Anonymous

ἀρωγός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - " esp. in " to " especially in ")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρωγός''': -όν, ([[ἀρήγω]]) ὁ βοηθῶν, ἐπικουρῶν, ὁ [[εὐνοϊκός]], [[ὑπηρετικός]], χρήσιμός, τινι Πινδ. Ο. 2. 81, Αἰσχύλ. Εὐμ. 289· ἀπολ., ὁ αὐτ. Πρ. 997, Σοφ. Ο. Τ. 206: ― σπάν. παρὰ πεζοῖς, [[ὠφέλιμος]], ἰατρικῶς, Ἱππ. Π. Ἀέρ. 288· [[ἔλαιον]]... ταῖς θριξὶν ἀρ. Πλάτ. Πρωτ. 334Β. 2) μετὰ γεν. [[ὠφέλιμος]], [[χρήσιμος]] [[πρός]] τι, [[βοηθητικός]], ἀρωγὰ τῆς δίκης ὁρκώματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 486· γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας, ὠφέλιμον, χρήσιμον εἰς θαλασσινὰ ἔργα, Σοφ. Αἴ. 357· [[ὡσαύτως]], δίψους ἀρωγὸν Ἀντιφάν. ἐν «Μελεάγρῳ» 1· [[ὤμοι]] ἀρωγόν, ὦ τρίτου ποδὸς μοῖραν λελογχὸς [[βάκτρον]] Λουκ. Τραγωδοποδ. 54: ― οὕτω καί, οὐ γὰρ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ [[Ζεὺς]] ἔσσετ’ [[ἀρωγός]], «οὐ γὰρ ἐπιβοηθήσει ὁ [[Ζεὺς]] τοῖς ψεύσταις» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 235· [[πρός]] τι Θουκ. 7. 62· καὶ μετὰ δοτ. ἐχίεσσιν ἀρ. Νικ. Θ. 636. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., καὶ [[οὕτως]] ἀείποτε παρ’ Ὁμήρῳ, σημαίνει, βοηθόν, ἐπίκουρον, ἰδίως ἐν μάχῃ· [[ἐπίσης]], συνήγορον, ὑπερασπιστὴν ἐνώπιον δικαστηρίου, λαοὶ δ’ ἀμφοτέροισιν ἐπήπυον, ἀμφὶς ἀρωγοὶ Ἰλ. Σ. 502.
|lstext='''ἀρωγός''': -όν, ([[ἀρήγω]]) ὁ βοηθῶν, ἐπικουρῶν, ὁ [[εὐνοϊκός]], [[ὑπηρετικός]], χρήσιμός, τινι Πινδ. Ο. 2. 81, Αἰσχύλ. Εὐμ. 289· ἀπολ., ὁ αὐτ. Πρ. 997, Σοφ. Ο. Τ. 206: ― σπάν. παρὰ πεζοῖς, [[ὠφέλιμος]], ἰατρικῶς, Ἱππ. Π. Ἀέρ. 288· [[ἔλαιον]]... ταῖς θριξὶν ἀρ. Πλάτ. Πρωτ. 334Β. 2) μετὰ γεν. [[ὠφέλιμος]], [[χρήσιμος]] [[πρός]] τι, [[βοηθητικός]], ἀρωγὰ τῆς δίκης ὁρκώματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 486· γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας, ὠφέλιμον, χρήσιμον εἰς θαλασσινὰ ἔργα, Σοφ. Αἴ. 357· [[ὡσαύτως]], δίψους ἀρωγὸν Ἀντιφάν. ἐν «Μελεάγρῳ» 1· [[ὤμοι]] ἀρωγόν, ὦ τρίτου ποδὸς μοῖραν λελογχὸς [[βάκτρον]] Λουκ. Τραγωδοποδ. 54: ― οὕτω καί, οὐ γὰρ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἔσσετ’ [[ἀρωγός]], «οὐ γὰρ ἐπιβοηθήσει ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] τοῖς ψεύσταις» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 235· [[πρός]] τι Θουκ. 7. 62· καὶ μετὰ δοτ. ἐχίεσσιν ἀρ. Νικ. Θ. 636. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., καὶ [[οὕτως]] ἀείποτε παρ’ Ὁμήρῳ, σημαίνει, βοηθόν, ἐπίκουρον, ἰδίως ἐν μάχῃ· [[ἐπίσης]], συνήγορον, ὑπερασπιστὴν ἐνώπιον δικαστηρίου, λαοὶ δ’ ἀμφοτέροισιν ἐπήπυον, ἀμφὶς ἀρωγοὶ Ἰλ. Σ. 502.
}}
}}
{{bailly
{{bailly