3,277,111
edits
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφήκης''': -ες, (ἀκή) δίστομος, δίκοπος, [[ἀμφοτέρωθεν]] [[ὀξύς]], κοπτερός, [[φάσγανον]], [[ξίφος]] Ἰλ. Κ. 256, Ὀδ. Π. 80, κτλ.: [[κέντρον]], [[δόρυ]] Αἰσχύλ. Πρ. 692, Ἀγ. 1149· [[ἔγχος]], [[γένυς]] Σοφ. Αἴ. 286, Ἠλ. 485· ἐπὶ ἀστραπῆς, πυρὸς [[ἀμφήκης]] βόστρυχος Αἰσχύλ. Πρ. 1044. ΙΙ. μεταφ., ἀμφ. [[γλῶττα]], [[γλῶσσα]] ἥτις κόπτει κατὰ δύο τρόπους, δύναται δηλ. νὰ ὑπερασπίσῃ καὶ τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1160· ἐπὶ χρησμοῦ, ὁ δυνάμενος κατὰ δύο τρόπους νὰ ἑρμηνευθῇ, ἀμφ. καὶ [[διπρόσωπος]] Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 43. | |lstext='''ἀμφήκης''': -ες, (ἀκή) δίστομος, δίκοπος, [[ἀμφοτέρωθεν]] [[ὀξύς]], κοπτερός, [[φάσγανον]], [[ξίφος]] Ἰλ. Κ. 256, Ὀδ. Π. 80, κτλ.: [[κέντρον]], [[δόρυ]] Αἰσχύλ. Πρ. 692, Ἀγ. 1149· [[ἔγχος]], [[γένυς]] Σοφ. Αἴ. 286, Ἠλ. 485· ἐπὶ ἀστραπῆς, πυρὸς [[ἀμφήκης]] βόστρυχος Αἰσχύλ. Πρ. 1044. ΙΙ. μεταφ., ἀμφ. [[γλῶττα]], [[γλῶσσα]] ἥτις κόπτει κατὰ δύο τρόπους, δύναται δηλ. νὰ ὑπερασπίσῃ καὶ τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1160· ἐπὶ χρησμοῦ, ὁ δυνάμενος κατὰ δύο τρόπους νὰ ἑρμηνευθῇ, ἀμφ. καὶ [[διπρόσωπος]] Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 43. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |