Anonymous

συνήθεια: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ"
m (Text replacement - "(v.l.)" to "(v.l.)")
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. [[συνηθία]] Α [[συνήθης]]<br /><b>1.</b> έξη, [[ιδίως]] [[φυσική]] [[διάθεση]] του σώματος, που οφείλεται στη συνεχή [[επανάληψη]] μιας άσκησης ή μιας πράξης (α. «το πολύ [[περπάτημα]] μού έχει γίνει [[συνήθεια]] και δεν κουράζομαι πια» β. «μέγα ἡ [[συνήθεια]] καὶ [[φύσις]] ἔχει δύναμιν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[τρόπος]] ζωής ή [[συμπεριφορά]] που επαναλαμβάνεται ομοιότυπα (α. «το 'χω [[συνήθεια]] να [[κοιμάμαι]] λίγο το [[μεσημέρι]]» β. «κατὰ συνήθειαν τοῦ προτέρου βίου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[έθος]], [[έθιμο]] («[[είναι]] [[συνήθεια]] στον [[τόπο]] μας να γίνεται [[γλέντι]] [[πριν]] την [[τελετή]] του γάμου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[άτυπος]], κατ' [[έθος]] [[κανόνας]] συμπεριφοράς σε ορισμένο κύκλο βιοτικών σχέσεων<br /><b>2.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[κάθε]] τακτικά επαναλαμβανόμενη [[συμπεριφορά]] που απαιτεί ελάχιστη ή και [[καθόλου]] [[σκέψη]] και [[είναι]] περισσότερο [[αποτέλεσμα]] μάθησης [[παρά]] έμφυτη<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι συνήθειες</i><br /><b>(κοινων.)</b> κανόνες ή τρόποι συμπεριφοράς που θεωρείται ότι εκφράζουν τον κοινωνικά παραδεκτό τρόπο ενέργειας, [[χωρίς]] όμως να έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα και [[χωρίς]] να συνοδεύονται από ένα [[σύστημα]] κυρώσεων ή τυπικού ελέγχου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιωτικός]] [[μισθός]]<br /><b>2.</b> [[μισθός]] δικαστών ή γραφέων<br /><b>3.</b> αγώνες που τελούνταν σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο<br /><b>4.</b> [[είδος]] φορολογίας<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ συνήθειαι</i><br />τα [[έμμηνα]] τών [[γυναικών]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[φιλοδώρημα]] που συνήθιζαν να δίνουν, τα [[τυχερά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστροφή]], φιλική [[σχέση]] («αἱ πρὸς ἀλλήλους συνήθειαι», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> ερωτικό [[σμίξιμο]], [[συνουσία]]<br /><b>3.</b> (για ζώα) ο [[συναγελασμός]]<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η [[αγέλη]]<br /><b>5.</b> (για στρατιώτες) [[τάγμα]], [[λόχος]]<br /><b>6.</b> [[εξάσκηση]] ή [[εφαρμογή]] («πολλῆς δεῑται ἐμπειρίας και συνηθείας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> [[πείρα]]<br /><b>8.</b> (σχετικά με λόγο) α) η [[συνήθης]] [[χρήση]] της γλώσσας<br />β) η [[κοινή]] [[γλώσσα]]<br /><b>9.</b> [[λέσχη]], [[συντεχνία]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. [[συνηθία]] Α [[συνήθης]]<br /><b>1.</b> έξη, [[ιδίως]] [[φυσική]] [[διάθεση]] του σώματος, που οφείλεται στη συνεχή [[επανάληψη]] μιας άσκησης ή μιας πράξης (α. «το πολύ [[περπάτημα]] μού έχει γίνει [[συνήθεια]] και δεν κουράζομαι πια» β. «μέγα ἡ [[συνήθεια]] καὶ [[φύσις]] ἔχει δύναμιν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[τρόπος]] ζωής ή [[συμπεριφορά]] που επαναλαμβάνεται ομοιότυπα (α. «το 'χω [[συνήθεια]] να [[κοιμάμαι]] λίγο το [[μεσημέρι]]» β. «κατὰ συνήθειαν τοῦ προτέρου βίου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[έθος]], [[έθιμο]] («[[είναι]] [[συνήθεια]] στον [[τόπο]] μας να γίνεται [[γλέντι]] [[πριν]] την [[τελετή]] του γάμου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[άτυπος]], κατ' [[έθος]] [[κανόνας]] συμπεριφοράς σε ορισμένο κύκλο βιοτικών σχέσεων<br /><b>2.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[κάθε]] τακτικά επαναλαμβανόμενη [[συμπεριφορά]] που απαιτεί ελάχιστη ή και [[καθόλου]] [[σκέψη]] και [[είναι]] περισσότερο [[αποτέλεσμα]] μάθησης [[παρά]] έμφυτη<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι συνήθειες</i><br /><b>(κοινων.)</b> κανόνες ή τρόποι συμπεριφοράς που θεωρείται ότι εκφράζουν τον κοινωνικά παραδεκτό τρόπο ενέργειας, [[χωρίς]] όμως να έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα και [[χωρίς]] να συνοδεύονται από ένα [[σύστημα]] κυρώσεων ή τυπικού ελέγχου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιωτικός]] [[μισθός]]<br /><b>2.</b> [[μισθός]] δικαστών ή γραφέων<br /><b>3.</b> αγώνες που τελούνταν σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο<br /><b>4.</b> [[είδος]] φορολογίας<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ συνήθειαι</i><br />τα [[έμμηνα]] τών [[γυναικών]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[φιλοδώρημα]] που συνήθιζαν να δίνουν, τα [[τυχερά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστροφή]], φιλική [[σχέση]] («αἱ πρὸς ἀλλήλους συνήθειαι», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> ερωτικό [[σμίξιμο]], [[συνουσία]]<br /><b>3.</b> (για ζώα) ο [[συναγελασμός]]<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η [[αγέλη]]<br /><b>5.</b> (για στρατιώτες) [[τάγμα]], [[λόχος]]<br /><b>6.</b> [[εξάσκηση]] ή [[εφαρμογή]] («πολλῆς δεῖται ἐμπειρίας και συνηθείας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> [[πείρα]]<br /><b>8.</b> (σχετικά με λόγο) α) η [[συνήθης]] [[χρήση]] της γλώσσας<br />β) η [[κοινή]] [[γλώσσα]]<br /><b>9.</b> [[λέσχη]], [[συντεχνία]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm