συννέφω

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννέφω Medium diacritics: συννέφω Low diacritics: συννέφω Capitals: ΣΥΝΝΕΦΩ
Transliteration A: synnéphō Transliteration B: synnephō Transliteration C: synnefo Beta Code: sunne/fw

English (LSJ)

pf. συννένοφα:—
A collect clouds, Ζεὺς ξυννέφει Ar.Av.1502; σ. τὸ περιέχον Plu.2.641d: impers. συννέφει, it is cloudy, εἰ συννέφει, εἰκὸς ὁ̄σαι Arist.Rh.1393a6; ξυννένοφε Ar.Fr. 46.
2 trans., συννεφεῖν (leg. συννέφειν) νεφέλας ἐπὶ τὴν γῆν LXX Ge.9.14.
II metaph. of persons, συννέφουσαν ὄμματα wearing a dark and gloomy look, E.El.1078; κύψασα κάτω καὶ ξυννενοφυῖα βαδίζει Ar.Fr.395 (anap.), cf. Philostr.VS1.18.1; ἐπερωτηθεὶς διὰ τί συννένοφε D.C.55.11.
2 to be under a cloud, be in adversity, opp. εὐτυχεῖν, E.Fr.330.7. (συννεφεῖ, etc., codd., corr. Cobet.)

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυννέφω Α
1. συγκεντρώνω νέφη, καλύπτω με σκοτεινιά (α. «τοῖς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῖσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», Πλούτ.
β. «Ζεὺς ξυννέφει», Αριστοφ.)
2. απρόσ. συννέφει
ο καιρός γίνεται νεφελώδης, έχει συννεφιά («καὶ ξυννένοφε καὶ χειμέρια βροντᾷ μάλ' εὖ», Αριστοφ.)
3. (για πρόσ.) γίνομαι σκυθρωπός, έχω λυπημένη ή δυσαρεστημένη έκφραση («ὡς εἶδεν αὐτὸν σκυθρωπάσαντα, ἤρετο διὰ τί συννένοφεν», Δίων Κάσσ)
4. μτφ. ζω μαύρη ζωή, δυστυχώ («οὕτω δὲ θνητῶν σπέρμα τῶν μὲν εὐτυχεῖ λαμπρᾷ γαλήνῃ, τῶν δὲ συννέφει πάλιν, ζῶσιν τε ἐν κακοῖσιν», Ευ ρ.)
5. φρ. «συννεφῶ ὄμματα» — έχω μάτια σκοτεινά, έχω θλιμμένο βλέμμα (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το επίθ. συννεφής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννέφω, Att. ook ξυννέφω [συννεφής] met wolken bedekken; onpers.: συννέφει het is bewolkt; Aristot. Rh. 1393a6; overdr. somber kijken:. συννέφουσαν ὄμματα met sombere blik in de ogen Eur. El. 1078.

German (Pape)

συννεφέω; Suid. führt aus Ar. συννένοφε καὶ χειμέρια βροντᾷ an; διὰ τί συννένοφε, finster aussehn, DC. 55.11.