Anonymous

κτυπέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κτυπέω''': ἀόρ. α΄ ἐκτύπησα Εὐρ. Φοίν. 1181, ποιητ. κτύπησα Σοφ. Ο. Κ. 1606, Εὐρ. Ὀρ. 1467· Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἔκτῠπον ([[ὅπερ]] μιμεῖται ὁ Σοφ. Ο. Κ. 1456), καὶ κτύπον Ἰλ. ― Παθ., ἴδε κατωτ.· ([[κτύπος]]). Παταγῶ, κροτῶ ὡς τὰ πίπτοντα δένδρα, μέγα κτυπέουσαι πῖπτον Ἰλ. Ψ. 119, πρβλ. Ν. 140· [[συχνάκις]] ἐπὶ βροντῆς, [[Ζεὺς]] [[ἔκτυπε]] Θ. 75, πρβλ. Η. 479, Ὀδ. Φ 413, κτλ.· οὕτω, ἔκτυπεν αἰθὴρ Σοφ. Ο. Κ. 1456· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλάτ. Πολ. 396Β. 2) κροτῶ, ἀντηχῶ, κτυπέει δέ τ’ ὑπ’ [[αὐτοῦ]] ὕλη, «ἠχεῖ δὲ ὑπ’ ἀυτοῦ (δηλ. τοῦ χειμάρρου) ὁ δρυμὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 140· ἀμφὶ δ’ ἐκτύπουν πέτραι, ἀντήχουν ἐν τῶν κραυγῶν τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ Τρ. 787· κτ. Διὸς βρονταῖσιν Εὐρ. Κύκλ. 328· δρομήμασιν ὁ αὐτ. ἐν Μήδ. 1180· τοῖν ποδοῖν κτ., κροτεῖν ἠχηρῶς διὰ τῶν ποδῶν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 545· σιδηρῷ ὑποδήματι Λουκ. π. Ὀρχ. 83· ― σπανίως ἐπὶ προσώπων, πάντες... μετὰ χαρᾶς κτυπήσατε, βοήσατε, Κωμ. Ἀνώνυμ. 362· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., φόρον κτυπεῖν, ὡς τὸ κλάζειν Ἄρη, Εὐρ. Ρῆσ. 308. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] νὰ ἠχήσῃ ἢ νὰ ἀντηχήσῃ τι, χθόνα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 61· μετὰ διπλῆς αἰτιατ., κτύπησε [[κρᾶτα]]... πλαγάν, ἔκαμε νὰ κροτήσῃ διὰ τῆς πληγῆς, ἢ κατήνεγκεν ἠχηρὸν [[κτύπημα]] κατὰ τῆς κεφαλῆς, Εὐρ. Ὀρ. 1467 (ἀλλὰ τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι: πλαγᾷ)· ― [[ἐντεῦθεν]] [[πάλιν]] ἐν τῷ πληθ., κροτῶ, ἀντηχῶ, Ἀριστοφ. Πλ. 758, Θεσμ. 995· κτυπηθῆναι τὰ ὦτα Φιλόστρ. 266.
|lstext='''κτυπέω''': ἀόρ. α΄ ἐκτύπησα Εὐρ. Φοίν. 1181, ποιητ. κτύπησα Σοφ. Ο. Κ. 1606, Εὐρ. Ὀρ. 1467· Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἔκτῠπον ([[ὅπερ]] μιμεῖται ὁ Σοφ. Ο. Κ. 1456), καὶ κτύπον Ἰλ. ― Παθ., ἴδε κατωτ.· ([[κτύπος]]). Παταγῶ, κροτῶ ὡς τὰ πίπτοντα δένδρα, μέγα κτυπέουσαι πῖπτον Ἰλ. Ψ. 119, πρβλ. Ν. 140· [[συχνάκις]] ἐπὶ βροντῆς, [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ἔκτυπε]] Θ. 75, πρβλ. Η. 479, Ὀδ. Φ 413, κτλ.· οὕτω, ἔκτυπεν αἰθὴρ Σοφ. Ο. Κ. 1456· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλάτ. Πολ. 396Β. 2) κροτῶ, ἀντηχῶ, κτυπέει δέ τ’ ὑπ’ [[αὐτοῦ]] ὕλη, «ἠχεῖ δὲ ὑπ’ ἀυτοῦ (δηλ. τοῦ χειμάρρου) ὁ δρυμὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 140· ἀμφὶ δ’ ἐκτύπουν πέτραι, ἀντήχουν ἐν τῶν κραυγῶν τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ Τρ. 787· κτ. Διὸς βρονταῖσιν Εὐρ. Κύκλ. 328· δρομήμασιν ὁ αὐτ. ἐν Μήδ. 1180· τοῖν ποδοῖν κτ., κροτεῖν ἠχηρῶς διὰ τῶν ποδῶν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 545· σιδηρῷ ὑποδήματι Λουκ. π. Ὀρχ. 83· ― σπανίως ἐπὶ προσώπων, πάντες... μετὰ χαρᾶς κτυπήσατε, βοήσατε, Κωμ. Ἀνώνυμ. 362· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., φόρον κτυπεῖν, ὡς τὸ κλάζειν Ἄρη, Εὐρ. Ρῆσ. 308. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] νὰ ἠχήσῃ ἢ νὰ ἀντηχήσῃ τι, χθόνα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 61· μετὰ διπλῆς αἰτιατ., κτύπησε [[κρᾶτα]]... πλαγάν, ἔκαμε νὰ κροτήσῃ διὰ τῆς πληγῆς, ἢ κατήνεγκεν ἠχηρὸν [[κτύπημα]] κατὰ τῆς κεφαλῆς, Εὐρ. Ὀρ. 1467 (ἀλλὰ τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι: πλαγᾷ)· ― [[ἐντεῦθεν]] [[πάλιν]] ἐν τῷ πληθ., κροτῶ, ἀντηχῶ, Ἀριστοφ. Πλ. 758, Θεσμ. 995· κτυπηθῆναι τὰ ὦτα Φιλόστρ. 266.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κτῠπέω:''' (aor. 1 ἐκτύπησα - Trag. κτύπησα, aor. 2 [[ἔκτυπον|ἔκτῠπον]] - эп. κτύπον)<br /><b class="num">1)</b> трещать или грохотать (αἱ [[δρῦς]] κτυπέουσαι πῖπτον Hom.);<br /><b class="num">2)</b> греметь ([[Ζεὺς]] [[ἔκτυπε]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> шуметь, гудеть ([[θάλαττα]] κτυποῦσα Plat.; ἀμφὶ δ᾽ ἐκτύπουν πέτραι Soph.);<br /><b class="num">4)</b> громко стучать ([[τοῖν]] ποδοῖν Arph.);<br /><b class="num">5)</b> заставлять гудеть (χθόνα Her.);<br /><b class="num">6)</b> шумом нагонять (φόβον Eur.);<br /><b class="num">7)</b> громко ударять ([[κρᾶτα]] πλαγᾷ - [[varia lectio|v.l.]] πλαγάν Eur.);<br /><b class="num">8)</b> pass. раздаваться (κτυπεῖται [[Κιθαιρώνιος]] [[ἠχώ]] Arph.).
|elrutext='''κτῠπέω:''' (aor. 1 ἐκτύπησα - Trag. κτύπησα, aor. 2 [[ἔκτυπον|ἔκτῠπον]] - эп. κτύπον)<br /><b class="num">1)</b> трещать или грохотать (αἱ [[δρῦς]] κτυπέουσαι πῖπτον Hom.);<br /><b class="num">2)</b> греметь ([[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ἔκτυπε]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> шуметь, гудеть ([[θάλαττα]] κτυποῦσα Plat.; ἀμφὶ δ᾽ ἐκτύπουν πέτραι Soph.);<br /><b class="num">4)</b> громко стучать ([[τοῖν]] ποδοῖν Arph.);<br /><b class="num">5)</b> заставлять гудеть (χθόνα Her.);<br /><b class="num">6)</b> шумом нагонять (φόβον Eur.);<br /><b class="num">7)</b> громко ударять ([[κρᾶτα]] πλαγᾷ - [[varia lectio|v.l.]] πλαγάν Eur.);<br /><b class="num">8)</b> pass. раздаваться (κτυπεῖται [[Κιθαιρώνιος]] [[ἠχώ]] Arph.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl