Anonymous

τηνίκα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[τανίκα]] Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνη]] την ώρα της ημέρας, αυτήν ή εκείνην την καθορισμένη ώρα («ἧ γὰρ ἀπ' ἄγρας [[τηνίκα]] κεκμαὼς ἀμπαύεται», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (με άρθρ.) [[τότε]] («τὸ τηνίκ' ἤδη τοῦτο μὲν [[πόλις]] βίᾳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τοῡ ἔτους [[τηνίκα]]» — εκείνην την [[εποχή]] του έτους <b>(Αιλ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[τηνίκα]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>το</i>- του οριστικού άρθρου (<b>πρβλ.</b> IE <i>tod</i>, <b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>) [[κατά]] τρόπο ανάλογο με τον χρον. σύνδ. [[ἡνίκα]] (<b>βλ. λ.</b> [[ηνίκα]])].
|mltxt=και δωρ. τ. [[τανίκα]] Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνη]] την ώρα της ημέρας, αυτήν ή εκείνην την καθορισμένη ώρα («ἧ γὰρ ἀπ' ἄγρας [[τηνίκα]] κεκμαὼς ἀμπαύεται», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (με άρθρ.) [[τότε]] («τὸ τηνίκ' ἤδη τοῦτο μὲν [[πόλις]] βίᾳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τοῦ ἔτους [[τηνίκα]]» — εκείνην την [[εποχή]] του έτους <b>(Αιλ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[τηνίκα]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>το</i>- του οριστικού άρθρου (<b>πρβλ.</b> IE <i>tod</i>, <b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>) [[κατά]] τρόπο ανάλογο με τον χρον. σύνδ. [[ἡνίκα]] (<b>βλ. λ.</b> [[ηνίκα]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm