Anonymous

αἰωρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - " Cristo " to " Cristo ")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰωρέω''': μέλλ. -ήσω: παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, Δίων Κ. 41.1· ἀλλὰ -ήσομαι, Ἀριστείδ. σ. 479: - ἀόρ. ᾐωρήθην, (ἰδὲ κατωτ.): πρκμ. ᾐώρημαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 532 ([[ἀείρω]]). Ἐγείρω, ὑψώνω, [[μετεωρίζω]], ὑγρὸν [[νῶτον]] αἰωρεῖ, ἐπὶ ἀετοῦ ἐγείροντος τὰ νῶτα καὶ τὰ πτερὰ [[αὐτοῦ]], Πινδ. Π. 1. 17: κινῶ ὡς ἐν αἰώρᾳ (κούνιᾳ), αἰωρέειν [γυναῖκα] ἐπὶ κλίνης φερομένην, Ἱππ. 617· πρβλ. Ἀρεταῖ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 4· τοὺς ὄφεις ... [[ὑπὲρ]] τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν, Δημ. 313. 26: - πρβλ. [[ἐωρέω]]. 2) ἐξαρτῶ, καὶ σὲ ... αἰωροῦσα ἐκ τοῦ ἀτράκτου, Λουκ. [[Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 4, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 37: - μεταφ., ᾐώρει ... [[ἐλπίς]], ὅτι τὸν χάρακα αἱρήσουσι, = ἀνεπτέρου αὐτοὺς ἡ ἐλπὶς ὅτι ..., Ἀππ. Ἐμφ. 2. 81: - [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. ΙΙ. συχνότερον κατὰ παθητ. = ἐξαρτῶμαι, κρέμαμαι, δέρματα περὶ τοὺς ὤμους αἰωρούμενα, Ἡρόδ. 7. 92· χρὴ οὖν ἐν ταινίῃ ... τὸ πλεῖστον τοῦ πήχεος καὶ τὸν καρπὸν τῆς χειρὸς [[ὁμαλῶς]] αἰωρέεσθαι, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757· αἰωρουμένων τῶν ὀστῶν, ὑψουμένων, ἐγειρομένων, Πλάτ. Φαίδων 98D· [[αἷμα]] ᾐωρεῖτο, ἐξεχύνετο, ἀνέβλυζε, Βίων 1. 25. 2) κρέμαμαι, ἐξηρτημένος ἀπό τινος, κινοῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, Πλάτ. Λάχ. 184Α, Ἀριστ. Θαυμ. 79: [[πέτομαι]] [[πέριξ]], περιπλανῶμαι, ἐπὶ ὀνείρου, Σοφ. Ἠλ. 1390, πάλλομαι, δονοῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, Πλάτ. Φαίδων 112Β. 3) μεταφ., εἶμαι [[μετέωρος]], Λατ. suspensus esse· ἐν κινδύνῳ = εἶμαι [[μετέωρος]], ἐν ἀμφιβολίᾳ καὶ κινδύνῳ, Θουκ. 7. 77· αἰωρ. ἐν ἄλλοις, ἐξαρτῶμαι ἐξ ἄλλ., Λατ. pendere ab aliquo, Πλάτ. Μενέξ. 248Α· αἰωρηθεὶς [[ὑπὲρ]] μεγάλων, διακινδυνεύσας διὰ μεγάλα πράγματα, Ἡρόδ. 8.100· αἰωρ. τὴν ψυχήν, Ξεν Κυν. 4, 4.
|lstext='''αἰωρέω''': μέλλ. -ήσω: παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, Δίων Κ. 41.1· ἀλλὰ -ήσομαι, Ἀριστείδ. σ. 479: - ἀόρ. ᾐωρήθην, (ἰδὲ κατωτ.): πρκμ. ᾐώρημαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 532 ([[ἀείρω]]). Ἐγείρω, ὑψώνω, [[μετεωρίζω]], ὑγρὸν [[νῶτον]] αἰωρεῖ, ἐπὶ ἀετοῦ ἐγείροντος τὰ νῶτα καὶ τὰ πτερὰ [[αὐτοῦ]], Πινδ. Π. 1. 17: κινῶ ὡς ἐν αἰώρᾳ (κούνιᾳ), αἰωρέειν [γυναῖκα] ἐπὶ κλίνης φερομένην, Ἱππ. 617· πρβλ. Ἀρεταῖ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 4· τοὺς ὄφεις ... [[ὑπὲρ]] τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν, Δημ. 313. 26: - πρβλ. [[ἐωρέω]]. 2) ἐξαρτῶ, καὶ σὲ ... αἰωροῦσα ἐκ τοῦ ἀτράκτου, Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 4, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 37: - μεταφ., ᾐώρει ... [[ἐλπίς]], ὅτι τὸν χάρακα αἱρήσουσι, = ἀνεπτέρου αὐτοὺς ἡ ἐλπὶς ὅτι ..., Ἀππ. Ἐμφ. 2. 81: - [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. ΙΙ. συχνότερον κατὰ παθητ. = ἐξαρτῶμαι, κρέμαμαι, δέρματα περὶ τοὺς ὤμους αἰωρούμενα, Ἡρόδ. 7. 92· χρὴ οὖν ἐν ταινίῃ ... τὸ πλεῖστον τοῦ πήχεος καὶ τὸν καρπὸν τῆς χειρὸς [[ὁμαλῶς]] αἰωρέεσθαι, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757· αἰωρουμένων τῶν ὀστῶν, ὑψουμένων, ἐγειρομένων, Πλάτ. Φαίδων 98D· [[αἷμα]] ᾐωρεῖτο, ἐξεχύνετο, ἀνέβλυζε, Βίων 1. 25. 2) κρέμαμαι, ἐξηρτημένος ἀπό τινος, κινοῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, Πλάτ. Λάχ. 184Α, Ἀριστ. Θαυμ. 79: [[πέτομαι]] [[πέριξ]], περιπλανῶμαι, ἐπὶ ὀνείρου, Σοφ. Ἠλ. 1390, πάλλομαι, δονοῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, Πλάτ. Φαίδων 112Β. 3) μεταφ., εἶμαι [[μετέωρος]], Λατ. suspensus esse· ἐν κινδύνῳ = εἶμαι [[μετέωρος]], ἐν ἀμφιβολίᾳ καὶ κινδύνῳ, Θουκ. 7. 77· αἰωρ. ἐν ἄλλοις, ἐξαρτῶμαι ἐξ ἄλλ., Λατ. pendere ab aliquo, Πλάτ. Μενέξ. 248Α· αἰωρηθεὶς [[ὑπὲρ]] μεγάλων, διακινδυνεύσας διὰ μεγάλα πράγματα, Ἡρόδ. 8.100· αἰωρ. τὴν ψυχήν, Ξεν Κυν. 4, 4.
}}
}}
{{bailly
{{bailly