εὐμάρεια
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (Ion. dat. εὐμαρέη is found in Hdt.2.35 codd., cited by Greg.Cor.p.521 S., Suid.), also εὐμαρία Pl.Ly.204d, but Ion. acc. εὐμαρίην only as v.l. for -είην in Hdt.4.113: -
A easiness, ease, opportunity, τινι for doing a thing, E.Fr.181; but more commonly τινος, S.Ph.284, 704 (lyr.); εὐμάρεια φυγῆς Anon. ap. Suid.; τῆς ζητήσεως Arist.Pol.1276a24.
2 ease of movement, dexterity, χεροῖν E.Ba.1128, cf. Arist. Mu.398b35.
3 of internal condition, ease, comfort, εὐμαρείᾳ χρώμενος πολλῇ S.Tr.193; but also εὐμαρείῃ (εὐμαρέῃ codd.) χρᾶσθαι euphemism for alvum exonerare, to ease oneself, Hdt.2.35, cf. 4.113; εὐμάρειαν παρασκευάζειν to provide easy means or provide ready means, Pl.Lg.738d; πρὸς τὰς ἐκ Διὸς ὥρας εὐ. μηχανᾶσθαι provision for, protection against, Id.Prt. 321a; εὐμάρειά ἐστι c. inf., it is easy to... Id.Ly.l.c., X.Oec.5.9; δι' εὐμαρείας = easily, Luc.Am.13; κατὰ πολλὴν εὐμάρειαν, μετὰ πάσης εὐμαρείας, Ph.2.428, 1.670; πρὸς εὐμάρειάν τινος for his convenience, Luc.Hipp.5; ἐν πάσῃ εὐ. εὐθὺς γίνεται M.Ant.4.3.
German (Pape)
[Seite 1079] ἡ, ion. εὐμαρέη, Her. 2, 35, u. εὐμαρίη, 4, 113, Leichtigkeit; – al Gewandtheit, χ εροῖν Eur. Bacch. 1127; auch übertr., M. Ant. 4, 3. – b) womit sich Etwas thun läßt, Bequemlichkeit, Mühelosigkeit, εὐμάρεια ἡμῖν ἐστιν ἀκούειν, leicht geschieht es, daß, Plat. Lys. 204, d; εὐμάρειαν εἰς τὰς χρείας ἑκάστας παρασκευάζειν Legg. V, 738 d; εὐμαρείᾳ χρῆσθαι, es leicht haben, Soph. Tr. 191; aber Phil. 284 = Fülle, Überfluß; Sp., πρὸς τὴν τῶν ἀνιόντων εὐμάρειαν, zur Bequemlichkeit, Luc. baln. 5; δι' εὐμαρείας, mit Leichtigkeit, Amor. 13; bequeme Gelegenheit, Xen. Oec. 5, 9; ζητήσεως Arist. pol. 3, 3. – Erleichterungsmittel, εὑρίσκειν εὐμάρειάν τινος Soph. Phil. 697; ἐζήτησε τόκοισιν εὐμάρειαν Eur. trg. bei E. M 411; πρὸς τὰς ἐκ Διὸς ὥρας εὐμάρειαν ἐμηχανᾶτο Plat. Prot. 321 a, d. i. Schutzmittel gegen die Jahreszeiten. – Bei Her. a. a. O. Ausleerung durch den Stuhlgang, u. Ort dazu, Bequemlichkeit.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 facilité, aisance, commodité en gén. : εὐμαρείᾳ χρῆσθαι SOPH avoir toute facilité pour qch;
2 aisance du bas ventre ; εὐμαρίῃ (ion.) χρῆσθαι HDT aller à la selle, se tenir le ventre libre.
Étymologie: εὐμαρής.
Russian (Dvoretsky)
εὐμάρεια: и εὐμᾰρία, ион. εὐμαρείη, εὐμαρέη и εὐμαρίη ἡ
1 легкость, удобство (τινος Arst.; реже τινι Eur.): εὐ. πόρου Soph. легкость передвижения; εὐ. ἡμῖν ἐστιν οἴεσθαι Plat. немудрено, что нам кажется (будто …); δι᾽ εὐμαρείας Luc. с легкостью, легко; πρὸς εὐμάρειάν τινος Luc. для чьего-л. удобства;
2 возможность, средство (удовлетворения или защиты) (εὐμάρειαν παρασκευάζειν εἴς τι или μηχανᾶσθαι πρός τι Plat.): εὐμαρείᾳ χρῆσθαι Soph. обладать возможностью, иметь возможность; εὐμαρίῃ χρᾶσθαι euphemism Her. облегчаться = alvum exonerare;
3 ловкость, проворство (χεροῖν Eur.);
4 множество, обилие: πολλὴ εὐ. τινος Soph. несметное множество чего-л.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμάρεια: ἡ, Ἰων. -ίη (οὐχὶ -έη, ἴδε Koen. Γρηγόρ. Κορίνθου σ. 521)· εὐχέρεια, εὐκολία, εὐκαιρία, τινι, ὅπως πράξη τίς τι, Εὐρ. Ἀποσπ. 181· ἀλλὰ συνηθέστερόν τινος Σοφ. Φιλ. 284, 704· εὐμ. φυγῆς Ἀνών. παρὰ Σουΐδ· τῆς ζητήσεως Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 3, 4 2) εὐκινησία, δεξιότης, χεροῖν Εὐρ. Βάκχ. 1128· μεταφ., ἐπὶ τῆς διανοίας, Μ. Ἀντών. 1. 3. 3) ἐπὶ ἐσωτερικῆς καταστάσεως, καλὴ κατάστασις, ἀνάπαυσις, εὐμαρείᾳ χρῆσθαι, ἡσυχίαν ἄγειν, ἐν ἡσυχίᾳ διάγειν, Σοφ. Τρ. 193· ἀλλ’ ὡσαύτως, εὐμαρίῃ χρᾶσθαι εὐφημιστικῶς = alvum exonerare, ἀφοδεύειν, ἀποπατεῖν, Ἡρόδ. 2. 85, πρβλ. 4.113· εὐμ. παρασκευάζειν, παρασκευάζειν εὔκολα ἢ πρόχειρα μέσα, Πλάτ. Νόμ. 738D· πρὸς τὰς Διὸς ὥρας εὐμ. μηχανᾶσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 321Α· εὐμ. ἐστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι εὔκολον νά..., ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 204D, Ξεν. Οἰκ. 5. 9· δι’ εὐμαρείας, εὐμαρῶς, εὐκόλως, Λουκ. Ἔρωτες 13· πρὸς εὐμάρειάν τινος, πρὸς εὐκολίαν τινός, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππίᾳ 5.
Greek Monolingual
η (Α εὐμάρεια και εὐμαρία) ευμαρής
νεοελλ.
αφθονία υλικών μέσων, ευπορία, άνετη ζωή, υλική ευημερία
αρχ.
1. ευχέρεια, ευκολία στο να κάνει κάποιος κάτι («ἐζήτησε... τόκοισιν εὐμάρειαν», Ευρ.)
2. ευκολία στην κίνηση, ευκινησία, δεξιότητα, επιτηδειότητα
3. (για εσωτερική κατάσταση) καλή κατάσταση, άνεση, ανάπαυση, ανακούφιση («εὐμαρείᾳ χρώμενος πολλῇ», Σοφ.)
4. φρ. α) «εὐμαρείῃ χρᾶσθαι»
(κατ' ευφ.) το να αφοδεύει, να αποπατεί κανείς (Ηρόδ.)
β) «εὐμάρειαν παρασκεύαζειν» — το να παρασκευάζει κανείς εύκολα ή με πρόχειρα μέσα (Πλάτ.)
γ) «εὐμάρειά ἐστι» — είναι εύκολο να...
δ) «δι' ευμαρείας» — εύκολα (Λουκιαν.)
ε) «μετὰ πάσης εὐμαρείας» — με κάθε ευκολία
στ) «κατὰ πολλὴν εὐμάρειαν» — με πολλή ευκολία, με αφθονία
5. αφθονία («εὐμάρεια τούτου», Σοφ.).
Greek Monotonic
εὐμάρεια: ἡ, Ιων. —ίη,·
1. ευκολία, ευχέρεια, ευκαιρία, τινος, στην εκτέλεση ενός πράγματος, σε Σοφ.
2. ευκινησία, επιδεξιότητα, σβελτάδα, σε Ευρ.
3. λέγεται για κατάσταση, καλή κατάσταση, άνεση, καλοπέραση, ανάπαυση, εὐμαρείᾳ χρῆσθαι, βρίσκομαι σε ησυχία, είμαι σε άνεση, σε Σοφ.· αλλά επίσης, εὐμαρίῃ χρᾶσθαι, ευφημ. αντί alvum exonerare, ανακουφίζομαι, αφοδεύω, αποπατώ, σε Ηρόδ.· εὐμ. πρός τι, πρόβλεψη για, προστασία έναντι, σε Πλάτ.
Middle Liddell
εὐμάρεια, ἡ,
1. easiness, ease, opportunity, τινος for doing a thing, Soph.
2. ease of movement, dexterity, Eur.
3. of condition, ease, comfort, εὐμαρείᾳ χρῆσθαι to be at ease, in comfort, Soph.; but also, εὐμαρίῃ χρᾶσθαι euphemism for alvum exonerare, to ease oneself, Hdt.; εὐμ. πρός τι provision for, protection against, Plat. [from εὐμᾰρής]
English (Woodhouse)
comfort, ease, comfortable circumstances, easy circumstances, opportunity for
Mantoulidis Etymological
(=εὐκολία, ἄνεση). Ἀπό τό εὐμαρής (=εὔκολος), (εὖ + μάρη = χέρι).
Translations
dexterity
Bulgarian: сръчност, ловкост; Catalan: destresa; Chinese Mandarin: 機巧, 机巧, 靈巧, 灵巧; Czech: zručnost, šikovnost; Danish: fingerfærdighed; Dutch: handigheid; Finnish: näppäryys, taitavuus; French: dextérité; Georgian: მოხერხებულობა, სიმარჯვე, ოსტატურობა, გაწაფულობა, სიმკვირცხლე, შნო; German: Fingerfertigkeit, Geschicklichkeit, Gewandtheit; Greek: επιδεξιότητα, δεξιοσύνη, επιτηδειότητα, μαστοριά; Ancient Greek: ἀμφιδεξιότης, δεινότης, δεξιότης, ἐπιδεξιότης, εὐθιξία, εὐμάρεια, εὐχειρία, εὐχειρίη, εὐχέρεια, πρᾶξις, ταχυχειρία; Hebrew: זריזות, גמישות, מיומנות, קלות תנועה; Hungarian: kézügyesség, ügyesség, fürgeség; Indonesian: ketangkasan; Italian: destrezza; Japanese: 器用さ, 素早さ; Latin: agilitas, pernicitas; Lithuanian: miklumas; Macedonian: спретност, умешност; Old English: handcræft; Persian: چیرهدستی, زبردستی, تردستی; Polish: zręczność, zwinność; Portuguese: destreza; Romanian: dexteritate, îndemânare, iscusință, dibăcie, abilitate; Russian: ловкость, сноровка, проворность, проворство, подвижность; Slovak: zručnosť, obratnosť; Spanish: destreza; Swedish: skicklighet, fingerfärdighet, händighet; Telugu: నైపుణ్యము