Anonymous

ἐπιψαύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα"
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιψαύω]]) [[ψαύω]]<br />[[αγγίζω]] [[ελαφρά]] την [[επιφάνεια]], [[αγγίζω]] [[ελαφρά]] («oὔτ΄ ἄρ’ ἐπιψαύων σάκεος», <b>Ησίοδ.</b>)||<b>αρχ.-μσν.</b> (για γεγονότα ή [[ενέργεια]]) [[κάνω]] σύντομη [[μνεία]] («τὰ δὲ καὶ εἴρηκα αὐτῶν ἐπιψαύσας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) [[απλώνω]] το [[χέρι]] και [[πιάνω]] [[κάτι]] («χεῑρα δεξιάν ὁρᾷς κώπης ἐπιψαύουσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ναυαγούς) «[[ἐπιψαύω]] γῆς» — [[φθάνω]] στην [[ξηρά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὅς τ’ ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν» — τόσο λίγο μπορεί να φτάσει με το [[μυαλό]] του, <b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=(AM [[ἐπιψαύω]]) [[ψαύω]]<br />[[αγγίζω]] [[ελαφρά]] την [[επιφάνεια]], [[αγγίζω]] [[ελαφρά]] («oὔτ΄ ἄρ’ ἐπιψαύων σάκεος», <b>Ησίοδ.</b>)||<b>αρχ.-μσν.</b> (για γεγονότα ή [[ενέργεια]]) [[κάνω]] σύντομη [[μνεία]] («τὰ δὲ καὶ εἴρηκα αὐτῶν ἐπιψαύσας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) [[απλώνω]] το [[χέρι]] και [[πιάνω]] [[κάτι]] («χεῖρα δεξιάν ὁρᾷς κώπης ἐπιψαύουσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ναυαγούς) «[[ἐπιψαύω]] γῆς» — [[φθάνω]] στην [[ξηρά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὅς τ’ ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν» — τόσο λίγο μπορεί να φτάσει με το [[μυαλό]] του, <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm