Anonymous

προστρίβω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[τρίβω]]<br />[[τρίβω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε ή με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποδίδω]] («πᾱν τὸ ἀνθρώπειον [[πάθος]] τοῖς θεοῑς προστρίβειν», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (με καλή σημ.) [[προσάπτω]] («πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῖς κεκτημένοις», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσδίδω]] («προστρίβεσθαι [χροιᾱς] [[φάντασμα]] τοῖς ὁρατοῖς», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] το μέσ.) <i>προστρίβομαι</i><br />(με κακή σημ.) [[επιβάλλω]] ή [[ενεργώ]] ώστε να επιβληθεί σε κάποιον [[κάτι]] («ὑμῖν τὸ [[μήνιμα]] τῶν ἀλιτηρίων προστρίψομαι», Αντιφ.)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> φθείρομαι λόγω τριβής, εξαντλούμαι («ἀμβλὺν ἤδη προστετριμμένον τε πρὸς ἄλλοισιν οἴκοις», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=ΝΑ [[τρίβω]]<br />[[τρίβω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε ή με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποδίδω]] («πᾱν τὸ ἀνθρώπειον [[πάθος]] τοῖς θεοῖς προστρίβειν», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (με καλή σημ.) [[προσάπτω]] («πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῖς κεκτημένοις», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσδίδω]] («προστρίβεσθαι [χροιᾱς] [[φάντασμα]] τοῖς ὁρατοῖς», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] το μέσ.) <i>προστρίβομαι</i><br />(με κακή σημ.) [[επιβάλλω]] ή [[ενεργώ]] ώστε να επιβληθεί σε κάποιον [[κάτι]] («ὑμῖν τὸ [[μήνιμα]] τῶν ἀλιτηρίων προστρίψομαι», Αντιφ.)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> φθείρομαι λόγω τριβής, εξαντλούμαι («ἀμβλὺν ἤδη προστετριμμένον τε πρὸς ἄλλοισιν οἴκοις», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm