Anonymous

γαμέω: Difference between revisions

From LSJ
2,525 bytes added ,  7 August 2022
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γᾰμέω:''' μέλ. [[γαμέω]], Αττ. συνηρ. γαμῶ, αόρ. αʹ [[ἔγημα]], παρακ. <i>γεγάμηκα</i>, υπερσ. <i>ἐγεγαμήκειν</i>· Μέσ. μέλ. Αττ. <i>γαμοῦμαι</i>, Επικ. γʹ ενικ. Μέσ. μέλ. <i>γαμέσσεται</i>, αόρ. αʹ <i>ἐγημάμην</i>· Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐγαμήθην</i>· ποιητ. μτχ. <i>γαμεθεῖσα</i>, παρακ. <i>γεγάμημαι</i> ([[γάμος]]),<br /><b class="num">I.</b> νυμφεύομαι, δηλ. [[παίρνω]] σύζυγο, Λατ. ducere, λέγεται για τον άνδρα, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἔγημεθυγατρῶν</i>, νυμφεύφθηκε [[μία]] από τις κόρες του, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ. ως σύστ. αντικ., <i>γάμον γαμεῖν</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>ἐκ κακοῦ</i>, <i>ἐξ ἀγαθοῦ γῆμαι</i>, νυμφεύομαι μια [[γυναίκα]] από ταπεινή ή ευγενική [[καταγωγή]], σε Θεόγν.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[παραδίδω]] τον εαυτό μου ή το [[παιδί]] μου σε γάμο·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[γυναίκα]], [[δίνω]] τον εαυτό μου σε γάμο, δηλ. παντρεύομαι, [[γίνομαι]] [[νύφη]], Λατ. nubere, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· [[γήμασθαι]] εἰς..., παντρεύομαι σε μια [[οικογένεια]], [[εισέρχομαι]] ως [[νύφη]] μέσα σε [[οικογένεια]], σε Ευρ.· λέγεται ειρωνικά για άνδρα που τον δυναστεύει η [[γυναίκα]] του, [[κεῖνος]] οὐκ ἔγημεν ἀλλ' ἐγήματο, σε Ανακρ. (πρβλ. Μαρτ. uxori nubere [[nolo]] meae)· έτσι η [[Μήδεια]] αναφέρεται περιφρονητικά στον Ιάσονα σαν να ήταν [[εκείνη]] ο [[άνδρας]], <i>γαμοῦσα σέ</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους γονείς, [[παντρεύω]] τα [[παιδιά]] μου ή τα [[αρραβωνιάζω]], [[παίρνω]] [[γυναίκα]] για το γιο μου· [[Πηλεύς]] μοι γυναῖκα γαμέσσεται, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''γᾰμέω:''' μέλ. [[γαμέω]], Αττ. συνηρ. γαμῶ, αόρ. αʹ [[ἔγημα]], παρακ. <i>γεγάμηκα</i>, υπερσ. <i>ἐγεγαμήκειν</i>· Μέσ. μέλ. Αττ. <i>γαμοῦμαι</i>, Επικ. γʹ ενικ. Μέσ. μέλ. <i>γαμέσσεται</i>, αόρ. αʹ <i>ἐγημάμην</i>· Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐγαμήθην</i>· ποιητ. μτχ. <i>γαμεθεῖσα</i>, παρακ. <i>γεγάμημαι</i> ([[γάμος]]),<br /><b class="num">I.</b> νυμφεύομαι, δηλ. [[παίρνω]] σύζυγο, Λατ. ducere, λέγεται για τον άνδρα, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἔγημεθυγατρῶν</i>, νυμφεύφθηκε [[μία]] από τις κόρες του, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ. ως σύστ. αντικ., <i>γάμον γαμεῖν</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>ἐκ κακοῦ</i>, <i>ἐξ ἀγαθοῦ γῆμαι</i>, νυμφεύομαι μια [[γυναίκα]] από ταπεινή ή ευγενική [[καταγωγή]], σε Θεόγν.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[παραδίδω]] τον εαυτό μου ή το [[παιδί]] μου σε γάμο·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[γυναίκα]], [[δίνω]] τον εαυτό μου σε γάμο, δηλ. παντρεύομαι, [[γίνομαι]] [[νύφη]], Λατ. nubere, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· [[γήμασθαι]] εἰς..., παντρεύομαι σε μια [[οικογένεια]], [[εισέρχομαι]] ως [[νύφη]] μέσα σε [[οικογένεια]], σε Ευρ.· λέγεται ειρωνικά για άνδρα που τον δυναστεύει η [[γυναίκα]] του, [[κεῖνος]] οὐκ ἔγημεν ἀλλ' ἐγήματο, σε Ανακρ. (πρβλ. Μαρτ. uxori nubere [[nolo]] meae)· έτσι η [[Μήδεια]] αναφέρεται περιφρονητικά στον Ιάσονα σαν να ήταν [[εκείνη]] ο [[άνδρας]], <i>γαμοῦσα σέ</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους γονείς, [[παντρεύω]] τα [[παιδιά]] μου ή τα [[αρραβωνιάζω]], [[παίρνω]] [[γυναίκα]] για το γιο μου· [[Πηλεύς]] μοι γυναῖκα γαμέσσεται, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{grml
|mltxt=([[γαμάω]] και [[γαμέω]]) (AM [[γαμῶ]], [[γαμέω]])<br />ωθώ το [[πέος]] [[μέσα]] στο γυναικείο [[αιδοίο]], τον πρωκτό ή [[άλλη]] [[κοιλότητα]] του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> [[γαμώ]] ή «θα σού γαμήσω τον, την...» — [[βρισιά]], [[βλαστήμια]] ή [[απειλή]], που εκτοξεύεται [[εναντίον]] κάποιου και θίγει τον ίδιο, [[μέλος]] του σώματός του ή της οικογένειάς του ή [[κάτι]] σεβαστό και [[ιερό]]<br /><b>2.</b> «άι γαμήσου» — [[βρισιά]] για να απαλλαγεί [[κάποιος]] από ενοχλητικό [[πρόσωπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άντρα) [[παντρεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[γαμοῦμαι]] α) (για [[γυναίκα]]) [[παντρεύομαι]]<br />β) (για τους γονείς κόρης) [[παντρεύω]], [[δίνω]] ως [[νύφη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. [[γαμέω]] δεν [[είναι]] παράγωγο ονόματος, [[αλλά]] ο [[ίδιος]] με υποχωρητικό σχηματισμό παράγει τη λ. [[γάμος]]. Συνδέεται με τη λ. [[γαμβρός]] [[καθώς]] και με τα όμοιας σημασίας αρχ. ινδ. <i>jαmᾱtᾱr</i>, <i>jᾱrα</i>- κ.λπ. Δεν έχει [[επίσης]] αποδειχθεί κάποια διαφαινόμενη ετυμολογική [[σχέση]] με τα [[γέντο]], <i>ύγγεμος</i> «[[συλλαβή]]», [[γέμω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γαμήλιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαμήλευμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γαμετή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γαμήσι]], [[γαμιάς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀντιγαμέω|αντιγαμέω]], [[ἀρρενογαμέω|αρρενογαμέω]], [[δυσγαμέω]], [[ἐγγαμέω|εγγαμέω]], [[ἐπιγαμέω|επιγαμέω]], [[εὐγαμέω|ευγαμέω]], [[κερδογαμέω]], [[μονογαμέω]], [[ὀψιγαμέω|οψιγαμέω]], [[προγαμέω]], [[συγγαμέω]], [[ὑπογαμέω|υπογαμέω]]].
}}
}}
{{elru
{{elru