3,258,437
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0613.png Seite 613]] ion. auch [[διαχρέομαι]], διαχρέωνται (s. [[χράω]]); 1) fortwährend brauchen, übh. = [[brauchen]], sich bedienen; häufig bei Her.: ἐσθῆτι 4, 43; οἴνῳ 1, 71; ὀνόματι 1, 171; τῷ αὐτῷ τρόπῳ 7, 9, 2; τῇ ἀληθείῃ 3, 72. 7, 102; ähnl. ἀρετῇ 7, 102; auch von unangenehmen Dingen, σ υμφορῇ μεγάλῃ, μόρῳ, ὀλέθρῳ, 3, 117. 1, 110. 167. Auch Ar., νόμοις Eccl. 609; λιμῷ ὥςπερ ὄψῳ Xen. Cyr. 1, 5, 12. – 2) c. acc., verbrauchen. [[tödten]]; Her 1. 24; Antiph. 1, 23; Thuc. 3, 36, u. öfter bei Folgdn; [[νόσος]] διαχρωμένη [[σῶμα]], aufreiben, Plut. Pericl. 38. – Sp. = [[behandeln]]; τοῖς ἐναντίοις τὸ [[ἴδιον]] [[δέμας]] Luc. Cyn. 1; ἀνομώτατα αὐτοὺς διεχρήσατο Strab. 6, 1, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0613.png Seite 613]] ion. auch [[διαχρέομαι]], διαχρέωνται (s. [[χράω]]); 1) fortwährend brauchen, übh. = [[brauchen]], sich bedienen; häufig bei Her.: ἐσθῆτι 4, 43; οἴνῳ 1, 71; ὀνόματι 1, 171; τῷ αὐτῷ τρόπῳ 7, 9, 2; τῇ ἀληθείῃ 3, 72. 7, 102; ähnl. ἀρετῇ 7, 102; auch von unangenehmen Dingen, σ υμφορῇ μεγάλῃ, μόρῳ, ὀλέθρῳ, 3, 117. 1, 110. 167. Auch Ar., νόμοις Eccl. 609; λιμῷ ὥςπερ ὄψῳ Xen. Cyr. 1, 5, 12. – 2) c. acc., verbrauchen. [[tödten]]; Her 1. 24; Antiph. 1, 23; Thuc. 3, 36, u. öfter bei Folgdn; [[νόσος]] διαχρωμένη [[σῶμα]], aufreiben, Plut. Pericl. 38. – Sp. = [[behandeln]]; τοῖς ἐναντίοις τὸ [[ἴδιον]] [[δέμας]] Luc. Cyn. 1; ἀνομώτατα αὐτοὺς διεχρήσατο Strab. 6, 1, 8. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=-ῶμαι;<br /><i>ion.</i> [[διαχρέομαι]];<br /><i>f.</i> διαχρήσομαι;<br /><b>I. 1</b> user habituellement de, τινι;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> user de, faire l'expérience de, éprouver (<i>au sens du lat.</i> uti) : συμφορῇ μεγάλῃ HDT éprouver un grand malheur ; ὀλέθρῳ κακίστῳ HDT périr de la mort la plus cruelle;<br /><b>3</b> user de, <i>càd</i> manier, traiter, acc.;<br /><b>II.</b> user jusqu’au bout ; consumer, épuiser ; faire périr, tuer : [[νόσος]] διαχρωμένη PLUT la maladie qui use le corps.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χράομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαχρῶμαι]] ([[διαχράομαι]]) <b>(αποθ.)</b> (AM)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(με αιτ.) [[θανατώνω]], [[φονεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[συνεχώς]], [[συνήθως]]<br /><b>2.</b> λέω την [[αλήθεια]]<br /><b>3.</b> (σπάν. στους Αττ.) «λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῶμαι» — [[μεταχειρίζομαι]] την [[πείνα]] σαν [[καρύκευμα]]<br /><b>4.</b> (σε παθητικές καταστάσεις) [[συναντώ]], [[υποφέρω]]<br /><b>5.</b> [[μεταχειρίζομαι]], [[καταναλώνω]], [[καταστρέφω]], [[φονεύω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[φθείρομαι]], [[εξαντλούμαι]]<br /><b>7.</b> [[δίδομαι]] ως [[δάνειο]] («[[κατά]] διακοσίας δὲ καὶ τριακοσίας ὁμοῦ τι [[τάλαντον]] διακεχρωμένον», Δημ.)<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> [[αποκαλύπτω]] με χρησμό. | |mltxt=[[διαχρῶμαι]] ([[διαχράομαι]]) <b>(αποθ.)</b> (AM)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(με αιτ.) [[θανατώνω]], [[φονεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[συνεχώς]], [[συνήθως]]<br /><b>2.</b> λέω την [[αλήθεια]]<br /><b>3.</b> (σπάν. στους Αττ.) «λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῶμαι» — [[μεταχειρίζομαι]] την [[πείνα]] σαν [[καρύκευμα]]<br /><b>4.</b> (σε παθητικές καταστάσεις) [[συναντώ]], [[υποφέρω]]<br /><b>5.</b> [[μεταχειρίζομαι]], [[καταναλώνω]], [[καταστρέφω]], [[φονεύω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[φθείρομαι]], [[εξαντλούμαι]]<br /><b>7.</b> [[δίδομαι]] ως [[δάνειο]] («[[κατά]] διακοσίας δὲ καὶ τριακοσίας ὁμοῦ τι [[τάλαντον]] διακεχρωμένον», Δημ.)<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> [[αποκαλύπτω]] με χρησμό. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διαχράομαι''': μέλλ. -ήσομαι, μετὰ Δωρ. γ΄ ἑνικοῦ διαχρησεῖται Θεόκρ. 15. 54. Ι. ἀποθ., μετὰ δοτ. πράγματος, μεταχειρίζομαι συνεχῶς ἢ συνήθως τι, τῇ αὐτῇ γλώσσῃ Ἡρόδ. 1. 58· τῷ αὐτῷ τρόπῳ 2. 127· οὐκ οἴνῳ διαχρέονται 1. 71, πρβλ. 2. 77 ἐσθῆτι φοινικηΐῃ 4. 43· τῇ ἀληθείῃ δ., ὁμιλῶ τὴν ἀλήθειαν, 3. 72· οἰμωγῇ ἀφθόνῳ 3. 66, πρβλ. 6. 58 ἀρετῇ 7. 102· ἀγνωμοσύνῃ 6. 10· ἀναδείῃ τε καὶ ἀβουλίῃ 7. 210· -σπάνιον παρ’ Ἀττ., λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ δ., μεταχειρίζομαι τὴν πεῖναν ὡς [[καρύκευμα]] ἢ ἄρτυμα, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12. β) ὡς τὸ Λατ. utor, ἐπὶ παθητικῶν καταστάσεων, συναντῶ, [[περιπίπτω]], [[ὑποφέρω]], συμφορῇ μεγάλῃ, τοιούτῳ μόρῳ, Λατ. affici morte, Ἡρόδ. 3. 117., 1. 167· αὐχμῷ δ. ὁ αὐτ. 2. 13. 2) μετ’ αἰτ. προσ., μεταχειρίζομαι διὰ τέλους, [[καταναλίσκω]], [[καταστρέφω]], [[φονεύω]], Λατ. conficere, 1. 24, 110, Ἀντιφῶν 113. 45, Θουκ. 1. 126., 3. 36, κτλ. ΙΙ. Παθ., δίδομαι εἰς διαφόρους ὡς [[δάνειον]], κατὰ διακοσίας καὶ τριακοσίας [[ὁμοῦ]] τι [[τάλαντον]] διακεχρημένον Δημ. 817. 1· πρβλ. [[χράω]] (C) Β. 2) παθ., φονεύομαι, Διογ. Λ. 1. 102. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |