Anonymous

ψαύω: Difference between revisions

From LSJ
8 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψαύω''': μέλλ. ψαύσω· ἀόρ. ἔψαυσα· πρκμ. ἔψαυκα (παρ-) Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 126. - Παθ., ἀόρ, ἐψαύσθην Διοσκ. 2. 16· πρκμ. ἔψαυσμαι (παρ-) Ἱππ. 501. 45· (συγγενὲς τῷ ψάω). - Ἐγγίζω, ἐφάπτομαι, τινὸς Ἰλ. Ψ. 519, 806, Ἡρόδ. 2. 47, Ἀττ.· μετὰ δοτ. τοῦ ὀργάνου, τῇ κεφαλῇ τοῦ οὐρανοῦ ψ. Ἡρόδ. 4. 30· χεροῖν .. ἔψαυσα πηγῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 201· εἰ τῆσδε χώρας [[μήποτε]] ψαύσει ποδὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 182· οὕτω δὲ πιθανῶς ληπτέον τὴν δοτ. ἐν Ἰλ. Ν. 132, Π. 216· ψαῦον κόρυθες φάλοισιν, αἱ περικεφαλαῖαι ἔψαυον διὰ τῶν φάλων αὐτῶν· ἀλλ’ ἡ δοτ. ἐπέχει ἀναμφιβόλως τὸν τόπον τῆς γενικῆς ἐν Πινδ. Π. 9. 213, Κόϊντ. Σμυρ. 8. 349 (ὡς ἐν τῷ [[θιγγάνω]] καὶ [[προσψαύω]], ἃ ἴδε)· - ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Σοφ. φαίνεται ὅτι κεῖται μετ’ αἰτ.· ἀλλ’ ἐν Ἀντιγ. 857, ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας, πατρὸς τριπόλιστον οἶκτον, τὸ μερίμνας δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] ἑνικὴ γενική, τὸ δὲ οἶκτον αἰτιατ. κατὰ παράθεσιν πρὸς τὴν προηγουμένην πρότασιν· καὶ [[αὐτόθι]] 961, [[κεῖνος]] ἐπέγνω ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, ἡ [[σύνταξις]] δύναται νὰ [[εἶναι]]: ἐπέγνω τὸν θεὸν ψαύων, ἀνεγνώρισε τὸν θεὸν καθαπτόμενος· [[ὁμολογητέον]] ὅτι αἱ συντάξεις αὗται εἶναί πως βεβιασμέναι, καὶ μεταγενέστεροι συγγραφεῖς βεβαίως μετεχειρίζοντο τὸ παθ., ὡς εἰ τὸ ἐνεργ. εἶχε [[κυρίως]] μεταβ. σημασ., Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 951C, πρβλ. Foës. Oec. Hipp. 2) ἐλαφρῶς [[θιγγάνω]], ἐφάπτομαι, ψηλαφῶ· μεταφο., «[[ἐγγίζω]]» ὑπόθεσίν τινα, ζήτημά τι, Πολύβ. 1. 13, 8. 3) [[ἐγγίζω]] ὡς [[ἐχθρός]], [[ἐπιβάλλω]] χεῖρα ἐπί τινα, τινὸς Εὐρ. Ι. Α. 1559· ἀπολ., κλάοις ἄν, εἰ ψαύσειας Αἰσχύλ. Ἱκ. 925, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 856. 4) [[ἐγγίζω]], [[φθάνω]], ἐπιδρῶ εἴς τι, οὐ γὰρ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου Εὐρ. Ἑκ. 242· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. καὶ ὁ Διοσκ. 5. 27 ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ· [[ὡσαύτως]], [[φθάνω]] τι, [[λαμβάνω]], [[κερδαίνω]], Πινδ. Ν. 5. 76, Ἀνθ. Π. 7. 428, 11· - ψ. Ἀφροδίτας (πρβλ. ἅπτομαι) Πινδ. Ο. 6. 58. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] σπανιωτάτη παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις, Ἀντιφῶν 123. 2, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12· [[συχν]]. παρὰ μεταγεν.. [[οἷον]] Πολύβ. 1. 13, 8, κ. ἀλλ., καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλουτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 522, 527, 528.
|lstext='''ψαύω''': μέλλ. ψαύσω· ἀόρ. ἔψαυσα· πρκμ. ἔψαυκα (παρ-) Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 126. - Παθ., ἀόρ, ἐψαύσθην Διοσκ. 2. 16· πρκμ. ἔψαυσμαι (παρ-) Ἱππ. 501. 45· (συγγενὲς τῷ ψάω). - Ἐγγίζω, ἐφάπτομαι, τινὸς Ἰλ. Ψ. 519, 806, Ἡρόδ. 2. 47, Ἀττ.· μετὰ δοτ. τοῦ ὀργάνου, τῇ κεφαλῇ τοῦ οὐρανοῦ ψ. Ἡρόδ. 4. 30· χεροῖν .. ἔψαυσα πηγῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 201· εἰ τῆσδε χώρας [[μήποτε]] ψαύσει ποδὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 182· οὕτω δὲ πιθανῶς ληπτέον τὴν δοτ. ἐν Ἰλ. Ν. 132, Π. 216· ψαῦον κόρυθες φάλοισιν, αἱ περικεφαλαῖαι ἔψαυον διὰ τῶν φάλων αὐτῶν· ἀλλ’ ἡ δοτ. ἐπέχει ἀναμφιβόλως τὸν τόπον τῆς γενικῆς ἐν Πινδ. Π. 9. 213, Κόϊντ. Σμυρ. 8. 349 (ὡς ἐν τῷ [[θιγγάνω]] καὶ [[προσψαύω]], ἃ ἴδε)· - ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Σοφ. φαίνεται ὅτι κεῖται μετ’ αἰτ.· ἀλλ’ ἐν Ἀντιγ. 857, ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας, πατρὸς τριπόλιστον οἶκτον, τὸ μερίμνας δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] ἑνικὴ γενική, τὸ δὲ οἶκτον αἰτιατ. κατὰ παράθεσιν πρὸς τὴν προηγουμένην πρότασιν· καὶ [[αὐτόθι]] 961, [[κεῖνος]] ἐπέγνω ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, ἡ [[σύνταξις]] δύναται νὰ [[εἶναι]]: ἐπέγνω τὸν θεὸν ψαύων, ἀνεγνώρισε τὸν θεὸν καθαπτόμενος· [[ὁμολογητέον]] ὅτι αἱ συντάξεις αὗται εἶναί πως βεβιασμέναι, καὶ μεταγενέστεροι συγγραφεῖς βεβαίως μετεχειρίζοντο τὸ παθ., ὡς εἰ τὸ ἐνεργ. εἶχε [[κυρίως]] μεταβ. σημασ., Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 951C, πρβλ. Foës. Oec. Hipp. 2) ἐλαφρῶς [[θιγγάνω]], ἐφάπτομαι, ψηλαφῶ· μεταφο., «[[ἐγγίζω]]» ὑπόθεσίν τινα, ζήτημά τι, Πολύβ. 1. 13, 8. 3) [[ἐγγίζω]] ὡς [[ἐχθρός]], [[ἐπιβάλλω]] χεῖρα ἐπί τινα, τινὸς Εὐρ. Ι. Α. 1559· ἀπολ., κλάοις ἄν, εἰ ψαύσειας Αἰσχύλ. Ἱκ. 925, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 856. 4) [[ἐγγίζω]], [[φθάνω]], ἐπιδρῶ εἴς τι, οὐ γὰρ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου Εὐρ. Ἑκ. 242· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. καὶ ὁ Διοσκ. 5. 27 ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ· [[ὡσαύτως]], [[φθάνω]] τι, [[λαμβάνω]], [[κερδαίνω]], Πινδ. Ν. 5. 76, Ἀνθ. Π. 7. 428, 11· - ψ. Ἀφροδίτας (πρβλ. ἅπτομαι) Πινδ. Ο. 6. 58. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] σπανιωτάτη παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις, Ἀντιφῶν 123. 2, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12· συχν. παρὰ μεταγεν.. [[οἷον]] Πολύβ. 1. 13, 8, κ. ἀλλ., καὶ συχν. παρὰ Πλουτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 522, 527, 528.
}}
}}
{{bailly
{{bailly