Anonymous

συννέφω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυννέφω Α<br /><b>1.</b> [[συγκεντρώνω]] νέφη, [[καλύπτω]] με [[σκοτεινιά]] (α. «τοῖς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῖσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[Ζεὺς]] ξυννέφει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>συννέφει</i><br />ο [[καιρός]] γίνεται [[νεφελώδης]], έχει [[συννεφιά]] («καὶ ξυννένοφε καὶ χειμέρια βροντᾷ μάλ' εὖ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γίνομαι]] [[σκυθρωπός]], έχω λυπημένη ή δυσαρεστημένη [[έκφραση]] («ὡς εἶδεν αὐτὸν σκυθρωπάσαντα, ἤρετο διὰ τί συννένοφεν», Δίων Κάσσ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ζω μαύρη ζωή, [[δυστυχώ]] («οὕτω δὲ θνητῶν [[σπέρμα]] τῶν μὲν εὐτυχεῑ λαμπρᾷ γαλήνῃ, τῶν δὲ συννέφει [[πάλιν]], ζῶσιν τε ἐν κακοῖσιν», Ευ ρ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «συννεφῶ ὄμματα» — έχω μάτια [[σκοτεινά]], έχω θλιμμένο [[βλέμμα]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από το επίθ. [[συννεφής]].
|mltxt=και αττ. τ. ξυννέφω Α<br /><b>1.</b> [[συγκεντρώνω]] νέφη, [[καλύπτω]] με [[σκοτεινιά]] (α. «τοῖς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῖσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[Ζεύς|Ζεὺς]] ξυννέφει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>συννέφει</i><br />ο [[καιρός]] γίνεται [[νεφελώδης]], έχει [[συννεφιά]] («καὶ ξυννένοφε καὶ χειμέρια βροντᾷ μάλ' εὖ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γίνομαι]] [[σκυθρωπός]], έχω λυπημένη ή δυσαρεστημένη [[έκφραση]] («ὡς εἶδεν αὐτὸν σκυθρωπάσαντα, ἤρετο διὰ τί συννένοφεν», Δίων Κάσσ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ζω μαύρη ζωή, [[δυστυχώ]] («οὕτω δὲ θνητῶν [[σπέρμα]] τῶν μὲν εὐτυχεῑ λαμπρᾷ γαλήνῃ, τῶν δὲ συννέφει [[πάλιν]], ζῶσιν τε ἐν κακοῖσιν», Ευ ρ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «συννεφῶ ὄμματα» — έχω μάτια [[σκοτεινά]], έχω θλιμμένο [[βλέμμα]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από το επίθ. [[συννεφής]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συννέφω, Att. ook ξυννέφω [συννεφής] met wolken bedekken; onpers.: συννέφει het is bewolkt; Aristot. Rh. 1393a6; overdr. somber kijken:. συννέφουσαν ὄμματα met sombere blik in de ogen Eur. El. 1078.
|elnltext=συννέφω, Att. ook ξυννέφω [συννεφής] met wolken bedekken; onpers.: συννέφει het is bewolkt; Aristot. Rh. 1393a6; overdr. somber kijken:. συννέφουσαν ὄμματα met sombere blik in de ogen Eur. El. 1078.
}}
}}