Anonymous

ὄνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄνομαι''': β΄ ἑνικ. ὄνοσαι Ὀδ. Ρ. 378· Ἐπικ. β΄ πληθ. [[οὔνεσθε]]· (Ἀρίσταρχ. ὀνόσασθε) Ἰλ. Ω. 241· γ΄ πληθ. ὄνονται Ὀδ. Φ. 427, Ἡρόδ. 2. 167· ὄνοιτο Ἰλ. Ν. 287· - παρατ. γ΄ πληθ. ὤνοντο (κατ-) Ἡρόδ. 2. 172· - Ἐπικ. μέλλ. ὀνόσσομαι Ἰλ. Ι. 55, Ὀδ. Ε. 379: - ἀόρ. ὠνοσάμην Ὅμ.· Ἐπικ. μετοχ. [[ὀνοσσάμενος]] Ἰλ. Ω. 439· [[ὡσαύτως]] Ἐπικ. ἀόρ. γ΄ ἑνικ. ὤνατο Ρ 25· καὶ παθ. ὠνόσθην (κατ-) Ἡρόδ. 2. 136· πρβλ. [[ὀνοστός]], [[ὀνοτός]]. Ἐπικ. ἀποθ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], [[ἐπιρρίπτω]] μομφήν, [[ἐλέγχω]], [[ὀνειδίζω]], [[χλευάζω]], περιφρονητικῶς φέρομαι, μετ’ αἰτ., νῦν δέ σευ ὠνοσάμην [[πάγχυ]] φρένας Ἰλ. Ξ. 95· οὔ τίς τοι τὸν μῦθον ὀνόσσεται Ι. 55· [[οὐδέ]] κεν... [[μένος]] καὶ χεῖρας ὄνοιτο Ν. 287· ἂν σὴν ἀρετὴν... οὔ τις ὄνοιτο Ὀδ. Θ. 239, κτλ.· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ἦ οὔνεσθ’ ὅτι μοι.. [[Ζεὺς]] ἄλγε’ ἔδωκεν; ἐκφαυλίζετε καὶ μικρὸν ἡγεῖσθε ὅτι... (ἕτεροι ἀναφέρουσι τὸν τύπον εἰς τὸ ῥῆμ. ὄνινημι, ὠφελεῖσθε [[διότι]] ὁ [[Ζεὺς]] κτλ.), Ἰλ. Ω. 241· ἢ ὄνοσαι, ὅτι τοι βίοτον κατέδουσιν ἄνακτος, ἢ εὐκαταφρόνητον καὶ ἀνάξιον λόγου νομίζεις ὅτι.., Ὀδ. Ρ. 378· - μετὰ γεν., ἀλλ’ οὐδ’ ὥς σε [[ἔολπα]] ὀνόσσεσθαι κακότητος, «[[διχῶς]] νοεῖται ἢ ὀνόσσεσθαι καὶ μέμψασθαί σε τῆς κακότητος, [[ἤτοι]] τῆς ταλαιπωρίας ἧς ἔπαθες· ἢ ὀνόσσεσθαι καὶ ἀπόνασθαί σε, [[ἤτοι]] ὠφεληθῆναί σε τῆς κακότητος τῆς σῆς [[ἕνεκα]], [[ἤτοι]] τῆς κακουργίας ὅτι ἐτύφλωσας τὸν ἐμὸν υἱὸν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 379· - [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡροδ., ὀν. τινα, [[ἐπιρρίπτω]] μομφὴν ἐπί τινα, 1. 167. - περὶ τοῦ ὠνόσατο (νῦν ὠνάσατο) ἐν Ἀνθ. Π. 7. 484, ἴδε ἐν λέξ. [[ὀνίνημι]]. (Ἐντεῦθεν [[ὀνοστός]], [[ὀνοτάζω]]· πρβλ. καὶ [[ὄνειδος]]).
|lstext='''ὄνομαι''': β΄ ἑνικ. ὄνοσαι Ὀδ. Ρ. 378· Ἐπικ. β΄ πληθ. [[οὔνεσθε]]· (Ἀρίσταρχ. ὀνόσασθε) Ἰλ. Ω. 241· γ΄ πληθ. ὄνονται Ὀδ. Φ. 427, Ἡρόδ. 2. 167· ὄνοιτο Ἰλ. Ν. 287· - παρατ. γ΄ πληθ. ὤνοντο (κατ-) Ἡρόδ. 2. 172· - Ἐπικ. μέλλ. ὀνόσσομαι Ἰλ. Ι. 55, Ὀδ. Ε. 379: - ἀόρ. ὠνοσάμην Ὅμ.· Ἐπικ. μετοχ. [[ὀνοσσάμενος]] Ἰλ. Ω. 439· [[ὡσαύτως]] Ἐπικ. ἀόρ. γ΄ ἑνικ. ὤνατο Ρ 25· καὶ παθ. ὠνόσθην (κατ-) Ἡρόδ. 2. 136· πρβλ. [[ὀνοστός]], [[ὀνοτός]]. Ἐπικ. ἀποθ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], [[ἐπιρρίπτω]] μομφήν, [[ἐλέγχω]], [[ὀνειδίζω]], [[χλευάζω]], περιφρονητικῶς φέρομαι, μετ’ αἰτ., νῦν δέ σευ ὠνοσάμην [[πάγχυ]] φρένας Ἰλ. Ξ. 95· οὔ τίς τοι τὸν μῦθον ὀνόσσεται Ι. 55· [[οὐδέ]] κεν... [[μένος]] καὶ χεῖρας ὄνοιτο Ν. 287· ἂν σὴν ἀρετὴν... οὔ τις ὄνοιτο Ὀδ. Θ. 239, κτλ.· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ἦ οὔνεσθ’ ὅτι μοι.. [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἄλγε’ ἔδωκεν; ἐκφαυλίζετε καὶ μικρὸν ἡγεῖσθε ὅτι... (ἕτεροι ἀναφέρουσι τὸν τύπον εἰς τὸ ῥῆμ. ὄνινημι, ὠφελεῖσθε [[διότι]] ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] κτλ.), Ἰλ. Ω. 241· ἢ ὄνοσαι, ὅτι τοι βίοτον κατέδουσιν ἄνακτος, ἢ εὐκαταφρόνητον καὶ ἀνάξιον λόγου νομίζεις ὅτι.., Ὀδ. Ρ. 378· - μετὰ γεν., ἀλλ’ οὐδ’ ὥς σε [[ἔολπα]] ὀνόσσεσθαι κακότητος, «[[διχῶς]] νοεῖται ἢ ὀνόσσεσθαι καὶ μέμψασθαί σε τῆς κακότητος, [[ἤτοι]] τῆς ταλαιπωρίας ἧς ἔπαθες· ἢ ὀνόσσεσθαι καὶ ἀπόνασθαί σε, [[ἤτοι]] ὠφεληθῆναί σε τῆς κακότητος τῆς σῆς [[ἕνεκα]], [[ἤτοι]] τῆς κακουργίας ὅτι ἐτύφλωσας τὸν ἐμὸν υἱὸν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 379· - [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡροδ., ὀν. τινα, [[ἐπιρρίπτω]] μομφὴν ἐπί τινα, 1. 167. - περὶ τοῦ ὠνόσατο (νῦν ὠνάσατο) ἐν Ἀνθ. Π. 7. 484, ἴδε ἐν λέξ. [[ὀνίνημι]]. (Ἐντεῦθεν [[ὀνοστός]], [[ὀνοτάζω]]· πρβλ. καὶ [[ὄνειδος]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄνομαι:''' Επικ. βʹ ενικ. [[ὄνοσαι]], βʹ πληθ. [[οὔνεσθε]], γʹ πληθ. <i>ὄνονται</i>, γʹ ενικ. ευκτ. [[ὄνοιτο]], γʹ πληθ. παρατ. [[ὤνοντο]]· Επικ. μέλ. [[ὀνόσσομαι]]· αόρ. αʹ [[ὠνοσάμην]], Επικ. μτχ. [[ὀνοσσάμενος]]· Επικ. γʹ ενικ. αορ. [[ὤνατο]]· και Παθ. <i>ὠνόσθην</i>· αποθ., [[κατηγορώ]], [[ψέγω]], [[επιρρίπτω]] [[μομφή]], [[συμπεριφέρομαι]] περιφρονητικά, [[χλευάζω]], <i>τι</i>, σε Όμηρ.· <i>ἦ οὔνεσθ'</i>, [[ὅτι]] μοι [[Ζεὺς]] ἔδωκεν; με κατηγορείτε για όσα μου έδωσε ο Δίας; σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., οὐδ' ὥς σε [[ἔολπα]] ὀνόσσεσθαι κακότητος, [[ελπίζω]] να μη μεμψιμοιρείς με τη [[συμφορά]] [[σου]] (δηλ. δεν την [[θεωρώ]] [[καθόλου]] [[βαριά]]), σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὀν. τινα</i>, [[επιρρίπτω]] [[κατηγορία]] σε, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὄνομαι:''' Επικ. βʹ ενικ. [[ὄνοσαι]], βʹ πληθ. [[οὔνεσθε]], γʹ πληθ. <i>ὄνονται</i>, γʹ ενικ. ευκτ. [[ὄνοιτο]], γʹ πληθ. παρατ. [[ὤνοντο]]· Επικ. μέλ. [[ὀνόσσομαι]]· αόρ. αʹ [[ὠνοσάμην]], Επικ. μτχ. [[ὀνοσσάμενος]]· Επικ. γʹ ενικ. αορ. [[ὤνατο]]· και Παθ. <i>ὠνόσθην</i>· αποθ., [[κατηγορώ]], [[ψέγω]], [[επιρρίπτω]] [[μομφή]], [[συμπεριφέρομαι]] περιφρονητικά, [[χλευάζω]], <i>τι</i>, σε Όμηρ.· <i>ἦ οὔνεσθ'</i>, [[ὅτι]] μοι [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἔδωκεν; με κατηγορείτε για όσα μου έδωσε ο Δίας; σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., οὐδ' ὥς σε [[ἔολπα]] ὀνόσσεσθαι κακότητος, [[ελπίζω]] να μη μεμψιμοιρείς με τη [[συμφορά]] [[σου]] (δηλ. δεν την [[θεωρώ]] [[καθόλου]] [[βαριά]]), σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὀν. τινα</i>, [[επιρρίπτω]] [[κατηγορία]] σε, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὄνομαι:''' эп. тж. οὔνομαι (fut. [[ὀνόσομαι]] - эп. [[ὀνόσσομαι]], aor. [[ὠνοσάμην]], [[ὠνάμην]] и ὠνόσθην - ὀνοσ(σ)άμην; 2 л. sing. praes. [[ὄνοσαι]]; opt. ὀνοίμην; imper. [[ὄνοσο]]; adj. verb. [[ὀνοστός]] и [[ὀνοτός]])<br /><b class="num">1)</b> порицать, осуждать (φρένας τινός Hom.): οὔ τίς τοι τὸν μῦθον ὀνόσσεται Hom. никто не осудит этой твоей речи;<br /><b class="num">2)</b> порочить, умалять (ἀρετήν τινος Hom.);<br /><b class="num">3)</b> считать недостаточным, не ставить ни во что или быть недовольным: ἢ οὔνεσθ᾽, ὅτι μοι [[Ζεὺς]] ἄλγε᾽ ἔδωκεν; Hom. или, по-вашему, мало мне горя причинил Зевс?; οὐκ [[ὀνόσσεσθαι]] κακότητος Hom. не жаловаться на недостаток бедствий, т. е. натерпеться вдоволь; [[ἥκιστα]] ὀ. τοὺς χειροτέχνους Her. особенно высоко ценить ремесленников.
|elrutext='''ὄνομαι:''' эп. тж. οὔνομαι (fut. [[ὀνόσομαι]] - эп. [[ὀνόσσομαι]], aor. [[ὠνοσάμην]], [[ὠνάμην]] и ὠνόσθην - ὀνοσ(σ)άμην; 2 л. sing. praes. [[ὄνοσαι]]; opt. ὀνοίμην; imper. [[ὄνοσο]]; adj. verb. [[ὀνοστός]] и [[ὀνοτός]])<br /><b class="num">1)</b> порицать, осуждать (φρένας τινός Hom.): οὔ τίς τοι τὸν μῦθον ὀνόσσεται Hom. никто не осудит этой твоей речи;<br /><b class="num">2)</b> порочить, умалять (ἀρετήν τινος Hom.);<br /><b class="num">3)</b> считать недостаточным, не ставить ни во что или быть недовольным: ἢ οὔνεσθ᾽, ὅτι μοι [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἄλγε᾽ ἔδωκεν; Hom. или, по-вашему, мало мне горя причинил Зевс?; οὐκ [[ὀνόσσεσθαι]] κακότητος Hom. не жаловаться на недостаток бедствий, т. е. натерпеться вдоволь; [[ἥκιστα]] ὀ. τοὺς χειροτέχνους Her. особенно высоко ценить ремесленников.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep., to [[blame]], [[find]] [[fault]] with, [[throw]] a [[slur]] [[upon]], [[treat]] [[scornfully]], τι Hom.; ἦ οὔνεσθ', ὅτι μοι [[Ζεὺς]] ἔδωκεν; do ye [[complain]] that [[Zeus]] has given? Il.; c. gen., οὐδ' σε [[ἔολπα]] ὀνόσσεσθαι κακότητος I [[hope]] thou wilt not [[quarrel]] with thy ill-[[luck]] (i. e. [[deem]] it too [[light]]), Od.; ὀν. τινα to [[throw]] a [[slur]] [[upon]], Hdt.
|mdlsjtxt=<br />Dep., to [[blame]], [[find]] [[fault]] with, [[throw]] a [[slur]] [[upon]], [[treat]] [[scornfully]], τι Hom.; ἦ οὔνεσθ', ὅτι μοι [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἔδωκεν; do ye [[complain]] that [[Zeus]] has given? Il.; c. gen., οὐδ' σε [[ἔολπα]] ὀνόσσεσθαι κακότητος I [[hope]] thou wilt not [[quarrel]] with thy ill-[[luck]] (i. e. [[deem]] it too [[light]]), Od.; ὀν. τινα to [[throw]] a [[slur]] [[upon]], Hdt.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ὄνομαι''': {ónomai}<br />'''Forms''': Aor. ὀνόσ(σ)ασθαι ([[ὤνατο]] ''P'' 25; vgl. unten), Fut. [[ὀνόσσομαι]], mit κατα- in κατώνοντο, -ονοσθῇς (Hdt. 2, 172 u. 136)<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[selten]], [[tadeln]], [[schimpfen]] (Hom., auch Hdt.).<br />'''Derivative''': Verbaladj. [[ὀνοτός]] (Pi., Kall., A. R.), ὀνοσ-τός (Ι 164, Lyk.; -σ- analogisch, s. Schwyzer 503; vgl. auch unten und Ammann Μνήμης [[χάριν]] 1, 15); Dentalbildung auch in [[ὀνοτάζω]] = [[ὄνομαι]] (''h''. ''Merc''., Hes., A.); ὀνητά· μεμπτά H., wohl nach dem Oppositum ἀγητά (wenn nicht falsch für ὀνοστά mit Baunack Phil. 70, 464 f.); [[ὄνοσις]] f. [[Tadel]] (Eust.).<br />'''Etymology''' : Alle Formen außer [[ὤνατο]] (eher Aor. als Ipf.), [[ὄναται]]· ἀτιμάζεται H. und dem umstrittenen [[οὔνεσθε]] (Ω 241) gehen von ὀνο- aus (Näheres bei Schwyzer 681 m. A. 4, Chantraine Gramm. hom. 1, 295f. u. 382); ob ὀνα- eine alte Ablautsvariante (Schw. 362, Persson Beitr. 2, 669) oder eine sekundäre Entgleisung enthält, sei dahingestellt. — Ohne sichere außergriech. Entsprechung. Ganz hypothetisch ist der Vergleich mit einigen kelt. Wörtern, z.B. mir. ''on'' [[Schande]], ''anim'' (''a''- Reduktionsstufe?) [[Makel]], [[Fehler]]. Die Heranziehung von dem nicht ganz zuverlässigen g.aw. Ptz. ''nadant''- [[lästernd]], [[schmähend]] (ἅπ. λεγ.) und von aind. ''níndati'' [[tadeln]], [[schmähen]] (als ''ní''-''nd''-''ati''; aber eher ''ní''-''n''-''d''-''ati'', s. [[ὄνειδος]] und Mayrhofer s. ''níndati'' und ''nádati'') fußt auf der irrigen Annahme, daß ὀνόσσασθαι, -ομαι und [[ὀνοστός]] auf ὀνοδ- zurückgehen, anstatt analogisch bedingt zu sein. — Einzelheiten m. älterer Lit. bei Bq, WP. 1, 180, Pok. 779, auch W.-Hofmann s. ''nota''. Fern bleibt [[ὄνομα]], s. Bq und W.-Hofmann a. O., auch WP. 1, 132. Abzulehnen ebenfalls Specht Ursprung 126.<br />'''Page''' 2,397
|ftr='''ὄνομαι''': {ónomai}<br />'''Forms''': Aor. ὀνόσ(σ)ασθαι ([[ὤνατο]] ''P'' 25; vgl. unten), Fut. [[ὀνόσσομαι]], mit κατα- in κατώνοντο, -ονοσθῇς (Hdt. 2, 172 u. 136)<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[selten]], [[tadeln]], [[schimpfen]] (Hom., auch Hdt.).<br />'''Derivative''': Verbaladj. [[ὀνοτός]] (Pi., Kall., A. R.), ὀνοσ-τός (Ι 164, Lyk.; -σ- analogisch, s. Schwyzer 503; vgl. auch unten und Ammann Μνήμης [[χάριν]] 1, 15); Dentalbildung auch in [[ὀνοτάζω]] = [[ὄνομαι]] (''h''. ''Merc''., Hes., A.); ὀνητά· μεμπτά H., wohl nach dem Oppositum ἀγητά (wenn nicht falsch für ὀνοστά mit Baunack Phil. 70, 464 f.); [[ὄνοσις]] f. [[Tadel]] (Eust.).<br />'''Etymology''' : Alle Formen außer [[ὤνατο]] (eher Aor. als Ipf.), [[ὄναται]]· ἀτιμάζεται H. und dem umstrittenen [[οὔνεσθε]] (Ω 241) gehen von ὀνο- aus (Näheres bei Schwyzer 681 m. A. 4, Chantraine Gramm. hom. 1, 295f. u. 382); ob ὀνα- eine alte Ablautsvariante (Schw. 362, Persson Beitr. 2, 669) oder eine sekundäre Entgleisung enthält, sei dahingestellt. — Ohne sichere außergriech. Entsprechung. Ganz hypothetisch ist der Vergleich mit einigen kelt. Wörtern, z.B. mir. ''on'' [[Schande]], ''anim'' (''a''- Reduktionsstufe?) [[Makel]], [[Fehler]]. Die Heranziehung von dem nicht ganz zuverlässigen g.aw. Ptz. ''nadant''- [[lästernd]], [[schmähend]] (ἅπ. λεγ.) und von aind. ''níndati'' [[tadeln]], [[schmähen]] (als ''ní''-''nd''-''ati''; aber eher ''ní''-''n''-''d''-''ati'', s. [[ὄνειδος]] und Mayrhofer s. ''níndati'' und ''nádati'') fußt auf der irrigen Annahme, daß ὀνόσσασθαι, -ομαι und [[ὀνοστός]] auf ὀνοδ- zurückgehen, anstatt analogisch bedingt zu sein. — Einzelheiten m. älterer Lit. bei Bq, WP. 1, 180, Pok. 779, auch W.-Hofmann s. ''nota''. Fern bleibt [[ὄνομα]], s. Bq und W.-Hofmann a. O., auch WP. 1, 132. Abzulehnen ebenfalls Specht Ursprung 126.<br />'''Page''' 2,397
}}
}}