3,258,334
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[εὐμάρεια]] και [[εὐμαρία]]) [[ευμαρής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αφθονία]] υλικών μέσων, [[ευπορία]], άνετη ζωή, υλική [[ευημερία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευχέρεια]], [[ευκολία]] στο να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]] («ἐζήτησε... τόκοισιν εὐμάρειαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευκολία]] στην [[κίνηση]], [[ευκινησία]], [[δεξιότητα]], [[επιτηδειότητα]]<br /><b>3.</b> (για εσωτερική [[κατάσταση]]) καλή [[κατάσταση]], [[άνεση]], [[ανάπαυση]], [[ανακούφιση]] («εὐμαρείᾳ χρώμενος [[πολλῇ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐμαρείῃ | |mltxt=η (Α [[εὐμάρεια]] και [[εὐμαρία]]) [[ευμαρής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αφθονία]] υλικών μέσων, [[ευπορία]], άνετη ζωή, υλική [[ευημερία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευχέρεια]], [[ευκολία]] στο να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]] («ἐζήτησε... τόκοισιν εὐμάρειαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευκολία]] στην [[κίνηση]], [[ευκινησία]], [[δεξιότητα]], [[επιτηδειότητα]]<br /><b>3.</b> (για εσωτερική [[κατάσταση]]) καλή [[κατάσταση]], [[άνεση]], [[ανάπαυση]], [[ανακούφιση]] («εὐμαρείᾳ χρώμενος [[πολλῇ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐμαρείῃ χρᾶσθαι»<br />(κατ' ευφ.) το να αφοδεύει, να αποπατεί [[κανείς]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «εὐμάρειαν παρασκεύαζειν» — το να παρασκευάζει [[κανείς]] εύκολα ή με [[πρόχειρα]] [[μέσα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «εὐμάρειά ἐστι» — [[είναι]] εύκολο να...<br />δ) «δι' ευμαρείας» — εύκολα (<b>Λουκιαν.</b>)<br />ε) «μετὰ πάσης εὐμαρείας» — με [[κάθε]] [[ευκολία]]<br />στ) «κατὰ πολλὴν εὐμάρειαν» — με πολλή [[ευκολία]], με [[αφθονία]]<br /><b>5.</b> [[αφθονία]] («[[εὐμάρεια]] τούτου», <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |