3,274,919
edits
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ου, ο, ΝΑ, και [[περίπλοος]], -όου, Α<br /><b>1.</b> [[πλους]], [[ταξίδι]] [[γύρω]] από τις ακτές νήσου ή ηπείρου («ο [[περίπλους]] της Αφρικής» β. «δείσαντες [[μάλιστα]] τὸν περίπλοον τοῦ Ἄθω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φιλολ.</b> γεωγραφικό [[κείμενο]] που περιγράφει τα παράλια, [[κατά]] την κύρια [[σημασία]] του ὁρου, μιας κλειστής θαλάσσιας περιοχής, όπως [[είναι]] λ.χ. η Μεσόγειος Θάλασσα και ο Εύξεινος Πόντος, ή, γενικότερα, οποιασδήποτε εκτεταμένης ακτής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ειδική σημ.) [[πλους]] [[γύρω]] από τον στόλο εχθρού<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ταξίδι]] στην [[ξηρά]], [[περιοδεία]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Περίπλους</i><br />[[τίτλος]] πολλών γεωγραφικών συγγραμμάτων, όπως του Καρχηδονίου Άννωνος, του Νεάρχου, του Πυθέου, του Αρριανού ή του Σκύλακος και του Αγαθαρχίδη<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το [[ταξίδι]] της ψυχής [[κατά]] τη [[μετεμψύχωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. του επιθ. [[περίπλους]]].<br /> <b>(II)</b><br />-ουν και, -οος, -οον, Α [[περιπλέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πλέει [[γύρω]] από κάποιον [[τόπο]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιβάλλει [[κάτι]] («σὺν | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ου, ο, ΝΑ, και [[περίπλοος]], -όου, Α<br /><b>1.</b> [[πλους]], [[ταξίδι]] [[γύρω]] από τις ακτές νήσου ή ηπείρου («ο [[περίπλους]] της Αφρικής» β. «δείσαντες [[μάλιστα]] τὸν περίπλοον τοῦ Ἄθω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φιλολ.</b> γεωγραφικό [[κείμενο]] που περιγράφει τα παράλια, [[κατά]] την κύρια [[σημασία]] του ὁρου, μιας κλειστής θαλάσσιας περιοχής, όπως [[είναι]] λ.χ. η Μεσόγειος Θάλασσα και ο Εύξεινος Πόντος, ή, γενικότερα, οποιασδήποτε εκτεταμένης ακτής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ειδική σημ.) [[πλους]] [[γύρω]] από τον στόλο εχθρού<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ταξίδι]] στην [[ξηρά]], [[περιοδεία]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Περίπλους</i><br />[[τίτλος]] πολλών γεωγραφικών συγγραμμάτων, όπως του Καρχηδονίου Άννωνος, του Νεάρχου, του Πυθέου, του Αρριανού ή του Σκύλακος και του Αγαθαρχίδη<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το [[ταξίδι]] της ψυχής [[κατά]] τη [[μετεμψύχωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. του επιθ. [[περίπλους]]].<br /> <b>(II)</b><br />-ουν και, -οος, -οον, Α [[περιπλέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πλέει [[γύρω]] από κάποιον [[τόπο]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιβάλλει [[κάτι]] («σὺν λοβοῖς [[πολλάκις]] κοίλῃ περιπλόοις», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> ([[κυρίως]] για πορθμό) αυτός διά μέσου του οποίου μπορεί [[κανείς]] να πλεύσει από τη μία [[ακτή]] ώς την [[απέναντι]]<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός [[γύρω]] από τον οποίο μπορεί να πλεύσει [[κανείς]] («αὔτη [[περίπλους]] ἐστὶν ἡ γῆ τὰ ξυντομώτατα», <b>Θουκ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |