ιππεύτρια

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

ιππέας, ο, θηλ. ιππεύτρια (ΑΜ ἱππεύς, -έως, Α επικ. γεν. ἱππῆος) ίππος
1. αυτός που ανεβαίνει στο άλογο, έφιππος, καβαλάρης («κοὔτε τις ἄγγελος οὔτε τις ἱππεύς... ἀφικνεῖται», Αισχύλ.)
2. στρατιώτης που ανήκει στο σώμα του ιππικού ασκημένος στην ιππασία και στο να μάχεται έφιππος («οὔ πως ἔστιν καταβήμεναι οὐδὲ μάχεσθαι ἱππεῡσι», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. ο ηνίοχος άρματος ή ο πολεμιστής που μάχεται πάνω σε άρμα
2. αυτός που συμμετέχει σε αγώνες αρματοδρομίας
3. ιπποκόμος
4. είδος ευκίνητων καβουριών
5. ως κύριο όν. Ἱππεύς
ονομασία ενός κομήτη
6. μέτρο χωρητικότητας καρπών
7. κόσμημα για μικρά κορίτσια
8. στον πληθ. οἱ ἱππεῖς
α) οι πολίτες που αποτελούσαν κατά την αρχαιότητα σε πολλές πόλεις την αριστοκρατική τάξη
β) (στη Σπάρτη) αυτοί που αποτελούσαν τη σωματοφυλακή του βασιλιά
γ) (κατά τη νομοθεσία του Σόλωνος) οι πολίτες που ανήκαν στη δεύτερη τάξη πολιτών
δ) οι βαριά οπλισμένοι μαχητές, σε αντίθεση με τους ελαφρά οπλισμένους πεζούς και τοξότες
9) φρ. «τῆς πολιτείας ἱππεύς» — δημόσιος ταχυδρόμος.