3,277,242
edits
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀπάζω''': παρατ. ὤπαζον· Ἐπικ. μέλλ. ὀπάσσω Ὀδ. Θ. 430, Φ. 214: ἀόρ. ὤπασα Ὅμ., Πίνδ., καὶ Ἀττ. (ἴδε κατωτ.), Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] ὄπασσα: - Μέσ., Ἐπικ. β΄ ἑν. μέλλ. ὀπάσσεαι Ἰλ. Κ. 238: ἀόρ. ὠπασάμην: Ἐπικ. ἑνικ. ὀπάσσατο, κτλ. - Παθ., μόνον κατ’ ἐνεστ. (ἴδε ἐν τέλ.). Ρῆμα ποιητ., μεταβ. ἐνεργείας τοῦ [[ἕπομαι]], [[κάμνω]] (ἢ [[προστάσσω]]) τινὰ νὰ ἀκολουθήσῃ, [[συμπέμπω]] μετά τινος ὡς ἀκόλουθον ἢ συνοδοιπόρον, [[ἐπεὶ]] ῥά οἱ ὤπασα πομπὸν Ἰλ. Ν. 416, πρβλ. μετοπάζω· σοὶ γάρ με πατὴρ ἅμα πομπὸν ὄπασσεν Ω. 461, πρβλ. Ὀδ. Ι. 89· ἅμ’ ἠγεμόν’ ἐσθλὸν ὄπασσον Ο. 310· ἀρχὸν δὲ μετ’ ἀμφοτέροισιν ὄπασσα Κ. 204· πολὺν δέ μοι ὤπασε λαόν, δηλ. μὲ κατέστησεν ἡγεμόνα πολλῶν ἀνθρώπων, Ἰλ.: Ι. 483 (479), πρβλ. Πινδ. Ν. 1. 23· ὦ Ζεῦ, γυναικῶν [[οἷον]] ὤπασας γένος Αἰσχύλ. Θήβ. 256. - Μέσ., [[προσλαμβάνω]] ἀκόλουθον, σὺ δὲ χείρον’ ὀπάσσεαι Ἰλ. Κ. 238· Νέστορος υἷας ὀπάσσατο Τ. 238· κήρυκά τ’ ὀπασσάμενος καὶ ἑταῖρον Ὀδ. Κ. 59· - ὁ Νίκανδρος μεταχειρίζεται τὸ [[μέσον]] ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, Θηρ. 520, 813. - Ὁ Ἡσύχ. [[οὐδέποτε]] ἔχει τὴν λέξιν ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, τούτῳ ... [[Ζεὺς]] [[κῦδος]] ὀπάζει, δίδει εἰς αὐτὸν δόξαν νὰ τὸν ἀκολουθῇ, Ἰλ. Θ. 141, κτλ.· καὶ [[ἔπειτα]] [[ἁπλῶς]], δίδω, [[παρέχω]], ὀπ. κτήματα, ἀρετήν, [[κάλλος]], ἀοιδήν, φῆμιν, ὀϊζύν, κτλ., συχν. παρ’ Ὁμ.· πολλὰ γὰρ ὤπασε παιδί, ἔδωκεν εἰς αὐτὴν ὡς [[μερίδιον]], Ἰλ. Χ. 51· [[τέλος]] ἐσθλὸν ὀπ., [[παρέχω]] εὐτυχὲς [[τέλος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 472· ὄλβον, νίκην ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 420, 442· συχν. [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ., εὐδεῖαν ἐκ χειμῶνος ὀπ. Ι. 7 (6). 52, κ. ἀλλ.· οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. (κατ’ ἀόρ.), πῦρ ἐγώ [[σφιν]] ὤπασα Πρ. 252, πρβλ. 8, 30, Πέρσ. 762, Εὐμ. 529· [[ἐνίοτε]] παρ’ Εὐρ. καὶ δὶς παρ’ Ἀριστοφ. (ἐν παρῳδουμένοις ἡρωϊκοῖς χωρίοις), Ἱππ. 200, Θεσμ. 973· - μετὰ πλεοναστ. ἀπαρεμφ., Πατρόκλῳ ... κόμην ὀπάσαιμι φέρεσθαι, ὡς τὸ [[δίδωμι]] ἔχειν, Ἰλ. Ψ. 151, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 100. 2) [[δίδωμι]] [[προσέτι]], [[προστίθημι]], ἔργῳ δ’ [[ἔργον]] ὄπαζε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 120· [[χάριν]] ἅμ’ ὄπασσον ἀοιδῇ Ὁμ. Ὕμν. 23. 5· ἀφιερῶ μελέταν ἔργοις ὀπ. Πινδ. Ι. 6 (5). 98· [[ἔργον]] πρὸς ἀσπίδι ὤπασεν, ἔθηκεν ἐπὶ τῆς ἀσπίδος του καλλιτεχνικόν τι [[ἔργον]], Αἰσχύλ. Θήβ. 492. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[διώκω]], [[καταδιώκω]] ἐκ τοῦ πλησίον, «κυνηγῶ» Ἕκτωρ ὤπαζε καρηκομόωντας Ἀχαιοὺς Ἰλ. Θ. 341· χαλεπὸν δέ σε [[γῆρας]] ὀπάζει [[αὐτόθι]] 103 πολὺν καθ’ ὅμιλον ὀπάζων (δηλ. αὐτὸν) Ε. 334, Ρ. 462, πρβλ. [[κατοπάζω]]· φόνια δ’ ὤπασας λέχε’ ἀπὸ γᾶς, ἀπεδίωξας, Εὐρ. Ἠλ. 1192· - Παθ., χειμάρρους ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ, χείμαρρος «κατεπειγόμενος. ἀφ’ οὗ, πληρούμενος» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 493. (Ἐντεῦθεν [[ὀπαδός]], κτλ. Οἱ τύποι ὀπάων, ὀπέων φαίνονται δεικνύοντες ὅτι τὸ δ ἢ ζ δὲν ἀποτελεῖ [[μέρος]] τῆς ῥίζης, ἥτις πιθανῶς [[εἶναι]] ἄλλη μορφὴ τῆς √ΕΠ, ἕπομαι, seq-uor, τῆς δασείας ἐκπεσούσης ὡς ἐν τῷ [[ὀπός]], sucus). | |lstext='''ὀπάζω''': παρατ. ὤπαζον· Ἐπικ. μέλλ. ὀπάσσω Ὀδ. Θ. 430, Φ. 214: ἀόρ. ὤπασα Ὅμ., Πίνδ., καὶ Ἀττ. (ἴδε κατωτ.), Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] ὄπασσα: - Μέσ., Ἐπικ. β΄ ἑν. μέλλ. ὀπάσσεαι Ἰλ. Κ. 238: ἀόρ. ὠπασάμην: Ἐπικ. ἑνικ. ὀπάσσατο, κτλ. - Παθ., μόνον κατ’ ἐνεστ. (ἴδε ἐν τέλ.). Ρῆμα ποιητ., μεταβ. ἐνεργείας τοῦ [[ἕπομαι]], [[κάμνω]] (ἢ [[προστάσσω]]) τινὰ νὰ ἀκολουθήσῃ, [[συμπέμπω]] μετά τινος ὡς ἀκόλουθον ἢ συνοδοιπόρον, [[ἐπεὶ]] ῥά οἱ ὤπασα πομπὸν Ἰλ. Ν. 416, πρβλ. μετοπάζω· σοὶ γάρ με πατὴρ ἅμα πομπὸν ὄπασσεν Ω. 461, πρβλ. Ὀδ. Ι. 89· ἅμ’ ἠγεμόν’ ἐσθλὸν ὄπασσον Ο. 310· ἀρχὸν δὲ μετ’ ἀμφοτέροισιν ὄπασσα Κ. 204· πολὺν δέ μοι ὤπασε λαόν, δηλ. μὲ κατέστησεν ἡγεμόνα πολλῶν ἀνθρώπων, Ἰλ.: Ι. 483 (479), πρβλ. Πινδ. Ν. 1. 23· ὦ Ζεῦ, γυναικῶν [[οἷον]] ὤπασας γένος Αἰσχύλ. Θήβ. 256. - Μέσ., [[προσλαμβάνω]] ἀκόλουθον, σὺ δὲ χείρον’ ὀπάσσεαι Ἰλ. Κ. 238· Νέστορος υἷας ὀπάσσατο Τ. 238· κήρυκά τ’ ὀπασσάμενος καὶ ἑταῖρον Ὀδ. Κ. 59· - ὁ Νίκανδρος μεταχειρίζεται τὸ [[μέσον]] ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, Θηρ. 520, 813. - Ὁ Ἡσύχ. [[οὐδέποτε]] ἔχει τὴν λέξιν ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, τούτῳ ... [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[κῦδος]] ὀπάζει, δίδει εἰς αὐτὸν δόξαν νὰ τὸν ἀκολουθῇ, Ἰλ. Θ. 141, κτλ.· καὶ [[ἔπειτα]] [[ἁπλῶς]], δίδω, [[παρέχω]], ὀπ. κτήματα, ἀρετήν, [[κάλλος]], ἀοιδήν, φῆμιν, ὀϊζύν, κτλ., συχν. παρ’ Ὁμ.· πολλὰ γὰρ ὤπασε παιδί, ἔδωκεν εἰς αὐτὴν ὡς [[μερίδιον]], Ἰλ. Χ. 51· [[τέλος]] ἐσθλὸν ὀπ., [[παρέχω]] εὐτυχὲς [[τέλος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 472· ὄλβον, νίκην ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 420, 442· συχν. [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ., εὐδεῖαν ἐκ χειμῶνος ὀπ. Ι. 7 (6). 52, κ. ἀλλ.· οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. (κατ’ ἀόρ.), πῦρ ἐγώ [[σφιν]] ὤπασα Πρ. 252, πρβλ. 8, 30, Πέρσ. 762, Εὐμ. 529· [[ἐνίοτε]] παρ’ Εὐρ. καὶ δὶς παρ’ Ἀριστοφ. (ἐν παρῳδουμένοις ἡρωϊκοῖς χωρίοις), Ἱππ. 200, Θεσμ. 973· - μετὰ πλεοναστ. ἀπαρεμφ., Πατρόκλῳ ... κόμην ὀπάσαιμι φέρεσθαι, ὡς τὸ [[δίδωμι]] ἔχειν, Ἰλ. Ψ. 151, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 100. 2) [[δίδωμι]] [[προσέτι]], [[προστίθημι]], ἔργῳ δ’ [[ἔργον]] ὄπαζε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 120· [[χάριν]] ἅμ’ ὄπασσον ἀοιδῇ Ὁμ. Ὕμν. 23. 5· ἀφιερῶ μελέταν ἔργοις ὀπ. Πινδ. Ι. 6 (5). 98· [[ἔργον]] πρὸς ἀσπίδι ὤπασεν, ἔθηκεν ἐπὶ τῆς ἀσπίδος του καλλιτεχνικόν τι [[ἔργον]], Αἰσχύλ. Θήβ. 492. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[διώκω]], [[καταδιώκω]] ἐκ τοῦ πλησίον, «κυνηγῶ» Ἕκτωρ ὤπαζε καρηκομόωντας Ἀχαιοὺς Ἰλ. Θ. 341· χαλεπὸν δέ σε [[γῆρας]] ὀπάζει [[αὐτόθι]] 103 πολὺν καθ’ ὅμιλον ὀπάζων (δηλ. αὐτὸν) Ε. 334, Ρ. 462, πρβλ. [[κατοπάζω]]· φόνια δ’ ὤπασας λέχε’ ἀπὸ γᾶς, ἀπεδίωξας, Εὐρ. Ἠλ. 1192· - Παθ., χειμάρρους ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ, χείμαρρος «κατεπειγόμενος. ἀφ’ οὗ, πληρούμενος» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 493. (Ἐντεῦθεν [[ὀπαδός]], κτλ. Οἱ τύποι ὀπάων, ὀπέων φαίνονται δεικνύοντες ὅτι τὸ δ ἢ ζ δὲν ἀποτελεῖ [[μέρος]] τῆς ῥίζης, ἥτις πιθανῶς [[εἶναι]] ἄλλη μορφὴ τῆς √ΕΠ, ἕπομαι, seq-uor, τῆς δασείας ἐκπεσούσης ὡς ἐν τῷ [[ὀπός]], sucus). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ὀπάζω]] (impv. ὄπαζε; ὀπάζων; ὀπάζειν: aor. ὤπᾰσας, ὤπᾰσε(ν); ὄπασσεν, ὤπᾰσαν; ὀπᾰσαις; ὀπάσσαι.) <br /> <b>1</b> [[bestow]] Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου [[μάλα]] τιμᾷ τοῦτ' [[ἔπος]] (I. 6.67) [[normally]], of divinities, οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας (O. 6.65) κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν [[σφι]] [[Ζεὺς]] γένει ὤπασεν (O. 8.84) κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν (O. 9.28) πολλὰ μὲν νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν ἄκραις ἀρεταῖς ὧραι πολυάνθεμοι (O. 13.14) “[[τάν]] ποτε [[Ζεὺς]] ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶ τιμάν” (P. 4.107) τὸ μὲν μέγιστον [[τόθι]] χαρμάτων ὤπασας (P. 8.65) ὤπασε δὲ [[Κρονίων]] πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (N. 1.16) [[τᾶς]] ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς [[ἄπο]] (N. 3.9) μοῖραν δ' εὔνομον [[αἰτέω]] σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν, Ζεῦ πάτερ (N. 9.30) νίκαν τὰν λτ;γτ;ενοκράτει [[Ποσειδάων]] ὀπάσαις (I. 2.14) ([[φάμα]]). ἅ τε ὤπασεν τοιάδε [[τῶν]] τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (I. 4.26) ἀλλὰ [[νῦν]] μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος (I. 7.38) “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι [[γέρας]] θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ” (Hermann: ὀπάσαι cod.) (I. 8.39) met., [[ἐπεὶ]] στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων (sc. [[Ἰσθμός]]) (I. 1.11) [[add]]. inf., αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν πᾶσαν ἐπιχθονίων Γλαυκῶπις ἀριστοπόνοις χερσὶ κρατεῖν (O. 7.50) πόλιν δ' ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν (sc. [[Λοκρός]]) (O. 9.66) | |sltr=[[ὀπάζω]] (impv. ὄπαζε; ὀπάζων; ὀπάζειν: aor. ὤπᾰσας, ὤπᾰσε(ν); ὄπασσεν, ὤπᾰσαν; ὀπᾰσαις; ὀπάσσαι.) <br /> <b>1</b> [[bestow]] Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου [[μάλα]] τιμᾷ τοῦτ' [[ἔπος]] (I. 6.67) [[normally]], of divinities, οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας (O. 6.65) κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν [[σφι]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] γένει ὤπασεν (O. 8.84) κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν (O. 9.28) πολλὰ μὲν νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν ἄκραις ἀρεταῖς ὧραι πολυάνθεμοι (O. 13.14) “[[τάν]] ποτε [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶ τιμάν” (P. 4.107) τὸ μὲν μέγιστον [[τόθι]] χαρμάτων ὤπασας (P. 8.65) ὤπασε δὲ [[Κρονίων]] πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (N. 1.16) [[τᾶς]] ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς [[ἄπο]] (N. 3.9) μοῖραν δ' εὔνομον [[αἰτέω]] σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν, Ζεῦ πάτερ (N. 9.30) νίκαν τὰν λτ;γτ;ενοκράτει [[Ποσειδάων]] ὀπάσαις (I. 2.14) ([[φάμα]]). ἅ τε ὤπασεν τοιάδε [[τῶν]] τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (I. 4.26) ἀλλὰ [[νῦν]] μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος (I. 7.38) “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι [[γέρας]] θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ” (Hermann: ὀπάσαι cod.) (I. 8.39) met., [[ἐπεὶ]] στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων (sc. [[Ἰσθμός]]) (I. 1.11) [[add]]. inf., αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν πᾶσαν ἐπιχθονίων Γλαυκῶπις ἀριστοπόνοις χερσὶ κρατεῖν (O. 7.50) πόλιν δ' ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν (sc. [[Λοκρός]]) (O. 9.66) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀπάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[στέλνω]] κάποιον [[μαζί]] με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή [[κάνω]] κάποιον να ακολουθήσει («[[ἐπεὶ]] ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πράγματα) [[παραχωρώ]], [[παρέχω]], [[δίνω]] («νῦν μὲν γὰρ τούτῷ [[Κρονίδης]] [[Ζεὺς]] κῡδος ὀπάζει» — δίνει σ' αυτόν [[δόξα]] να τον ακολουθεί, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] επί [[πλέον]], [[προσθέτω]] («ἔργῳ δ' [[ἔργον]] ὄπαζε», Ύμν. Έρμ.)<br /><b>4.</b> [[καταδιώκω]] από [[κοντά]], [[κυνηγώ]] («χαλεπὸν δὲ σε [[γῆρας]] ὀπάζει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὀπάζομαι</i><br />α) [[προσλαμβάνω]] κάποιον ως ακόλουθο («κήρυκά τ' ὀπασσάμενος καὶ ἑταῖρον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) αναγκάζομαι, προκαλούμαι, σχηματίζομαι από [[κάτι]] («[[ποταμός]]... ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ» — [[χείμαρρος]] που προκαλείται από τη [[βροχή]] του [[Διός]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὀπασθείς<br />ἐκ τῶν [[ὀπίσω]] δεθεὶς καὶ ἐξαγκωνισθείς»<br /><b>7.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ὀπάζει<br />θεωρεῑ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[ὀπάζω]], [[ὀπάων]], [[ὀπαδός]] / [[ὀπηδός]] ανάγονται πιθ. σε ένα αμάρτυρο ουσ. <i>ὁπᾱ</i> «[[ακολουθία]], [[συνέχεια]]» (το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>sek</i><sup>w</sup> «[[ακολουθώ]]» του [[ἕπομαι]]) με [[ψίλωση]] χαρακτηριστική στην επική [[γλώσσα]]. Η λ. [[ὀπάων]] / [[ὀπέων]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὀπά</i>-<i>Fων</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁπᾱ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>Fων</i>, όπως δείχνει και το μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο <i>oqa</i>-<i>wo</i>-<i>ni</i> (<b>πρβλ.</b> [[μάχη]] > [[Μαχάων]], μυκηναϊκό <i>Μakawo</i>).To ρ. [[ὀπάζω]] παράγεται από το ουσ. <i>ὁπᾱ</i> πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου <i>ὀπάω</i>. Τέλος, η λ. [[ὀπηδός]] / <i>ὀπᾱδός</i>, [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], αποτελεί υποχωρητ. παρ. του ρήματος <i>ὀπᾰζω</i>. Το -<i>ᾱ</i>- της λ., το οποίο γεννά μορφολογικές δυσχέρειες για την [[παραγωγή]] αυτή, οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] του τ. <i>ὀπ</i>-<i>ᾱ</i>-<i>ων</i>]. | |mltxt=[[ὀπάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[στέλνω]] κάποιον [[μαζί]] με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή [[κάνω]] κάποιον να ακολουθήσει («[[ἐπεὶ]] ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πράγματα) [[παραχωρώ]], [[παρέχω]], [[δίνω]] («νῦν μὲν γὰρ τούτῷ [[Κρονίδης]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] κῡδος ὀπάζει» — δίνει σ' αυτόν [[δόξα]] να τον ακολουθεί, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] επί [[πλέον]], [[προσθέτω]] («ἔργῳ δ' [[ἔργον]] ὄπαζε», Ύμν. Έρμ.)<br /><b>4.</b> [[καταδιώκω]] από [[κοντά]], [[κυνηγώ]] («χαλεπὸν δὲ σε [[γῆρας]] ὀπάζει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὀπάζομαι</i><br />α) [[προσλαμβάνω]] κάποιον ως ακόλουθο («κήρυκά τ' ὀπασσάμενος καὶ ἑταῖρον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) αναγκάζομαι, προκαλούμαι, σχηματίζομαι από [[κάτι]] («[[ποταμός]]... ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ» — [[χείμαρρος]] που προκαλείται από τη [[βροχή]] του [[Διός]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὀπασθείς<br />ἐκ τῶν [[ὀπίσω]] δεθεὶς καὶ ἐξαγκωνισθείς»<br /><b>7.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ὀπάζει<br />θεωρεῑ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[ὀπάζω]], [[ὀπάων]], [[ὀπαδός]] / [[ὀπηδός]] ανάγονται πιθ. σε ένα αμάρτυρο ουσ. <i>ὁπᾱ</i> «[[ακολουθία]], [[συνέχεια]]» (το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>sek</i><sup>w</sup> «[[ακολουθώ]]» του [[ἕπομαι]]) με [[ψίλωση]] χαρακτηριστική στην επική [[γλώσσα]]. Η λ. [[ὀπάων]] / [[ὀπέων]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὀπά</i>-<i>Fων</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁπᾱ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>Fων</i>, όπως δείχνει και το μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο <i>oqa</i>-<i>wo</i>-<i>ni</i> (<b>πρβλ.</b> [[μάχη]] > [[Μαχάων]], μυκηναϊκό <i>Μakawo</i>).To ρ. [[ὀπάζω]] παράγεται από το ουσ. <i>ὁπᾱ</i> πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου <i>ὀπάω</i>. Τέλος, η λ. [[ὀπηδός]] / <i>ὀπᾱδός</i>, [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], αποτελεί υποχωρητ. παρ. του ρήματος <i>ὀπᾰζω</i>. Το -<i>ᾱ</i>- της λ., το οποίο γεννά μορφολογικές δυσχέρειες για την [[παραγωγή]] αυτή, οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] του τ. <i>ὀπ</i>-<i>ᾱ</i>-<i>ων</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |