Anonymous

τηνίκα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τηνίκα''': [ῑ], Δωρ. τᾱνίκα, Ἐπίρρ., ([[τῆνος]]) παρ’ Ἀττ., κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, [[τηνικαῦτα]], [[τότε]], [[κυρίως]] σχετικὸν τῷ ἀναφορικῷ [[ἡνίκα]], καὶ τοῖς ἐρωτημ. [[πηνίκα]], [[ὁπηνίκα]], κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, [[τότε]], [[εὖτε]]..., [[τηνίκα]]..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 799· [[ὡσαύτως]] μετὰ τοῦ ἄρθρ. ([[συχν]]. φέρεται τοτηνίκα), ὅτε..., τὸ [[τηνίκα]]..., Σοφ. Ο. Κ. 440. 2) ἀπολ. κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν [τῆς ἡμέρας], Θεόκρ. 1. 17· μετὰ γεν., τοῦ ἔτους τ., κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ― Οἱ ἐν [[κοινῇ]] χρήσει τύποι [[εἶναι]] [[τηνικάδε]], [[τηνικαῦτα]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 50. (Περὶ τῆς καταλήξεως, -ίκα, πρβλ. [[αὐτίκα]]).
|lstext='''τηνίκα''': [ῑ], Δωρ. τᾱνίκα, Ἐπίρρ., ([[τῆνος]]) παρ’ Ἀττ., κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, [[τηνικαῦτα]], [[τότε]], [[κυρίως]] σχετικὸν τῷ ἀναφορικῷ [[ἡνίκα]], καὶ τοῖς ἐρωτημ. [[πηνίκα]], [[ὁπηνίκα]], κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, [[τότε]], [[εὖτε]]..., [[τηνίκα]]..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 799· [[ὡσαύτως]] μετὰ τοῦ ἄρθρ. (συχν. φέρεται τοτηνίκα), ὅτε..., τὸ [[τηνίκα]]..., Σοφ. Ο. Κ. 440. 2) ἀπολ. κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν [τῆς ἡμέρας], Θεόκρ. 1. 17· μετὰ γεν., τοῦ ἔτους τ., κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ― Οἱ ἐν [[κοινῇ]] χρήσει τύποι [[εἶναι]] [[τηνικάδε]], [[τηνικαῦτα]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 50. (Περὶ τῆς καταλήξεως, -ίκα, πρβλ. [[αὐτίκα]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly