Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

που: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α<br /> (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.)<br /> <b>1.</b> [[κάπου]], σε κάποιο [[τόπο]] («ἐμβαλεῖν που τῆς χώρας», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>2.</b> σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή [[ἀπειρία]] πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>3.</b> (με αριθμτ.) [[περίπου]], [[πάνω]] [[κάτω]] («ἔτεα [[τρία]] καί [[δέκα]] κου [[μάλιστα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>4.</b> ([[συχνά]] προστίθεται σε προεισαγωγικά μόρια ή επιτάσσεται σε λέξεις προκειμένου να περιορίσει ή να τροποποιήσει κάποια [[έκφραση]]) [[κατά]] κάποιον τρόπο, [[πιθανώς]], ίσως, [[υποθέτω]], [[στοχάζομαι]] (α. «[[Ζεὺς]] μὲν που το γε οἶδε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br /> β. «τί που δράσεις [[ὅταν]] τὰ λοιπὰ πυνθάνῃ [[κακά]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>5.</b> <b>φρ.</b> «οὔ τί που»<br /> (για [[άρνηση]] με [[αγανάκτηση]] ή [[απορία]]) βεβαίως δεν δυνατόν («οὔ τί που [[οὗτος]] [[Ἀπόλλων]]», <b>Πίνδ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- των ερωτηματικών και αόρ. επιρρ. (<b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ου</i>].<br /> <b>(II)</b><br /> Ν<br /> (άκλ. αναφ. αντων. κν. γένους και αριθ.)<br /> <b>1.</b> ο [[οποίος]] («αυτός [[είναι]] που χάλασε τον κόσμο»)<br /> <b>2.</b> (ως αιτιολογ, [[σύνδεσμος]] με ρήματα που δηλώνουν [[ψυχικό]] [[πάθος]]) [[διότι]], [[επειδή]] («λυπούμαι που δεν [[μπορώ]] να σάς εξυπηρετήσω»)<br /> <b>3.</b> (ως χρον. [[σύνδεσμος]]) όταν, [[αφότου]], ενώ («[[είναι]] [[πέντε]] μήνες που έφυγε στο εξωτερικό»)<br /> <b>4.</b> (ως αποτελεσμ. [[σύνδεσμος]]) ώστε («έχει [[κάτι]] άγρια μάτια που σέ πιάνει [[τρεμούλα]]»)<br /> <b>5.</b> (ως ειδ. [[σύνδεσμος]]) ότι, πως («το [[καταλαβαίνω]] που μέ πειράζεις»)<br /> <b>6.</b> (ως ευχετ. [[μόριο]], [[κυρίως]] για κατάρες) [[είθε]], [[μακάρι]], [[άμποτε]] («που να σέ πάρει και να σέ σηκώσει»)<br /> <b>7.</b> (ως αναφ. και τοπ. επίρρ.) όπου («μην κουνηθείς από [[εκεί]] που βρίσκεσαι»)<br /> <b>8.</b> ως θαυμαστικό [[επιφώνημα]] (α. «τί όμορφη που είσαι [[σήμερα]]» β. «[[κακό]] που μάς βρήκε»)<br /> <b>9.</b> (φρ) «που λες»<br /> (ως παρενθετική φρ. σε [[αφήγηση]]) [[λοιπόν]], επιτέλους, για να ξέρεις («πήγα, που λες, κι εγώ [[αλλά]] [[κανείς]] δεν ήταν [[εκεί]]»).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁπού</i> / [[ὅπου]] με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος. Η [[άποψη]] ότι η αντων. που προέρχεται από το ερωτηματικό <i>ποῦ</i> δεν θεωρείται πιθανή].<br /> <b>(III)</b><br /> το, Ν<br /> <b>μετρολ.</b> κινεζική [[μονάδα]] μήκους ισοδύναμη με 1, 79 [[μέτρα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br /> και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α<br /> (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.)<br /> <b>1.</b> [[κάπου]], σε κάποιο [[τόπο]] («ἐμβαλεῖν που τῆς χώρας», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>2.</b> σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή [[ἀπειρία]] πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>3.</b> (με αριθμτ.) [[περίπου]], [[πάνω]] [[κάτω]] («ἔτεα [[τρία]] καί [[δέκα]] κου [[μάλιστα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>4.</b> ([[συχνά]] προστίθεται σε προεισαγωγικά μόρια ή επιτάσσεται σε λέξεις προκειμένου να περιορίσει ή να τροποποιήσει κάποια [[έκφραση]]) [[κατά]] κάποιον τρόπο, [[πιθανώς]], ίσως, [[υποθέτω]], [[στοχάζομαι]] (α. «[[Ζεύς|Ζεὺς]] μὲν που το γε οἶδε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br /> β. «τί που δράσεις [[ὅταν]] τὰ λοιπὰ πυνθάνῃ [[κακά]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>5.</b> <b>φρ.</b> «οὔ τί που»<br /> (για [[άρνηση]] με [[αγανάκτηση]] ή [[απορία]]) βεβαίως δεν δυνατόν («οὔ τί που [[οὗτος]] [[Ἀπόλλων]]», <b>Πίνδ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- των ερωτηματικών και αόρ. επιρρ. (<b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ου</i>].<br /> <b>(II)</b><br /> Ν<br /> (άκλ. αναφ. αντων. κν. γένους και αριθ.)<br /> <b>1.</b> ο [[οποίος]] («αυτός [[είναι]] που χάλασε τον κόσμο»)<br /> <b>2.</b> (ως αιτιολογ, [[σύνδεσμος]] με ρήματα που δηλώνουν [[ψυχικό]] [[πάθος]]) [[διότι]], [[επειδή]] («λυπούμαι που δεν [[μπορώ]] να σάς εξυπηρετήσω»)<br /> <b>3.</b> (ως χρον. [[σύνδεσμος]]) όταν, [[αφότου]], ενώ («[[είναι]] [[πέντε]] μήνες που έφυγε στο εξωτερικό»)<br /> <b>4.</b> (ως αποτελεσμ. [[σύνδεσμος]]) ώστε («έχει [[κάτι]] άγρια μάτια που σέ πιάνει [[τρεμούλα]]»)<br /> <b>5.</b> (ως ειδ. [[σύνδεσμος]]) ότι, πως («το [[καταλαβαίνω]] που μέ πειράζεις»)<br /> <b>6.</b> (ως ευχετ. [[μόριο]], [[κυρίως]] για κατάρες) [[είθε]], [[μακάρι]], [[άμποτε]] («που να σέ πάρει και να σέ σηκώσει»)<br /> <b>7.</b> (ως αναφ. και τοπ. επίρρ.) όπου («μην κουνηθείς από [[εκεί]] που βρίσκεσαι»)<br /> <b>8.</b> ως θαυμαστικό [[επιφώνημα]] (α. «τί όμορφη που είσαι [[σήμερα]]» β. «[[κακό]] που μάς βρήκε»)<br /> <b>9.</b> (φρ) «που λες»<br /> (ως παρενθετική φρ. σε [[αφήγηση]]) [[λοιπόν]], επιτέλους, για να ξέρεις («πήγα, που λες, κι εγώ [[αλλά]] [[κανείς]] δεν ήταν [[εκεί]]»).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁπού</i> / [[ὅπου]] με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος. Η [[άποψη]] ότι η αντων. που προέρχεται από το ερωτηματικό <i>ποῦ</i> δεν θεωρείται πιθανή].<br /> <b>(III)</b><br /> το, Ν<br /> <b>μετρολ.</b> κινεζική [[μονάδα]] μήκους ισοδύναμη με 1, 79 [[μέτρα]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl