Anonymous

ὀπάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
mNo edit summary
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπάζω''': παρατ. ὤπαζον· Ἐπικ. μέλλ. ὀπάσσω Ὀδ. Θ. 430, Φ. 214: ἀόρ. ὤπασα Ὅμ., Πίνδ., καὶ Ἀττ. (ἴδε κατωτ.), Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] ὄπασσα: - Μέσ., Ἐπικ. β΄ ἑν. μέλλ. ὀπάσσεαι Ἰλ. Κ. 238: ἀόρ. ὠπασάμην: Ἐπικ. ἑνικ. ὀπάσσατο, κτλ. - Παθ., μόνον κατ’ ἐνεστ. (ἴδε ἐν τέλ.). Ρῆμα ποιητ., μεταβ. ἐνεργείας τοῦ [[ἕπομαι]], [[κάμνω]] (ἢ [[προστάσσω]]) τινὰ νὰ ἀκολουθήσῃ, [[συμπέμπω]] μετά τινος ὡς ἀκόλουθον ἢ συνοδοιπόρον, [[ἐπεὶ]] ῥά οἱ ὤπασα πομπὸν Ἰλ. Ν. 416, πρβλ. μετοπάζω· σοὶ γάρ με πατὴρ ἅμα πομπὸν ὄπασσεν Ω. 461, πρβλ. Ὀδ. Ι. 89· ἅμ’ ἠγεμόν’ ἐσθλὸν ὄπασσον Ο. 310· ἀρχὸν δὲ μετ’ ἀμφοτέροισιν ὄπασσα Κ. 204· πολὺν δέ μοι ὤπασε λαόν, δηλ. μὲ κατέστησεν ἡγεμόνα πολλῶν ἀνθρώπων, Ἰλ.: Ι. 483 (479), πρβλ. Πινδ. Ν. 1. 23· ὦ Ζεῦ, γυναικῶν [[οἷον]] ὤπασας γένος Αἰσχύλ. Θήβ. 256. - Μέσ., [[προσλαμβάνω]] ἀκόλουθον, σὺ δὲ χείρον’ ὀπάσσεαι Ἰλ. Κ. 238· Νέστορος υἷας ὀπάσσατο Τ. 238· κήρυκά τ’ ὀπασσάμενος καὶ ἑταῖρον Ὀδ. Κ. 59· - ὁ Νίκανδρος μεταχειρίζεται τὸ [[μέσον]] ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, Θηρ. 520, 813. - Ὁ Ἡσύχ. [[οὐδέποτε]] ἔχει τὴν λέξιν ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, τούτῳ ... [[Ζεὺς]] [[κῦδος]] ὀπάζει, δίδει εἰς αὐτὸν δόξαν νὰ τὸν ἀκολουθῇ, Ἰλ. Θ. 141, κτλ.· καὶ [[ἔπειτα]] [[ἁπλῶς]], δίδω, [[παρέχω]], ὀπ. κτήματα, ἀρετήν, [[κάλλος]], ἀοιδήν, φῆμιν, ὀϊζύν, κτλ., [[συχν]]. παρ’ Ὁμ.· πολλὰ γὰρ ὤπασε παιδί, ἔδωκεν εἰς αὐτὴν ὡς [[μερίδιον]], Ἰλ. Χ. 51· [[τέλος]] ἐσθλὸν ὀπ., [[παρέχω]] εὐτυχὲς [[τέλος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 472· ὄλβον, νίκην ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 420, 442· [[συχν]]. [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ., εὐδεῖαν ἐκ χειμῶνος ὀπ. Ι. 7 (6). 52, κ. ἀλλ.· οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. (κατ’ ἀόρ.), πῦρ ἐγώ [[σφιν]] ὤπασα Πρ. 252, πρβλ. 8, 30, Πέρσ. 762, Εὐμ. 529· [[ἐνίοτε]] παρ’ Εὐρ. καὶ δὶς παρ’ Ἀριστοφ. (ἐν παρῳδουμένοις ἡρωϊκοῖς χωρίοις), Ἱππ. 200, Θεσμ. 973· - μετὰ πλεοναστ. ἀπαρεμφ., Πατρόκλῳ ... κόμην ὀπάσαιμι φέρεσθαι, ὡς τὸ [[δίδωμι]] ἔχειν, Ἰλ. Ψ. 151, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 100. 2) [[δίδωμι]] [[προσέτι]], [[προστίθημι]], ἔργῳ δ’ [[ἔργον]] ὄπαζε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 120· [[χάριν]] ἅμ’ ὄπασσον ἀοιδῇ Ὁμ. Ὕμν. 23. 5· ἀφιερῶ μελέταν ἔργοις ὀπ. Πινδ. Ι. 6 (5). 98· [[ἔργον]] πρὸς ἀσπίδι ὤπασεν, ἔθηκεν ἐπὶ τῆς ἀσπίδος του καλλιτεχνικόν τι [[ἔργον]], Αἰσχύλ. Θήβ. 492. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[διώκω]], [[καταδιώκω]] ἐκ τοῦ πλησίον, «κυνηγῶ» Ἕκτωρ ὤπαζε καρηκομόωντας Ἀχαιοὺς Ἰλ. Θ. 341· χαλεπὸν δέ σε [[γῆρας]] ὀπάζει [[αὐτόθι]] 103 πολὺν καθ’ ὅμιλον ὀπάζων (δηλ. αὐτὸν) Ε. 334, Ρ. 462, πρβλ. [[κατοπάζω]]· φόνια δ’ ὤπασας λέχε’ ἀπὸ γᾶς, ἀπεδίωξας, Εὐρ. Ἠλ. 1192· - Παθ., χειμάρρους ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ, χείμαρρος «κατεπειγόμενος. ἀφ’ οὗ, πληρούμενος» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 493. (Ἐντεῦθεν [[ὀπαδός]], κτλ. Οἱ τύποι ὀπάων, ὀπέων φαίνονται δεικνύοντες ὅτι τὸ δ ἢ ζ δὲν ἀποτελεῖ [[μέρος]] τῆς ῥίζης, ἥτις πιθανῶς [[εἶναι]] ἄλλη μορφὴ τῆς √ΕΠ, ἕπομαι, seq-uor, τῆς δασείας ἐκπεσούσης ὡς ἐν τῷ [[ὀπός]], sucus).
|lstext='''ὀπάζω''': παρατ. ὤπαζον· Ἐπικ. μέλλ. ὀπάσσω Ὀδ. Θ. 430, Φ. 214: ἀόρ. ὤπασα Ὅμ., Πίνδ., καὶ Ἀττ. (ἴδε κατωτ.), Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] ὄπασσα: - Μέσ., Ἐπικ. β΄ ἑν. μέλλ. ὀπάσσεαι Ἰλ. Κ. 238: ἀόρ. ὠπασάμην: Ἐπικ. ἑνικ. ὀπάσσατο, κτλ. - Παθ., μόνον κατ’ ἐνεστ. (ἴδε ἐν τέλ.). Ρῆμα ποιητ., μεταβ. ἐνεργείας τοῦ [[ἕπομαι]], [[κάμνω]] (ἢ [[προστάσσω]]) τινὰ νὰ ἀκολουθήσῃ, [[συμπέμπω]] μετά τινος ὡς ἀκόλουθον ἢ συνοδοιπόρον, [[ἐπεὶ]] ῥά οἱ ὤπασα πομπὸν Ἰλ. Ν. 416, πρβλ. μετοπάζω· σοὶ γάρ με πατὴρ ἅμα πομπὸν ὄπασσεν Ω. 461, πρβλ. Ὀδ. Ι. 89· ἅμ’ ἠγεμόν’ ἐσθλὸν ὄπασσον Ο. 310· ἀρχὸν δὲ μετ’ ἀμφοτέροισιν ὄπασσα Κ. 204· πολὺν δέ μοι ὤπασε λαόν, δηλ. μὲ κατέστησεν ἡγεμόνα πολλῶν ἀνθρώπων, Ἰλ.: Ι. 483 (479), πρβλ. Πινδ. Ν. 1. 23· ὦ Ζεῦ, γυναικῶν [[οἷον]] ὤπασας γένος Αἰσχύλ. Θήβ. 256. - Μέσ., [[προσλαμβάνω]] ἀκόλουθον, σὺ δὲ χείρον’ ὀπάσσεαι Ἰλ. Κ. 238· Νέστορος υἷας ὀπάσσατο Τ. 238· κήρυκά τ’ ὀπασσάμενος καὶ ἑταῖρον Ὀδ. Κ. 59· - ὁ Νίκανδρος μεταχειρίζεται τὸ [[μέσον]] ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, Θηρ. 520, 813. - Ὁ Ἡσύχ. [[οὐδέποτε]] ἔχει τὴν λέξιν ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, τούτῳ ... [[Ζεὺς]] [[κῦδος]] ὀπάζει, δίδει εἰς αὐτὸν δόξαν νὰ τὸν ἀκολουθῇ, Ἰλ. Θ. 141, κτλ.· καὶ [[ἔπειτα]] [[ἁπλῶς]], δίδω, [[παρέχω]], ὀπ. κτήματα, ἀρετήν, [[κάλλος]], ἀοιδήν, φῆμιν, ὀϊζύν, κτλ., συχν. παρ’ Ὁμ.· πολλὰ γὰρ ὤπασε παιδί, ἔδωκεν εἰς αὐτὴν ὡς [[μερίδιον]], Ἰλ. Χ. 51· [[τέλος]] ἐσθλὸν ὀπ., [[παρέχω]] εὐτυχὲς [[τέλος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 472· ὄλβον, νίκην ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 420, 442· συχν. [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ., εὐδεῖαν ἐκ χειμῶνος ὀπ. Ι. 7 (6). 52, κ. ἀλλ.· οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. (κατ’ ἀόρ.), πῦρ ἐγώ [[σφιν]] ὤπασα Πρ. 252, πρβλ. 8, 30, Πέρσ. 762, Εὐμ. 529· [[ἐνίοτε]] παρ’ Εὐρ. καὶ δὶς παρ’ Ἀριστοφ. (ἐν παρῳδουμένοις ἡρωϊκοῖς χωρίοις), Ἱππ. 200, Θεσμ. 973· - μετὰ πλεοναστ. ἀπαρεμφ., Πατρόκλῳ ... κόμην ὀπάσαιμι φέρεσθαι, ὡς τὸ [[δίδωμι]] ἔχειν, Ἰλ. Ψ. 151, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 100. 2) [[δίδωμι]] [[προσέτι]], [[προστίθημι]], ἔργῳ δ’ [[ἔργον]] ὄπαζε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 120· [[χάριν]] ἅμ’ ὄπασσον ἀοιδῇ Ὁμ. Ὕμν. 23. 5· ἀφιερῶ μελέταν ἔργοις ὀπ. Πινδ. Ι. 6 (5). 98· [[ἔργον]] πρὸς ἀσπίδι ὤπασεν, ἔθηκεν ἐπὶ τῆς ἀσπίδος του καλλιτεχνικόν τι [[ἔργον]], Αἰσχύλ. Θήβ. 492. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[διώκω]], [[καταδιώκω]] ἐκ τοῦ πλησίον, «κυνηγῶ» Ἕκτωρ ὤπαζε καρηκομόωντας Ἀχαιοὺς Ἰλ. Θ. 341· χαλεπὸν δέ σε [[γῆρας]] ὀπάζει [[αὐτόθι]] 103 πολὺν καθ’ ὅμιλον ὀπάζων (δηλ. αὐτὸν) Ε. 334, Ρ. 462, πρβλ. [[κατοπάζω]]· φόνια δ’ ὤπασας λέχε’ ἀπὸ γᾶς, ἀπεδίωξας, Εὐρ. Ἠλ. 1192· - Παθ., χειμάρρους ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ, χείμαρρος «κατεπειγόμενος. ἀφ’ οὗ, πληρούμενος» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 493. (Ἐντεῦθεν [[ὀπαδός]], κτλ. Οἱ τύποι ὀπάων, ὀπέων φαίνονται δεικνύοντες ὅτι τὸ δ ἢ ζ δὲν ἀποτελεῖ [[μέρος]] τῆς ῥίζης, ἥτις πιθανῶς [[εἶναι]] ἄλλη μορφὴ τῆς √ΕΠ, ἕπομαι, seq-uor, τῆς δασείας ἐκπεσούσης ὡς ἐν τῷ [[ὀπός]], sucus).
}}
}}
{{bailly
{{bailly