Anonymous

ἑρκεῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑα" to "εῖα"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἑρκεῑος, -ον και ἑρκεῑος, -α -ον (Α) [[έρκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο [[έρκος]], στο [[προαύλιο]] («ἑρκεῑαι πύλαι, θύραι» — οι πύλες, οι θύρες της αυλής, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στην [[οικία]] (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» — στον στύλο της στέγης του σπιτιού, <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐφ ἑρκείῳ πυρᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) «[[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἑρκεῑος» — ο [[Ζευς]], ο [[προστάτης]] της οικογενειακής ειρήνης και ευτυχίας<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) <i>ὁ Ἑρκεῑος</i><br />ο [[Ζεύς]]<br />β) <b>στον πληθ.</b><br /><i>οἱ Ἑρκεῑοι</i><br />οι εφέστιοι θεοί<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἑρκεῑος [[βωμός]]» — ο [[βωμός]] του Ερκείου [[Διός]] <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=ἑρκεῑος, -ον και ἑρκεῑος, -α -ον (Α) [[έρκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο [[έρκος]], στο [[προαύλιο]] («ἑρκεῖαι πύλαι, θύραι» — οι πύλες, οι θύρες της αυλής, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στην [[οικία]] (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» — στον στύλο της στέγης του σπιτιού, <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐφ ἑρκείῳ πυρᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) «[[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἑρκεῑος» — ο [[Ζευς]], ο [[προστάτης]] της οικογενειακής ειρήνης και ευτυχίας<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) <i>ὁ Ἑρκεῑος</i><br />ο [[Ζεύς]]<br />β) <b>στον πληθ.</b><br /><i>οἱ Ἑρκεῑοι</i><br />οι εφέστιοι θεοί<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἑρκεῑος [[βωμός]]» — ο [[βωμός]] του Ερκείου [[Διός]] <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm