3,277,218
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[έρως]], ο (AM [[ἔρως]]<br />Α επικ. και [[λυρικός]] τ. [[ἔρος]])<br /><b>1.</b> έντονη συναισθηματική [[έλξη]] στην οποία συνυπάρχει και [[πόθος]] για σαρκική [[επαφή]] (α. «[[κλεφτά]] τήν πάτασσε του έρωτ’ η [[οδύνη]]», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «[[ἔρως]] εἰς αὐτὸν τῆς γυναικὸς ἐσέβην», Καλλίμ.<br />γ. «...ὡς ταύτης πόθῳ [[πόλις]] δαμείη | |mltxt=και [[έρως]], ο (AM [[ἔρως]]<br />Α επικ. και [[λυρικός]] τ. [[ἔρος]])<br /><b>1.</b> έντονη συναισθηματική [[έλξη]] στην οποία συνυπάρχει και [[πόθος]] για σαρκική [[επαφή]] (α. «[[κλεφτά]] τήν πάτασσε του έρωτ’ η [[οδύνη]]», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «[[ἔρως]] εἰς αὐτὸν τῆς γυναικὸς ἐσέβην», Καλλίμ.<br />γ. «...ὡς ταύτης πόθῳ [[πόλις]] δαμείη πᾶσα, κοὐχ ἡ [[Λυδία]] πέρσειεν αὐτήν, ἀλλ’ ὁ τῆσδ’ [[ἔρως]] φανεείς» — [[γιατί]] η [[πόλη]] θα υποταχθεί απ΄ τον πόθο γι’ αυτήν και δεν θα τήν κυριέψει η [[Λυδία]], [[αλλά]] ο Έρωτας του Ηρακλή γι’ αυτήν, για την Ιόλη, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[θεός]] Έρως<br /><b>3.</b> θερμή [[αγάπη]], [[αφοσίωση]] σε κάποιον (α. «ἔρωταν εἶχεν περισσὸν ὡς διὰ τήν ποθητήν του καὶ διὰ τὴν μητέραν του καὶ διά τοὺς ἀδελφούς του», Διγεν. Ακρ.<br />β. «[[ἔρως]] λέγεται, ᾧ οὐδεὶς ἐπαισχύνεται, [[ὅταν]] μὴ κατὰ σαρκὸς γένηται αὑτοῦ ἡ [[τοξεία]]» — λέγεται [[έρωτας]], για τον οποίο δεν ντρέπεται [[κανείς]], εφόσον η [[έλξη]] δεν [[είναι]] σαρκική, Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>4.</b> [[αφοσίωση]], [[προσήλωση]] σε ιδανικό, σε [[καθήκον]] κ.λπ. (α. «[[αγάπη]] κι [[έρωτας]] καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν», <b>Σολωμ.</b><br />β. «ὑποδεικνύων τὸν μισθὸν τῆς γνώσεως εἰς ἔρωτα αὐτῆς τοὺς συνετοὺς ἐκκαλεῑται» — υποδεικνύοντας την [[αμοιβή]] της γνώσης κάνει [[έκκληση]] στους συνετούς να τήν ερωτευθούν, Κλήμ. Αλ.)<br /><b>5.</b> ισχυρή [[επιθυμία]] για [[κάτι]], [[πόθος]] να αποκτήσει ή να κρατήσει στην [[κατοχή]] του [[κάποιος]] [[κάτι]] («α. έχει έρωτα για το [[χρήμα]]» ή «με το [[χρήμα]]» β. «[[ἔρως]] χρημάτων»)<br /><b>6.</b> το [[αντικείμενο]] του έρωτα, ό,τι αγαπάει υπερβολικά [[κάποιος]] (α. «το [[θέατρο]] [[είναι]] ο έρωτάς του» β. «ἀπροσίκτων δ’ ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι» — [[είναι]] οξύτερες οι μανίες που προκαλούν οι απελπισμένοι έρωτες, ο [[πόθος]] για [[κάτι]] ακατόρθωτο, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ερωτική [[πράξη]], η σαρκική [[επαφή]] (α. «έκανε έρωτα [[μαζί]] της» β. «ἐρώτων δὲ μυστήρια ἐρυθριῶ τοῦ λέγειν», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>2.</b> ερωτική [[σχέση]], ερωτικές περιπέτειες (α. «με τους έρωτές της κατάστρεψε το [[σπίτι]] της» β. «ἔρωτας ἀνιστορᾱται καὶ τὴν ἁρπαγὴν τῆς κόρης», Διγεν. Ακρ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πλατωνικὸς [[ἔρως]]» ή «[[έρωτας]] για κάποιον ή κάποια» — ερωτική [[προσήλωση]], συναισθηματική [[αφοσίωση]] [[χωρίς]] σαρκικές σχέσεις<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[αγάπη]] του θεού [[προς]] τον άνθρωπο («αὐτὸν ἔπεμψεν τὸν Υἱόν<br />ἀνῃρέθη καὶ [[οὗτος]] ἐλθών, καὶ οὐδὲ [[οὕτως]] ἔσβεσε τὸν ἔρωτα ἀλλ’ ἀνῆψε [[μειζόνως]]» — έστειλε στη γη τον ίδιο τον γιο Του<br />τον σκότωσαν κι Αυτόν οι άνθρωποι, [[αλλά]] [[ακόμη]] και [[τότε]] δεν έσβησε την [[αγάπη]] για τους ανθρώπους [[αλλά]] τή φούντωσε [[ακόμη]] περισότερο, Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> η [[αγάπη]] του ανθρώπου, η [[αφοσίωση]] στον θεό και στους αγίους («τρωθεῑσα τῷ ἀσωμάτῳ καὶ διαπύρῳ βέλει τοῦ ἔρωτος» — πληγωμένη η [[ψυχή]] από το άυλο και διάπυρο [[βέλος]] του έρωτα<br />Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υπερβολικά έντονη [[χαρά]] («ἔφριξ’ ἔρωτι, περιχαρὴς δ’ ἀνεπτάμην»)<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ ἔρωτες</i><br />η ερωτική [[πράξη]], οι σεξουαλικές σχέσεις («οὐχ ὅσί ἔρωτες», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η ήδη ομηρική λ. [[έρως]] ανήκει στα σιγμόληκτα ουσιαστικά, αναγόμενη σε αρχικό [[θέμα]] <i>ερασ</i>-, το οποίο εμφανίζεται σε παράγωγα (πρβλ. <i>ερασ</i>-<i>τός</i>, <i>εράσ</i>-<i>μιος</i> και αιολ. [[εραννός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ερασ</i>-<i>νός</i>). Παρά την ιδιαίτερη σημασιολογική [[απόχρωση]] που έχει [[κάθε]] λ. της λεξιλογικής ομάδας με τη [[σημασία]] «[[αγάπη]]», η [[ιδιαιτερότητα]] στη [[σημασία]] [[κάθε]] λέξεως καταδεικνύεται από το γλωσσικό [[περιβάλλον]] στο οποίο απαντά [[κάθε]] [[φορά]]. Η λεξιλογική [[οικογένεια]] του «<i>ἐρως</i>» αναφέρεται, τόσο στην Αρχαία όσο και στη Νέα, μόνο στην ερωτική [[αγάπη]], εν αντιθέσει [[προς]] τα [[φιλία]] / [[φιλώ]] / [[φίλος]], τα οποία δηλώνουν περισσότερο τη [[σημασία]] «[[οικείος]]», [[αλλά]] και [[προς]] τα [[στέργω]] / [[στοργή]], που αναφέρονται σε σχέσεις γονέων [[προς]] [[παιδιά]] ή ανωτέρων [[προς]] κατωτέρους]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |