Anonymous

ιππεύτρια: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ"
(Created page with "{{grml |mltxt=ιππέας, ο, θηλ. ιππεύτρια (ΑΜ ἱππεύς, -έως, Α επικ. γεν. ἱππῆος) ίππος<br /><b>1.</b> αυτ...")
 
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ιππέας]], ο, θηλ. [[ιππεύτρια]] (ΑΜ [[ἱππεύς]], -έως, Α επικ. γεν. ἱππῆος) [[ίππος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανεβαίνει στο [[άλογο]], [[έφιππος]], [[καβαλάρης]] («κοὔτε τις [[ἄγγελος]] [[οὔτε]] τις [[ἱππεύς]]... ἀφικνεῑται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στρατιώτης]] που ανήκει στο [[σώμα]] του ιππικού ασκημένος στην [[ιππασία]] και στο να μάχεται [[έφιππος]] («οὔ πως ἔστιν καταβήμεναι οὐδὲ μάχεσθαι ἱππεῡσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ηνίοχος]] άρματος ή ο [[πολεμιστής]] που μάχεται [[πάνω]] σε [[άρμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που συμμετέχει σε αγώνες αρματοδρομίας<br /><b>3.</b> [[ιπποκόμος]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] ευκίνητων καβουριών<br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Ἱππεύς]]<br />[[ονομασία]] ενός κομήτη<br /><b>6.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας καρπών<br /><b>7.</b> [[κόσμημα]] για μικρά κορίτσια<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἱππεῑς</i><br />α) οι πολίτες που αποτελούσαν [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] σε πολλές πόλεις την αριστοκρατική [[τάξη]]<br />β) (στη [[Σπάρτη]]) αυτοί που αποτελούσαν τη [[σωματοφυλακή]] του βασιλιά<br />γ) ([[κατά]] τη [[νομοθεσία]] του Σόλωνος) οι πολίτες που ανήκαν στη δεύτερη [[τάξη]] πολιτών<br />δ) οι [[βαριά]] οπλισμένοι μαχητές, σε [[αντίθεση]] με τους [[ελαφρά]] οπλισμένους πεζούς και τοξότες<br />9) <b>φρ.</b> «τῆς πολιτείας [[ἱππεύς]]» — [[δημόσιος]] [[ταχυδρόμος]].
|mltxt=[[ιππέας]], ο, θηλ. [[ιππεύτρια]] (ΑΜ [[ἱππεύς]], -έως, Α επικ. γεν. ἱππῆος) [[ίππος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανεβαίνει στο [[άλογο]], [[έφιππος]], [[καβαλάρης]] («κοὔτε τις [[ἄγγελος]] [[οὔτε]] τις [[ἱππεύς]]... ἀφικνεῖται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στρατιώτης]] που ανήκει στο [[σώμα]] του ιππικού ασκημένος στην [[ιππασία]] και στο να μάχεται [[έφιππος]] («οὔ πως ἔστιν καταβήμεναι οὐδὲ μάχεσθαι ἱππεῡσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ηνίοχος]] άρματος ή ο [[πολεμιστής]] που μάχεται [[πάνω]] σε [[άρμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που συμμετέχει σε αγώνες αρματοδρομίας<br /><b>3.</b> [[ιπποκόμος]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] ευκίνητων καβουριών<br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Ἱππεύς]]<br />[[ονομασία]] ενός κομήτη<br /><b>6.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας καρπών<br /><b>7.</b> [[κόσμημα]] για μικρά κορίτσια<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἱππεῑς</i><br />α) οι πολίτες που αποτελούσαν [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] σε πολλές πόλεις την αριστοκρατική [[τάξη]]<br />β) (στη [[Σπάρτη]]) αυτοί που αποτελούσαν τη [[σωματοφυλακή]] του βασιλιά<br />γ) ([[κατά]] τη [[νομοθεσία]] του Σόλωνος) οι πολίτες που ανήκαν στη δεύτερη [[τάξη]] πολιτών<br />δ) οι [[βαριά]] οπλισμένοι μαχητές, σε [[αντίθεση]] με τους [[ελαφρά]] οπλισμένους πεζούς και τοξότες<br />9) <b>φρ.</b> «τῆς πολιτείας [[ἱππεύς]]» — [[δημόσιος]] [[ταχυδρόμος]].
}}
}}