [[ἔννοια]] [[καθόλου]], Ρητορ. 3. 5, 3· πρβλ. [[περιεκτικός]]. 5) παρὰ τῷ Εὐκλείδῃ, ὁ ὑπὸ δύο ἀριθμῶν περιεχόμενος [ἀριθμός], ὁ ὤν τὸ γινόμενον δύο ἀριθμῶν. ΙΙ. [[ὑπερβαίνω]], ὑπερτερῶ, νικῶ, ὡς τὸ [[ὑπερέχω]], Θουκ. 5. 7· ἐπὶ στρατοῦ, κυκλώνω τὸν ἐχθρόν, [[αὐτόθι]] 71, 73· περιέσχον τῷ κέρᾳ οἱ Πελοποννήσιοι ὁ αὐτ. 3. 108. ΙΙΙ. ἔχω τὰς χεῖράς μου [[περί]] τινα ἢ [[ὑπεράνω]] τινός, [[ὅθεν]], [[ὑπερασπίζω]], [[προστατεύω]], προφυλάττω, μετὰ γεν. προσώπ., περίσχεο (Ἰωνικ. προστ. μέσ. ἀορ. β΄) παιδὸς ἑῆος Ἰλ. Α. 393· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., οὕνεκά μιν περισχόμεθα Ὀδ. Ι. 199. 2) κρατοῦμαι σφιγκτῶς ἔκ τινος, προσκολλῶμαι εἴς τι, μετὰ γεν., γούνων περισχομένη Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 82· (ἀλλὰ μετ’ αἰτ., περίσχετο [[γούνατα]] χερσὶν ὁ αὐτ. Γ. 706)· περιίσχετο κούρης Μόσχ. 2. 11· ― [[ἐντεῦθεν]], προσκολλῶμαι εἴς τινα, ἀγαπῶ καθ’ ὑπερβολὴν τινὰ ἢ τί, Ἡρόδ. 1. 71., 3. 53., 5. 40., 7. 39, 160, κτλ.· τωὐτοῦ περιεχόμεθα, ἐπιδιώκομεν τὸ αὐτὸ [[πρᾶγμα]], τὸν αὐτὸν ἔχομεν σκοπόν, ὁ αὐτ. 3. 72, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 9. 3) σπανίως μετ’ ἀπαρεμφ., περιείχετο... μένοντας μὴ ἐκλιπεῖν, ἐπέμενε νὰ μείνωσι καὶ νὰ μὴ ἀφήσωσιν αὐτόν, Ἡρόδ. 9. 57.
|lstext='''περιέχω''': καὶ -ίσχω, Θουκ. 5. 71· μέλλ. περιέξω καὶ περισχήσω· ἀόρ. περιέσχον, ἀπαρ. περισχεῖν· μέσ. ἀόρ. περιεσχόμην, ἀπαρ. περισχέσθαι. Περιβάλλω, [[περιλαμβάνω]] [[περικλείω]], [[κυκλόθεν]] ὁδὸς π. [τὸ [[χωρίον]]] Λυσ. 140. 40· ἡ περιέχουσα [[πέλαγος]] γῆ Πλάτ. Τίμ. 25Α, πρβλ. 31Α, 33Β, Μένων 85Α, κτλ. β) [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς «ἀτμοσφαίρας», ὁ περὶ χθόν’ ἔχων... [[αἰθήρ]], Εὐρ. Ἀποσπ. 911· τὸ περιέχον ἡμᾶς ἅπαντας καὶ γῆν καὶ θάλατταν, ὃ καλοῦμεν οὐρανὸν Στράβ. 761· καὶ συχν. ἀπολ., ὁ περιέχων ἀὴρ Ἱππ. Λεξ., Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1, 10, κτλ.· καὶ μόνον ὁ περιέχων Πλούτ. Κοριολ. 38, κτλ.· ― οὕτω καὶ ἡ περιέχουσα γῆ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 9· ἡ περιέχουσα ἶρις [[αὐτόθι]] 3. 4, 30· αἱ περιέχουσαι (δηλ. γραμμαί), αἱ περικλείουσαι, ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. 5, 5. γ) [[οὕτως]] ἐν τῇ ἀρχαίᾳ φυσικῇ φιλοσοφίᾳ ἐπὶ τοῦ στοιχείου [[ὅπερ]] περιβάλλει τὸ σύμπαν, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 5, 1· τὸ ἄπειρον καὶ τὸ περιέχον, ὁ αὐτ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 5, 4, πρβλ. Φυσ. 8. 2, 9., 8. 6, 11 κ. ἀλλ., τὸ [[ὄνομα]] [[ὅπερ]] ὁ Ἡράκλειτος ἀποδίδει εἰς τὴν τὰ πάντα περιέχουσαν δύναμιν ἥτις ἐνεργεῖ ἐν τῷ κόσμῳ, Ὠριγέν. Αἱρ. 10. 1: ― [[ἐντεῦθεν]] καὶ τὸ [[εἶδος]] λέγεται περιεκτικὴ [[δύναμις]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὕλην, φαμὲν δὲ τὸ μὲν περιέχον τοῦ εἴδους [[εἶναι]], τὸ δὲ περιεχόμενον τῆς ὕλης Ἀριστ. π. Οὐραν. 4. 4, 11, πρβλ. Φυσ. 4. 4, 10 κἑξ. 2) [[ἐναγκαλίζομαι]], περισχὼν αὐτὴν (δηλ. τὴν Κλεοπάτραν) ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις ὁ Προκλήϊος Πλουτ. Ἀντώνιος 79, πρβλ. Ἀλέξ. 51· [[ὡσαύτως]], πατρὸς περὶ χεῖρας ἔχοντος Σιμωνίδ. 86. 5. 3) [[περιβάλλω]] πρὸς φύλαξιν, Πλουτ. Καῖσ. 16, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθητ., περιβάλλομαι, κυκλοῦμαι, περικλείομαι, ὑπό τινος Ἡρόδ. 8. 10, 79, 80, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 24· μεταφορ., περισχομένη κακότητι (ἐπὶ παθητ. σημασ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 95. 4) ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[περιλαμβάνω]] ΙΙΙ, Πλάτ. Μένων 87D, Ἀριστ. Πολιτικ. 3, 14, 2, κτλ.· τὰ μέρη τοῦ ὅλου περιέχεται Πλάτ. Παρμ. 145Β. β) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστοτ., τὸ περιέχον [[εἶναι]] τὸ γενικὸν ἢ τὸ [[καθόλου]], genericum, generale, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ περιεχόμενα, τὰ ἐπὶ μέρους ἢ καθ’ ἕκαστα, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 26, 1, πρβλ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 27, 10· [[οὕτως]], [[ὄνομα]] περιέχον, ὅρος [[γενικός]], [[ἔννοια]] [[καθόλου]], Ρητορ. 3. 5, 3· πρβλ. [[περιεκτικός]]. 5) παρὰ τῷ Εὐκλείδῃ, ὁ ὑπὸ δύο ἀριθμῶν περιεχόμενος [ἀριθμός], ὁ ὤν τὸ γινόμενον δύο ἀριθμῶν. ΙΙ. [[ὑπερβαίνω]], ὑπερτερῶ, νικῶ, ὡς τὸ [[ὑπερέχω]], Θουκ. 5. 7· ἐπὶ στρατοῦ, κυκλώνω τὸν ἐχθρόν, [[αὐτόθι]] 71, 73· περιέσχον τῷ κέρᾳ οἱ Πελοποννήσιοι ὁ αὐτ. 3. 108. ΙΙΙ. ἔχω τὰς χεῖράς μου [[περί]] τινα ἢ [[ὑπεράνω]] τινός, [[ὅθεν]], [[ὑπερασπίζω]], [[προστατεύω]], προφυλάττω, μετὰ γεν. προσώπ., περίσχεο (Ἰωνικ. προστ. μέσ. ἀορ. β΄) παιδὸς ἑῆος Ἰλ. Α. 393· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., οὕνεκά μιν περισχόμεθα Ὀδ. Ι. 199. 2) κρατοῦμαι σφιγκτῶς ἔκ τινος, προσκολλῶμαι εἴς τι, μετὰ γεν., γούνων περισχομένη Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 82· (ἀλλὰ μετ’ αἰτ., περίσχετο [[γούνατα]] χερσὶν ὁ αὐτ. Γ. 706)· περιίσχετο κούρης Μόσχ. 2. 11· ― [[ἐντεῦθεν]], προσκολλῶμαι εἴς τινα, ἀγαπῶ καθ’ ὑπερβολὴν τινὰ ἢ τί, Ἡρόδ. 1. 71., 3. 53., 5. 40., 7. 39, 160, κτλ.· τωὐτοῦ περιεχόμεθα, ἐπιδιώκομεν τὸ αὐτὸ [[πρᾶγμα]], τὸν αὐτὸν ἔχομεν σκοπόν, ὁ αὐτ. 3. 72, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 9. 3) σπανίως μετ’ ἀπαρεμφ., περιείχετο... μένοντας μὴ ἐκλιπεῖν, ἐπέμενε νὰ μείνωσι καὶ νὰ μὴ ἀφήσωσιν αὐτόν, Ἡρόδ. 9. 57.
}}
}}
{{bailly
{{bailly