Anonymous

λαγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λαγχάνω''': μέλλ. λήξομαι Πλάτ. Πολ. 617Ε, Ἰων. [[λάξομαι]] (πρβλ. [[λάξις]]) Ἡρόδ. 7. 144· - ἀόρ. ἔλᾰχον, Ὅμ., Ἐπικ. ἔλαχον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 87, Θεόκρ. 25. 271· λάχον Ἰλ. Δ. 49, κ. ἀλλ.· περὶ τοῦ λέλᾰχον ἴδε κατωτ. Ι. 1 καὶ IV· πρκμ. εἴληχα Αἰσχύλ. Θήβ. 376, 422, κτλ.· ὑπερσ. εἰλήχει Πλάτ. Φαίδων 107D· ποιητ. καὶ Ἰων. λέλογχα Πινδ. Ο. 1. 84, Εὐρ. Τρῳ. 282 (Λυρ.), Ἡρόδ. 7. 53, Μάρτυρες παρὰ Δημ. 541. 8, Διον. Ἁλ., κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ· γ΄ πληθ. λελόγχᾰσι Ὀδ. Λ. 304, Ἐμπεδ. 5, 369· ὑπερσ. ἐλελόγχει Λουκ. Ἔρωτες 18· Δωρ. γ΄ ἑνικ. λελόγχη Θεόκρ. 4. 40. - Παθ., ἐλήχθην Λυσ. 149. 2, Ἰσαῖ. 77. 10, Δημ. 990. 12· πρκμ. εἴληγμαι Εὐρ. Τρῳ. 296, Δημ. 873. 24· ἀλλὰ γ΄ πληθ. λελάχαται Περικτ. παρὰ Στοβ. 448. 14· ῥημ. ἐπίθ. [[ληκτέον]], ὃ ἴδε. (Ἐκ τῆς √ΛΑΧ, ὡς φαίνεται ἐν τῷ ἀορίστῳ λαχεῖν, καὶ ἐν ταῖς λέξ. λάχος, λάχησις, [[λάξις]]). 1) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] διὰ κλήρου ἢ παρὰ τύχης ἢ θεῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξαιρεῖσθαι, Ὀδ. Ξ. 233, πρβλ. Ἰλ. Ι. 367· καὶ οὕτω παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφ.· [[καθόλου]], [[λαμβάνω]] ὡς [[μέρος]] ἀνῆκον εἰς ἐμέ, ὡς [[μερίδιον]], τὸ γὰρ λάχομεν [[γέρας]] [[ἡμεῖς]] Δ. 49· λαχόντα τε ληίδος αἶσαν Σ. 327· πρὸς δαιμόνων ὄλβον Πινδ. Ν. 9. 107· ἔτι καὶ ἐπὶ τῆς ἐξ ἴσου διανομῆς, μοῖραν ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον Ὀδ. Υ. 282, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 144· προστιθεμένης ἀπαρεμφ., ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν, μοῦ ἔλαχεν ὡς [[μερίδιον]] νὰ κατοικῶ τὴν θάλασσαν (λέγει ὁ [[Ποσειδῶν]] περὶ τῆς διανομῆς τοῦ σύμπαντος μεταξὺ τῶν υἱῶν τοῦ Κρόνου), Ἰλ. Ο. 190, πρβλ. Πινδ. Ο. 6. 56, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 931· ἔλαχ’ [[ἄναξ]] δούλην σ’ ἔχειν Εὐρ. Τρῳ. 278, πρβλ. 282· - ἐπὶ θεότητος ὡς τοῦ δαίμονος τοῦ κυβερνῶντος τὴν ζωήν τινος, ἀλλ’ ἐμὲ μὲν Κὴρ [[ἀμφέχανε]] στυγερή, ἥπερ [[λάχε]] γεινόμενόν περ Ἰλ. Ψ. 79· τῶ σκληρῶ δαίμονος, ὃς με λελόγχη Θεόκρ. 4. 40· ὦ δαῖμον, ὅς με... εἴληχας Ποιητ. Ἀττ. παρ’ Ἀλκίφρ. 3. 49· [[ὡσαύτως]], [[μάλιστα]] κατὰ πρκμ., εἶμαι ἡ προστατεύουσα [[θεότης]] τόπου τινός, [[προστατεύω]], τόπον τινά, [Πὰν] πάντα λόφον... λέλογχε Ὁμ. Ὕμν. 18. 6· θοοῖσιν, οἳ Περσίδα γῆν λελόγχασι Ἡρόδ. 7. 53· παῖ Ρέας, ἃ πρυτανεῖα λέλογχας Πινδ. Ν. 11. 1· [[οὕτως]] ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, ἣ τὴν ὑμετέραν πόλιν ἔλαχε Πλάτ. Τίμ. 23D, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 319, Φοίν. 1575· οὕτω μεταφορ., [[ἀκέρδεια]] λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρος Πινδ. Ο. 1. 85· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, εἰς οὓς ὡρίσθη [[θέσις]] τις διὰ κλήρου, κλήρῳ νῦν πεπάλασθε [[διαμπερές]], ὅς κε λάχῃσιν Ἰλ. Η. 171, πρβλ. 179., Ψ. 354· προστιθεμένης ἀπαρ., κλήρῳ λάχον ἐνθάδ’ ἕπεσθαι Ω. 400 (καὶ τοῦτο [[δέον]] νὰ νοηθῇ ἐν Ψ. 862)· οὕτω, πάλῳ λαχεῖν Ἡρόδ. 4. 94, Αἰσχύλ. Θήβ. 55, 126· πάλον λαχεῖν [[αὐτόθι]] 376· ἀπολ., πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Λύκιοι, εἶχον θέσιν διὰ κλήρου ὁρισθεῖσαν, «πρὸς τὸ Θυμβραῖον [[πεδίον]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 430· ἐπί, ἐν, πρὸς πύλαις λ. Αἰσχύλ. Θήβ. 423. 451, 457, κτλ.· καὶ μόνον λαχεῖν Ἡρόδ. 3. 128, κτλ.· - λ. τινα διδάσκαλον, ἔχειν τινὰ διὰ κλήρου ὁρισθέντα ὡς..., Ἀντιφῶν 142. 31. 2) ἐν Ἀθήναις ἐπὶ δημοσίων ἀρχόντων, [[λαμβάνω]] ὑπούργημά τι διὰ κλήρου, κυάμῳ λ. (ἴδε [[κύαμος]] ΙΙ)· ἀλλὰ [[συχνάκις]] μόνον, ἀρχὴν λαχεῖν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χειροτονηθῆναι (αἱρεθῆναι δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν), Ἀριστοφ. Ὄρν. 1111, Δημ. 1306. 14· οὐδεμίαν λαχὼν οὐδὲ χειροτονηθεὶς Αἰσχίν. 15. 11· - συνηθέστερον μετ’ ἀπαρ., ὁ λαχὼν πολεμαρχέειν, εἰς ὃν ἔπεσεν ὁ [[κλῆρος]] νὰ [[εἶναι]] [[πολέμαρχος]], Ἡρόδ. 6. 109· ἔλαχον πρότεροι ἀποδιδόναι Θουκ. 5. 21, πρβλ. 35· λαχών... ἱερομνημονεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 623· βουλεύειν μου λαχόντος, ὅτε ἐγενόμην διὰ κλήρου [[βουλευτής]], Δημ. 551. 2, πρβλ. 1346. 2, Πλάτ. Γοργ. 473Ε· ὁ [[μηδὲ]] λαχεῖν εὐχόμενος τῶν ἐξιόντων, ὁ εὐχόμενος [[μηδὲ]] νὰ τύχῃ νὰ [[εἶναι]] διὰ κλήρου εἷς τῶν ἐπὶ τοὺς πολεμίους ἐξιόντων, Δημ. 558. 15· [[ὡσαύτως]], οἱ λαχόντες βουλευταὶ (δηλ. [[εἶναι]]), λαχὼν [[βασιλεύς]], [[ἐπιμελητής]], κτλ., κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ Λατ. designatus, Λυσ. 103. 30, Δείναρχ. 106. 20, Δημ. 1313. 24, κτλ.· καὶ ἀπολ., οἱ λαχόντες, ἐκεῖνοι εἰς οὓς ὁ [[κλῆρος]] ἔπεσε, Θουκ. 3. 50, Πλάτ. Νόμ. 765C. 3) ὡς Ἀττ. νομικὸς ὅρος, [[λαγχάνω]] δίκην, Λατ. intendere litem, [[λαμβάνω]] τὴν ἄδειαν νὰ παρουσιάσω ἀγωγὴν (ἰδίως ἰδιωτικήν), πιθαν. [[ἐπειδὴ]] οἱ προεδρεύοντες ἄρχοντες ἀπεφάσιζον τὴν τάξιν τῶν ἐκδικαστέων ὑποθέσεων διὰ κλήρου, [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ρήτορσι· [[λαγχάνω]] δίκην τινί, [[ἐναντίον]] τινός, Πλάτ. Εὐθύφρων 5Β, Νόμ. 938Β· [[πρός]] τινα Λυσ. 149. 3· ἔγκλημά τινι Δημ. 912. 1· τοῦ κλήρου τὴν δίκην λ., [[ἐνάγω]] διὰ κληρονομίαν, Ἰσαῖ. 68. 44· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ τὴν δίκην, εἴληχε μὲν αὐτῷ τῆς θυγατρὸς ὡς οὔσης ἐπικλήρου Ἰσαῖ. 60, ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχίν. 41. 13, Δημ. 1173. 3· λ. τινὶ φόνου Δημ. 554. 5· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], λαγχάνει τῷ υἱεῖ τῷ [[ἑαυτοῦ]] τῆς ἐπικλήρου Ἀνδοκ. 16. 7, πρβλ. 21· λ. δίκην τινὶ εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας χιλίων ταλάντων ὑπέρ τινος Δημ. 1378. 11, πρβλ. Ἰσοκρ. 347Α· ἀπολ., λ. πρὸς τὸν ἄρχοντα Ἰσαῖ. 87. 18. - Παθ., αἱ δίκαι ἐλήχθησαν Λυσ. 149. 2· πρὸ τοῦ τὴν δίκην ληχθῆναι Δημ. 1265. 23· ἀπροσώπ., τούτοις λαγχάνεται ὁ αὐτ. 645. 18· - ἴδε ἐν λέξ. [[λῆξις]]. ΙΙ. μετὰ γεν. διαιρετικῆς, [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] πράγματός τινος, κτῶμαί τι, [[λαμβάνω]], [[τυγχάνω]] ὥς κεν Ἀχιλλεὺς δώρων ἐκ Πριάμοιο λάχῃ Ἰλ. Ω. 76· ἔλαχον κτερέων Ὀδ. Ε. 311· οὕτω Θέογν. 934, Πινδ. Ι. 8 (7). 137, Ἀποσπ. 45. 6· οὕτω παρ’ Ἀττ., εὖ πραπίδων λαχόντα Αἰσχύλ. Ἀγ. 380· χρυσῆς... [[τιμῆς]] λαχεῖν Σοφ. Ἀντ. 699· οὔ τι μὴ λάχωσι τοῦδε συμμάχου ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 450· γέννας... θείας λαχόντες ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 267· διπλοῦ βίου λαχόντες Εὐρ. Ἱκέτ. 1086· πατρῴων οὐ λαχών, μὴ λαβὼν τὴν κληρονομίαν μου, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1192· τῆς εὐπρεπεστάτης τελευτῆς Θουκ. 2. 44· [[οὔτε]] σίτου οὔθ’ ὕπνου δύνανται λαγχάνειν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16· - ὅτι δὲ ἡ γενικὴ αὕτη [[εἶναι]] διαιρετικὴ [[εἶναι]] φανερὸν ἐκ τούτων τῶν φράσεων: χθονὸς λαχεῖν τοσοῦτον ἐθανεῖν μόνον Σοφ. Ο. Κ. 790· γάμου [[μέρος]] λαχοῦσα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 918· τύμβου κοινὸν εἰληχὼς [[μέρος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1135· τῆς γῆς τὸ πρὸς Νότον εἴληχε ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 19. 5. ΙΙΙ. ἀπολ., [[λαμβάνω]] κλῆρον, Ὀδ. Ι. 334· διὰ τοῦ λαγχάνειν, διὰ κλήρου, Ἰσοκρ. 144Β, Διόδ., κτλ.· [[περί]] τινος Ὑπομν. εἰς Δημ. 510. 27., 511. 4, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 24. IV. Μεταβ. ἐνεργείας μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. μετ’ ἀναδιπλασ. ἀορ. λέλᾰχον, [[ὄφρα]] [[πυρός]] με Τρῶες... λελάχωσι θανόντα, «[[ὅπως]] με πυρὸς μεταλαχεῖν καὶ μετασχεῖν ποιήσωσιν ἀποθανόντα οἱ Τρῶες» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 80., Χ. 343· [[ἐπήν]] με πυρὸς [[λελάχητε]] Ψ. 76, πρβλ. Ο. 350· - ἀλλ’ ὁ ἀόρ. [[οὗτος]] κεῖται ἀμεταβ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 341· - πρβλ. [[λανθάνω]] Β. Ι. V. ἀμεταβ., [[πίπτω]] εἰς τὸν κλῆρον ἢ τὸ μερίδιόν τινος, ἐς ἑκάστην [νῆα] [[ἐννέα]] λάγχανον αἶγες, [[ἐννέα]] αἶγες ἦσαν τὸ [[μερίδιον]] ἑκάστου τῶν πλοίων, Ὀδ. Ι. 160· αἰὼν [[δυσαίων]] ἔλαχεν Εὐρ. Ἑλ. 213· ὅσοις τὸ σωφρονεῖν εἴληχεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 80· τὸ λαχὸν [[μέρος]] Πλάτ. Νόμ. 745Ε· τὴν πρὸς Νότον λαχεῖν Δευκαλίωνι Στράβ. 443.
|lstext='''λαγχάνω''': μέλλ. λήξομαι Πλάτ. Πολ. 617Ε, Ἰων. [[λάξομαι]] (πρβλ. [[λάξις]]) Ἡρόδ. 7. 144· - ἀόρ. ἔλᾰχον, Ὅμ., Ἐπικ. ἔλαχον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 87, Θεόκρ. 25. 271· λάχον Ἰλ. Δ. 49, κ. ἀλλ.· περὶ τοῦ λέλᾰχον ἴδε κατωτ. Ι. 1 καὶ IV· πρκμ. εἴληχα Αἰσχύλ. Θήβ. 376, 422, κτλ.· ὑπερσ. εἰλήχει Πλάτ. Φαίδων 107D· ποιητ. καὶ Ἰων. λέλογχα Πινδ. Ο. 1. 84, Εὐρ. Τρῳ. 282 (Λυρ.), Ἡρόδ. 7. 53, Μάρτυρες παρὰ Δημ. 541. 8, Διον. Ἁλ., κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ· γ΄ πληθ. λελόγχᾰσι Ὀδ. Λ. 304, Ἐμπεδ. 5, 369· ὑπερσ. ἐλελόγχει Λουκ. Ἔρωτες 18· Δωρ. γ΄ ἑνικ. λελόγχη Θεόκρ. 4. 40. - Παθ., ἐλήχθην Λυσ. 149. 2, Ἰσαῖ. 77. 10, Δημ. 990. 12· πρκμ. εἴληγμαι Εὐρ. Τρῳ. 296, Δημ. 873. 24· ἀλλὰ γ΄ πληθ. λελάχαται Περικτ. παρὰ Στοβ. 448. 14· ῥημ. ἐπίθ. [[ληκτέον]], ὃ ἴδε. (Ἐκ τῆς √ΛΑΧ, ὡς φαίνεται ἐν τῷ ἀορίστῳ λαχεῖν, καὶ ἐν ταῖς λέξ. λάχος, λάχησις, [[λάξις]]). 1) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] διὰ κλήρου ἢ παρὰ τύχης ἢ θεῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξαιρεῖσθαι, Ὀδ. Ξ. 233, πρβλ. Ἰλ. Ι. 367· καὶ οὕτω παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφ.· [[καθόλου]], [[λαμβάνω]] ὡς [[μέρος]] ἀνῆκον εἰς ἐμέ, ὡς [[μερίδιον]], τὸ γὰρ λάχομεν [[γέρας]] [[ἡμεῖς]] Δ. 49· λαχόντα τε ληίδος αἶσαν Σ. 327· πρὸς δαιμόνων ὄλβον Πινδ. Ν. 9. 107· ἔτι καὶ ἐπὶ τῆς ἐξ ἴσου διανομῆς, μοῖραν ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον Ὀδ. Υ. 282, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 144· προστιθεμένης ἀπαρεμφ., ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν, μοῦ ἔλαχεν ὡς [[μερίδιον]] νὰ κατοικῶ τὴν θάλασσαν (λέγει ὁ [[Ποσειδῶν]] περὶ τῆς διανομῆς τοῦ σύμπαντος μεταξὺ τῶν υἱῶν τοῦ Κρόνου), Ἰλ. Ο. 190, πρβλ. Πινδ. Ο. 6. 56, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 931· ἔλαχ’ [[ἄναξ]] δούλην σ’ ἔχειν Εὐρ. Τρῳ. 278, πρβλ. 282· - ἐπὶ θεότητος ὡς τοῦ δαίμονος τοῦ κυβερνῶντος τὴν ζωήν τινος, ἀλλ’ ἐμὲ μὲν Κὴρ [[ἀμφέχανε]] στυγερή, ἥπερ [[λάχε]] γεινόμενόν περ Ἰλ. Ψ. 79· τῶ σκληρῶ δαίμονος, ὃς με λελόγχη Θεόκρ. 4. 40· ὦ δαῖμον, ὅς με... εἴληχας Ποιητ. Ἀττ. παρ’ Ἀλκίφρ. 3. 49· [[ὡσαύτως]], [[μάλιστα]] κατὰ πρκμ., εἶμαι ἡ προστατεύουσα [[θεότης]] τόπου τινός, [[προστατεύω]], τόπον τινά, [Πὰν] πάντα λόφον... λέλογχε Ὁμ. Ὕμν. 18. 6· θοοῖσιν, οἳ Περσίδα γῆν λελόγχασι Ἡρόδ. 7. 53· παῖ Ρέας, ἃ πρυτανεῖα λέλογχας Πινδ. Ν. 11. 1· [[οὕτως]] ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, ἣ τὴν ὑμετέραν πόλιν ἔλαχε Πλάτ. Τίμ. 23D, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 319, Φοίν. 1575· οὕτω μεταφορ., [[ἀκέρδεια]] λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρος Πινδ. Ο. 1. 85· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, εἰς οὓς ὡρίσθη [[θέσις]] τις διὰ κλήρου, κλήρῳ νῦν πεπάλασθε [[διαμπερές]], ὅς κε λάχῃσιν Ἰλ. Η. 171, πρβλ. 179., Ψ. 354· προστιθεμένης ἀπαρ., κλήρῳ λάχον ἐνθάδ’ ἕπεσθαι Ω. 400 (καὶ τοῦτο [[δέον]] νὰ νοηθῇ ἐν Ψ. 862)· οὕτω, πάλῳ λαχεῖν Ἡρόδ. 4. 94, Αἰσχύλ. Θήβ. 55, 126· πάλον λαχεῖν [[αὐτόθι]] 376· ἀπολ., πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Λύκιοι, εἶχον θέσιν διὰ κλήρου ὁρισθεῖσαν, «πρὸς τὸ Θυμβραῖον [[πεδίον]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 430· ἐπί, ἐν, πρὸς πύλαις λ. Αἰσχύλ. Θήβ. 423. 451, 457, κτλ.· καὶ μόνον λαχεῖν Ἡρόδ. 3. 128, κτλ.· - λ. τινα διδάσκαλον, ἔχειν τινὰ διὰ κλήρου ὁρισθέντα ὡς..., Ἀντιφῶν 142. 31. 2) ἐν Ἀθήναις ἐπὶ δημοσίων ἀρχόντων, [[λαμβάνω]] ὑπούργημά τι διὰ κλήρου, κυάμῳ λ. (ἴδε [[κύαμος]] ΙΙ)· ἀλλὰ [[συχνάκις]] μόνον, ἀρχὴν λαχεῖν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χειροτονηθῆναι (αἱρεθῆναι δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν), Ἀριστοφ. Ὄρν. 1111, Δημ. 1306. 14· οὐδεμίαν λαχὼν οὐδὲ χειροτονηθεὶς Αἰσχίν. 15. 11· - συνηθέστερον μετ’ ἀπαρ., ὁ λαχὼν πολεμαρχέειν, εἰς ὃν ἔπεσεν ὁ [[κλῆρος]] νὰ [[εἶναι]] [[πολέμαρχος]], Ἡρόδ. 6. 109· ἔλαχον πρότεροι ἀποδιδόναι Θουκ. 5. 21, πρβλ. 35· λαχών... ἱερομνημονεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 623· βουλεύειν μου λαχόντος, ὅτε ἐγενόμην διὰ κλήρου [[βουλευτής]], Δημ. 551. 2, πρβλ. 1346. 2, Πλάτ. Γοργ. 473Ε· ὁ [[μηδὲ]] λαχεῖν εὐχόμενος τῶν ἐξιόντων, ὁ εὐχόμενος [[μηδὲ]] νὰ τύχῃ νὰ [[εἶναι]] διὰ κλήρου εἷς τῶν ἐπὶ τοὺς πολεμίους ἐξιόντων, Δημ. 558. 15· [[ὡσαύτως]], οἱ λαχόντες βουλευταὶ (δηλ. [[εἶναι]]), λαχὼν [[βασιλεύς]], [[ἐπιμελητής]], κτλ., κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ Λατ. designatus, Λυσ. 103. 30, Δείναρχ. 106. 20, Δημ. 1313. 24, κτλ.· καὶ ἀπολ., οἱ λαχόντες, ἐκεῖνοι εἰς οὓς ὁ [[κλῆρος]] ἔπεσε, Θουκ. 3. 50, Πλάτ. Νόμ. 765C. 3) ὡς Ἀττ. νομικὸς ὅρος, [[λαγχάνω]] δίκην, Λατ. intendere litem, [[λαμβάνω]] τὴν ἄδειαν νὰ παρουσιάσω ἀγωγὴν (ἰδίως ἰδιωτικήν), πιθαν. [[ἐπειδὴ]] οἱ προεδρεύοντες ἄρχοντες ἀπεφάσιζον τὴν τάξιν τῶν ἐκδικαστέων ὑποθέσεων διὰ κλήρου, συχν. παρὰ τοῖς Ρήτορσι· [[λαγχάνω]] δίκην τινί, [[ἐναντίον]] τινός, Πλάτ. Εὐθύφρων 5Β, Νόμ. 938Β· [[πρός]] τινα Λυσ. 149. 3· ἔγκλημά τινι Δημ. 912. 1· τοῦ κλήρου τὴν δίκην λ., [[ἐνάγω]] διὰ κληρονομίαν, Ἰσαῖ. 68. 44· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ τὴν δίκην, εἴληχε μὲν αὐτῷ τῆς θυγατρὸς ὡς οὔσης ἐπικλήρου Ἰσαῖ. 60, ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχίν. 41. 13, Δημ. 1173. 3· λ. τινὶ φόνου Δημ. 554. 5· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], λαγχάνει τῷ υἱεῖ τῷ [[ἑαυτοῦ]] τῆς ἐπικλήρου Ἀνδοκ. 16. 7, πρβλ. 21· λ. δίκην τινὶ εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας χιλίων ταλάντων ὑπέρ τινος Δημ. 1378. 11, πρβλ. Ἰσοκρ. 347Α· ἀπολ., λ. πρὸς τὸν ἄρχοντα Ἰσαῖ. 87. 18. - Παθ., αἱ δίκαι ἐλήχθησαν Λυσ. 149. 2· πρὸ τοῦ τὴν δίκην ληχθῆναι Δημ. 1265. 23· ἀπροσώπ., τούτοις λαγχάνεται ὁ αὐτ. 645. 18· - ἴδε ἐν λέξ. [[λῆξις]]. ΙΙ. μετὰ γεν. διαιρετικῆς, [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] πράγματός τινος, κτῶμαί τι, [[λαμβάνω]], [[τυγχάνω]] ὥς κεν Ἀχιλλεὺς δώρων ἐκ Πριάμοιο λάχῃ Ἰλ. Ω. 76· ἔλαχον κτερέων Ὀδ. Ε. 311· οὕτω Θέογν. 934, Πινδ. Ι. 8 (7). 137, Ἀποσπ. 45. 6· οὕτω παρ’ Ἀττ., εὖ πραπίδων λαχόντα Αἰσχύλ. Ἀγ. 380· χρυσῆς... [[τιμῆς]] λαχεῖν Σοφ. Ἀντ. 699· οὔ τι μὴ λάχωσι τοῦδε συμμάχου ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 450· γέννας... θείας λαχόντες ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 267· διπλοῦ βίου λαχόντες Εὐρ. Ἱκέτ. 1086· πατρῴων οὐ λαχών, μὴ λαβὼν τὴν κληρονομίαν μου, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1192· τῆς εὐπρεπεστάτης τελευτῆς Θουκ. 2. 44· [[οὔτε]] σίτου οὔθ’ ὕπνου δύνανται λαγχάνειν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16· - ὅτι δὲ ἡ γενικὴ αὕτη [[εἶναι]] διαιρετικὴ [[εἶναι]] φανερὸν ἐκ τούτων τῶν φράσεων: χθονὸς λαχεῖν τοσοῦτον ἐθανεῖν μόνον Σοφ. Ο. Κ. 790· γάμου [[μέρος]] λαχοῦσα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 918· τύμβου κοινὸν εἰληχὼς [[μέρος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1135· τῆς γῆς τὸ πρὸς Νότον εἴληχε ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 19. 5. ΙΙΙ. ἀπολ., [[λαμβάνω]] κλῆρον, Ὀδ. Ι. 334· διὰ τοῦ λαγχάνειν, διὰ κλήρου, Ἰσοκρ. 144Β, Διόδ., κτλ.· [[περί]] τινος Ὑπομν. εἰς Δημ. 510. 27., 511. 4, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 24. IV. Μεταβ. ἐνεργείας μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. μετ’ ἀναδιπλασ. ἀορ. λέλᾰχον, [[ὄφρα]] [[πυρός]] με Τρῶες... λελάχωσι θανόντα, «[[ὅπως]] με πυρὸς μεταλαχεῖν καὶ μετασχεῖν ποιήσωσιν ἀποθανόντα οἱ Τρῶες» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 80., Χ. 343· [[ἐπήν]] με πυρὸς [[λελάχητε]] Ψ. 76, πρβλ. Ο. 350· - ἀλλ’ ὁ ἀόρ. [[οὗτος]] κεῖται ἀμεταβ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 341· - πρβλ. [[λανθάνω]] Β. Ι. V. ἀμεταβ., [[πίπτω]] εἰς τὸν κλῆρον ἢ τὸ μερίδιόν τινος, ἐς ἑκάστην [νῆα] [[ἐννέα]] λάγχανον αἶγες, [[ἐννέα]] αἶγες ἦσαν τὸ [[μερίδιον]] ἑκάστου τῶν πλοίων, Ὀδ. Ι. 160· αἰὼν [[δυσαίων]] ἔλαχεν Εὐρ. Ἑλ. 213· ὅσοις τὸ σωφρονεῖν εἴληχεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 80· τὸ λαχὸν [[μέρος]] Πλάτ. Νόμ. 745Ε· τὴν πρὸς Νότον λαχεῖν Δευκαλίωνι Στράβ. 443.
}}
}}
{{bailly
{{bailly