Anonymous

θύρα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1226.png Seite 1226]] ἡ, ion. [[θύρη]], die [[Thür]], s. Curtius Grundz. d. gr. Et. 2. Aufl. S. 233; bei Hom. von πύλαι unterschieden, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 124; θύραι nur in Häusern; sowohl Thüren einzelner Zimmer, als des ganzen Hauses; sing. Iliad. 24, 317. 453 Odyss. 1, 441. 22, 155. 157. 201. 258. 275. 394; meist plur., wobei vielleicht an Flügelthüren zu denken; πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν Il. 14, 339; θαλάμοιο θύρας πυκινῶς ἀραρυίας ῥήξας [[ἐξῆλθον]] 9, 475; οἰγνύναι, [[κλείω]], ἐπιτιθέναι, s.diese Verba; θύραι δ' εὐερκέες εἰσὶν δικλίδες Od. 17, 267; φαειναί, von polirtem Holz od. mit Metallverzierungen, wie Alkinous hat, 7, 88; ἐπὶ Πριάμοιο θύρῃσιν Iliad. 2, 788, παρὰ Πριάμοιο θύρῃσιν 7, 346, bei Priamus' Thüren, vor seiner Wohnung; Pind. braucht nur den plur.; Soph. πατρῴων πρὸ θυρῶν, Bl. 109, vor des Vaters Hause; gew. auch Eur. im plural., sing. Cycl. 500; θύρας ἄκουσον ἑρκείας κτύπον Aesch. Ch. 549; τὴν θύραν κόπτειν, πατάσσειν u. ä., f. diese Verba; προσθεῖναι τὰς θύρας Her. 3, 78; ἐπἱ θύραις καὶ ἐν ὁδοῖς ὑπαίθροις κοιμώμενος Plat. Conv. 203 d; ἐπὶ τὰς θύρας ἥξουσι Phaedr. 233, öfter; φοίνικος μὲν αἱ θύραι πεποιημέναι Xen. Cyr. 7, 5, 92. – Αἱ βασιλέως θύραι der Hof des Perserkönigs, wie noch heute "die ottomanische Pforte" gesagt wird, παῖδες ἐπὶ ταῖς βασιλέως θύραις παιδεύονται Xen. An. 1, 9, 3, sie werden am Hofe des Königs erzogen, öfter; auch [[ἦσαν]] ἐπὶ ταῖς θύραις Τισσαφέρνους, An. 2, 5, 31, ἐφοίτων ἐπὶ τὰς θύρας Κύρου Cyr. 8, 1, 8; αἱ ἐπὶ τὰς θύρας φοιτήσεις, das an den Hof Gehen und seine Aufwartung Machen, Hell. 1, 6, 7 u. Sp. – Vom Kutschenschlage, τὰς θύρας τοῦ ἁρματείου δίφρου Xen. Cyr. fl, 4, 9. – Uebh. Zugang, Eingang, zu einer Felsengrotte Od. 9, 243. 12, 256. 13, 109. 370; ἐπὶ ταῖς θύραις τῆς Ἑλλάδος εἶναι, ganz nahe bei Griechenland, Xen. An. 6, 3, 23; ὃς δ' ἂν [[ἄνευ]] μανίας Μουσῶν ἐπὶ ποιητικὰς θύρας ἀφί. κηται, zu den Musen kommen, Plat. Phaedr. 245 a. Sprichwörtlich παρὰ τὴν θύραν εἰσβιάζεσθαι, Luc. Nigr. 31; Ggstz κατὰ θύραν εἰσιέναι, Antiph. Stob. fl. 6, 2. – Bei Her. 2, 96 ist ἐκ μυρίκης πεποιημένη [[θύρη]] eine aus Brettern in länglichem Viereck zusammengefügte Tafel; vgl. 8, 51.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1226.png Seite 1226]] ἡ, ion. [[θύρη]], die [[Thür]], s. Curtius Grundz. d. gr. Et. 2. Aufl. S. 233; bei Hom. von πύλαι unterschieden, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 124; θύραι nur in Häusern; sowohl Thüren einzelner Zimmer, als des ganzen Hauses; sing. Iliad. 24, 317. 453 Odyss. 1, 441. 22, 155. 157. 201. 258. 275. 394; meist plur., wobei vielleicht an Flügelthüren zu denken; πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν Il. 14, 339; θαλάμοιο θύρας πυκινῶς ἀραρυίας ῥήξας [[ἐξῆλθον]] 9, 475; οἰγνύναι, [[κλείω]], ἐπιτιθέναι, s.diese Verba; θύραι δ' εὐερκέες εἰσὶν δικλίδες Od. 17, 267; φαειναί, von polirtem Holz od. mit Metallverzierungen, wie Alkinous hat, 7, 88; ἐπὶ Πριάμοιο θύρῃσιν Iliad. 2, 788, παρὰ Πριάμοιο θύρῃσιν 7, 346, bei Priamus' Thüren, vor seiner Wohnung; Pind. braucht nur den plur.; Soph. πατρῴων πρὸ θυρῶν, Bl. 109, vor des Vaters Hause; gew. auch Eur. im plural., sing. Cycl. 500; θύρας ἄκουσον ἑρκείας κτύπον Aesch. Ch. 549; τὴν θύραν κόπτειν, πατάσσειν u. ä., f. diese Verba; προσθεῖναι τὰς θύρας Her. 3, 78; ἐπἱ θύραις καὶ ἐν ὁδοῖς ὑπαίθροις κοιμώμενος Plat. Conv. 203 d; ἐπὶ τὰς θύρας ἥξουσι Phaedr. 233, öfter; φοίνικος μὲν αἱ θύραι πεποιημέναι Xen. Cyr. 7, 5, 92. – Αἱ βασιλέως θύραι der Hof des Perserkönigs, wie noch heute "die ottomanische Pforte" gesagt wird, παῖδες ἐπὶ ταῖς βασιλέως θύραις παιδεύονται Xen. An. 1, 9, 3, sie werden am Hofe des Königs erzogen, öfter; auch [[ἦσαν]] ἐπὶ ταῖς θύραις Τισσαφέρνους, An. 2, 5, 31, ἐφοίτων ἐπὶ τὰς θύρας Κύρου Cyr. 8, 1, 8; αἱ ἐπὶ τὰς θύρας φοιτήσεις, das an den Hof Gehen und seine Aufwartung Machen, Hell. 1, 6, 7 u. Sp. – Vom Kutschenschlage, τὰς θύρας τοῦ ἁρματείου δίφρου Xen. Cyr. fl, 4, 9. – Uebh. Zugang, Eingang, zu einer Felsengrotte Od. 9, 243. 12, 256. 13, 109. 370; ἐπὶ ταῖς θύραις τῆς Ἑλλάδος εἶναι, ganz nahe bei Griechenland, Xen. An. 6, 3, 23; ὃς δ' ἂν [[ἄνευ]] μανίας Μουσῶν ἐπὶ ποιητικὰς θύρας ἀφί. κηται, zu den Musen kommen, Plat. Phaedr. 245 a. Sprichwörtlich παρὰ τὴν θύραν εἰσβιάζεσθαι, Luc. Nigr. 31; Ggstz κατὰ θύραν εἰσιέναι, Antiph. Stob. fl. 6, 2. – Bei Her. 2, 96 ist ἐκ μυρίκης πεποιημένη [[θύρη]] eine aus Brettern in länglichem Viereck zusammengefügte Tafel; vgl. 8, 51.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> porte, <i>particul.</i><br /><b>1</b> porte de chambre <i>ou</i> de maison ; [[αἱ]] θύραι battants d'une porte, porte ; τὴν θύραν ἐπιτιθέναι <i>ou</i> προστιθέναι HDT mettre une porte ; ἐπισπᾶν XÉN tirer la porte ; ἐγκλείειν PLAT fermer la porte ; μικρὸν ἐνδοῦναι PLUT entrouvrir la porte ; [[ἐν]] θύρῃσι [[στῆναι]] OD se tenir à la porte ; [[ἔντοσθε]] θυράων OD en dedans de la porte (sur le seuil) ; θυρῶν [[ἔνδον]] SOPH à l'intérieur de la maison ; ἐπὶ ταῖς θύραις τινὸς βαδίζειν, [[ἰέναι]], φοιτᾶν venir sans cesse à la porte de qqn, fréquenter sa maison ; ἐπὶ ταῖς θύραις τῆς Ἑλλάδος [[εἶναι]] XÉN être aux portes, <i>càd</i> dans le voisinage de la Grèce ; περὶ θύρας [[εἶναι]] PLUT rôder aux portes;<br /><b>2</b> <i>rar.</i> porte de ville (<i>d'ord. πύλαι</i>);<br /><b>3</b> <i>au plur.</i> [[αἱ]] [[τοῦ]] βασιλέως θύραι porte du palais des rois de Perse, <i>d'où</i> ce palais même (<i>cf. la Sublime Porte</i>) ; <i>abs.</i> ἐπὶ [[τὰς]] θύρας (φοιτᾶν) XÉN fréquenter la cour;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> portière de voiture;<br /><b>2</b> entrée d'une grotte;<br /><b>3</b> [[θύρη]] καταπακτή trappe;<br /><b>4</b> planche ; assemblage de planches, <i>particul.</i> radeau ; [[αἱ]] θύραι palissade.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> fores.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θύρᾱ''': ας ῠ. Ἰων. [[θύρη]], ἡ, Ἰων. γεν. πληθ. θυρέων Ἡρόδ. 1. 9. (Ἐκ τῆς √ΘΥΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ θύραζε, -ασι., -ηφι, θυρίς, θυρεός, καὶ [[ἴσως]] τὸ θαῖρος, πρβλ. τὸ Σανσκρ, dvâr-am, dvâr· Λατ. for-es, for-as, -is (ἴδε Θ 6, 1, 2)· Γοτθ. daur ([[θύρα]]), Ἀρχ. Σκανδ. dyrr, Ἀγγλο-Σαξον. dur-u, Σλαυ. dver-i, Λιθ. dur-ys (fores)· Ἀρχ. Γερμ. tor (thür)). Θύρα [[εἴτε]] δωματίου [[εἴτε]] οἰκίας. Ὅμ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., δίφυλλος [[θύρα]], [[διπλῆ]], καὶ ἐν Ὀδ. Ρ. 267 προστίθεται τό: δικλίδες [[ὅπως]] ἐκφρασθῇ τοῦτο· φαειναὶ [[εἶναι]] συχνὸν τῆς θύρας ἐπίθετον, [[ὅπερ]] δυνατὸν νὰ ἀναφέρηται εἰς τὸ ἐστιλβωμένον [[ξύλον]] ἢ τὰ ἐκ μετάλλου ([[οἷον]] χρυσοῦ) κοσμήματα αὐτῆς, Ὀδ. Η. 88· θύραι αὐλῆς ἢ αὔλειαι, ἴδε ἐν λέξ. [[αὔλειος]], ἕρκειος· θ. ἡ εἰς τὸν κῆπον φέρουσα Δημ. 1155. 13· ἡ κηπαία, ἴδε [[κηπαῖος]] ΙΙ· - αἱ θύραι ἰδιωτικῶν οἰκοδομῶν συνήθως ἠνοίγοντο πρὸς τὰ ἔσω, Becker ἐν Χαρικλ. 260, 269, Ε. Τρ. ἴδε [[ψοφέω]] ΙΙ· - σπανίως ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ πύλαι, Πλούτ. Κάτωνι Νεωτ. 55· - φράσεις: θύρην, ἐπιτιθέναι, ἀντίθετον τῷ ἀνακλίνειν (ἴδε [[ἀνακλίνω]])· τὴν θύραν προστιθέναι, νὰ κλείσῃ τὴν θύραν, Ἡρόδ. 3.78, Λυσ. 92. 42· ἐπισπάσαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 36· κλείειν, ἐγκλείειν Ἀριστοφῶν Πειρ. 1, Πλάτ. Πρωτ. 314D· ἐφέλκεσθαι Λουκ., κτλ.· τὴν θύραν βαλανοῦν, μοχλοῦν, κλείειν, θέτειν τὸν μοχλόν, «ἀμπαρώνειν», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 259a, 331· θύραν κόπτειν, πατάσσειν, κρούειν, Λατ. januam pulsare, κτυπῶ, [[κρούω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 132, Βατρ. 38, Πλάτ. Πρωτ. 310 Α· ἀράττειν, ἐπαράττειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 977, Πλάτ. Πρωτ. 314 D· τὴν θύραν ἀνοιγνύναι, ἀνοίγειν, ἴδε ἐν λ. [[ἀνοίγνυμι]]· ὠθεῖν Λυσ. 94.7· μικρὸν ἐνδοῦναι, ἀνοῖξαι ὀλίγον, Πλούτ. 2. 597D· - δόμου ἐν πρώτῃσι θυρῇσι στῆναι Ὀδ. Α. 255· ἵζει δ’ ἐπί … οὐδοῦ [[ἔντοσθε]] θυράων Ρ. 339· θυρῶν [[ἔνδον]] Σοφ. Ἠλ. 78· πρὸ θυρῶν [[αὐτόθι]] 1. 09· ἐπὶ ἢ παρὰ Πριάμοιο θύρῃσι, παρὰ τὰς θύρας τοῦ Πριάμου, δηλ. πλησιέστατα εἰς τὴν κατοικίαν του, Ἰλ. Β. 788., Η. 346· μεταφ., ἐπὶ ταῖς θύραις τῆς Ἑλλάδος [[εἶναι]] Ξεν. Ἀν. 6. 5. 23, πρβλ. Δημ. 140. 17, Πλούτ. Σύλλ. 29, Ἄρατ. 37· πυρετοῦ περὶ θύρας ὄντος, ἐγγίζοντος, ὁ αὐτ. 2. 128F· πρβλ. Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 549. 2) ἐκ τῆς Ἀνατολικῆς συνηθείας τοῦ νὰ δίδωνται αἱ αἰτήσεις ἐν τῇ πύλῃ, ἡ [[φράσις]], αἱ τοῦ βασιλέως θύραι, κατήντησε νὰ σημαίνῃ ὅ,τι [[σήμερον]] ἡ Ὑψηλὴ Πύλη, Θεόπομπ. Ἱστ. 135· οἱ τῶν ἀρίστων Περσῶν παῖδες ἐπὶ ταῖς βασιλέως θύραις παιδεύονται, ἐν τοῖς ἀνακτόροις, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 3· φοιτέειν ἐπὶ ταῖς θύραις τοῦ βασιλέως, φοιτᾶν εἰς τὰ ἀνάκτορα, Ἡρόδ. 3. 119, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 1, 8 αἱ ἐπὶ τὰς θύρας φοιτήσεις, τὸ συχνάζειν εἰς τὴν Αὐλήν, εἰς τὰ ἀνάκτορα, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1. 6, 7· ἐπὶ ταῖς τῶν πλουσίων θύραις διατρίβειν Ἀριστ. Ρητ. 2, 16, 2· περὶ θύρας διατρίβειν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 11, 6. 3) μεταφ., Μουσῶν ἐπὶ ποιητικὰς θύρας ἀφικέσθαι Πλάτ. Φαίδρ. 245 Α· λέγεται [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐραστῶν, πελατῶν, ἐπαιτῶν, [[προσέτι]] καὶ ἐπὶ μαθητῶν φοιτώντων εἰς τὰς κατοικίας διασήμων διδασκάλων, κτλ.· ἐπὶ τὴν θύραν (ἢ τάς θύρας) τινὸς βαδίζειν, ἰέναι, φοιτᾶν κτλ., Ἀριστοφ. Πλ. 1007, Πλάτ. Πολ. 364Β, κτλ.· ἐπὶ ταῖσι θύραις ἀεὶ καθῆσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 467· μεταφ., ἴδε [[θυραυλέω]] ΙΙ. 4) παροιμ., γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται Θέογνις 421, πρβλ. [[ἀθυρόστομος]]· οὐδέποτ’ ἴσχει ἡ [[θύρα]], ἐπὶ περιέργων, Εὔπολ. ἐν «Φιλ.» 9· ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν, [[θραύω]] τὴν ὑδρίαν κατ’ αὐτὴν τὴν θύραν, [[φέρω]] αὐτὴν [[μέχρι]] τῆς θύρας, ἀλλὰ δὲν κατορθώνω νὰ τὴν κομίσω σώαν ἐντὸς τῆς οἰκίας, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 23· τίς ἂν θύρας ἁμάρτοι; ὁ αὐτ. Μετά τά Φυσ. 1 (ἔλαττ.) 1. 2. 5) ἡ [[θύρα]] ἁμάξης, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 9. 6) [[θύρη]] καταπακτή, [[καταρράκτης]], «κλαβανή», Ἡρόδ. 5. 16. 7) [[κατασκεύασμα]] ἐκ σανίδων, [[σχεδία]], ὁ αὐτ. 2. 96· [[ὡσαύτως]], φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν θύρῃσί τε καὶ ξύλοις,· μὲ σανίδας καὶ ξύλα, ὁ αὐτ. 8. οἱ πρβλ. Θουκ. 6. 101· [[ἐντεῦθεν]] [[θυρεός]]. ΙΙ. [[καθόλου]], [[εἴσοδος]], [[οἷον]] εἰς [[σπήλαιον]], Ὀδ. Ι. 243, Μ. 256, Ν. 109, 370, ἐν τῷ πληθ. 2) ἐπὶ τῶν αἰσθητηρίων, ὡς τῶν θυρῶν ἢ εἰσόδων εἰς τὴν ψυχήν, Σερῆνος παρὰ Στοβ. 80. 31, Ἀρισταίν. 2, 7, Φιλόστρ. 946. 3) ἐπὶ τῶν ὀστρακοδέρμων ὧν «τὰ μέν ἐστι δίθυρα τὰ δὲ μονόθυρα· [[λέγω]] δὲ δίθυρα τὰ δυσὶν ὀστράκοις περιεχόμενα, μονόθυρα δὲ τὰ ἑνὶ» Ἀριστ. π. τά Ζ. Ἱστ. 4. 4, 3, κ. ἀλλ.
|lstext='''θύρᾱ''': ας ῠ. Ἰων. [[θύρη]], ἡ, Ἰων. γεν. πληθ. θυρέων Ἡρόδ. 1. 9. (Ἐκ τῆς √ΘΥΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ θύραζε, -ασι., -ηφι, θυρίς, θυρεός, καὶ [[ἴσως]] τὸ θαῖρος, πρβλ. τὸ Σανσκρ, dvâr-am, dvâr· Λατ. for-es, for-as, -is (ἴδε Θ 6, 1, 2)· Γοτθ. daur ([[θύρα]]), Ἀρχ. Σκανδ. dyrr, Ἀγγλο-Σαξον. dur-u, Σλαυ. dver-i, Λιθ. dur-ys (fores)· Ἀρχ. Γερμ. tor (thür)). Θύρα [[εἴτε]] δωματίου [[εἴτε]] οἰκίας. Ὅμ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., δίφυλλος [[θύρα]], [[διπλῆ]], καὶ ἐν Ὀδ. Ρ. 267 προστίθεται τό: δικλίδες [[ὅπως]] ἐκφρασθῇ τοῦτο· φαειναὶ [[εἶναι]] συχνὸν τῆς θύρας ἐπίθετον, [[ὅπερ]] δυνατὸν νὰ ἀναφέρηται εἰς τὸ ἐστιλβωμένον [[ξύλον]] ἢ τὰ ἐκ μετάλλου ([[οἷον]] χρυσοῦ) κοσμήματα αὐτῆς, Ὀδ. Η. 88· θύραι αὐλῆς ἢ αὔλειαι, ἴδε ἐν λέξ. [[αὔλειος]], ἕρκειος· θ. ἡ εἰς τὸν κῆπον φέρουσα Δημ. 1155. 13· ἡ κηπαία, ἴδε [[κηπαῖος]] ΙΙ· - αἱ θύραι ἰδιωτικῶν οἰκοδομῶν συνήθως ἠνοίγοντο πρὸς τὰ ἔσω, Becker ἐν Χαρικλ. 260, 269, Ε. Τρ. ἴδε [[ψοφέω]] ΙΙ· - σπανίως ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ πύλαι, Πλούτ. Κάτωνι Νεωτ. 55· - φράσεις: θύρην, ἐπιτιθέναι, ἀντίθετον τῷ ἀνακλίνειν (ἴδε [[ἀνακλίνω]])· τὴν θύραν προστιθέναι, νὰ κλείσῃ τὴν θύραν, Ἡρόδ. 3.78, Λυσ. 92. 42· ἐπισπάσαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 36· κλείειν, ἐγκλείειν Ἀριστοφῶν Πειρ. 1, Πλάτ. Πρωτ. 314D· ἐφέλκεσθαι Λουκ., κτλ.· τὴν θύραν βαλανοῦν, μοχλοῦν, κλείειν, θέτειν τὸν μοχλόν, «ἀμπαρώνειν», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 259a, 331· θύραν κόπτειν, πατάσσειν, κρούειν, Λατ. januam pulsare, κτυπῶ, [[κρούω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 132, Βατρ. 38, Πλάτ. Πρωτ. 310 Α· ἀράττειν, ἐπαράττειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 977, Πλάτ. Πρωτ. 314 D· τὴν θύραν ἀνοιγνύναι, ἀνοίγειν, ἴδε ἐν λ. [[ἀνοίγνυμι]]· ὠθεῖν Λυσ. 94.7· μικρὸν ἐνδοῦναι, ἀνοῖξαι ὀλίγον, Πλούτ. 2. 597D· - δόμου ἐν πρώτῃσι θυρῇσι στῆναι Ὀδ. Α. 255· ἵζει δ’ ἐπί … οὐδοῦ [[ἔντοσθε]] θυράων Ρ. 339· θυρῶν [[ἔνδον]] Σοφ. Ἠλ. 78· πρὸ θυρῶν [[αὐτόθι]] 1. 09· ἐπὶ ἢ παρὰ Πριάμοιο θύρῃσι, παρὰ τὰς θύρας τοῦ Πριάμου, δηλ. πλησιέστατα εἰς τὴν κατοικίαν του, Ἰλ. Β. 788., Η. 346· μεταφ., ἐπὶ ταῖς θύραις τῆς Ἑλλάδος [[εἶναι]] Ξεν. Ἀν. 6. 5. 23, πρβλ. Δημ. 140. 17, Πλούτ. Σύλλ. 29, Ἄρατ. 37· πυρετοῦ περὶ θύρας ὄντος, ἐγγίζοντος, ὁ αὐτ. 2. 128F· πρβλ. Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 549. 2) ἐκ τῆς Ἀνατολικῆς συνηθείας τοῦ νὰ δίδωνται αἱ αἰτήσεις ἐν τῇ πύλῃ, ἡ [[φράσις]], αἱ τοῦ βασιλέως θύραι, κατήντησε νὰ σημαίνῃ ὅ,τι [[σήμερον]] ἡ Ὑψηλὴ Πύλη, Θεόπομπ. Ἱστ. 135· οἱ τῶν ἀρίστων Περσῶν παῖδες ἐπὶ ταῖς βασιλέως θύραις παιδεύονται, ἐν τοῖς ἀνακτόροις, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 3· φοιτέειν ἐπὶ ταῖς θύραις τοῦ βασιλέως, φοιτᾶν εἰς τὰ ἀνάκτορα, Ἡρόδ. 3. 119, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 1, 8 αἱ ἐπὶ τὰς θύρας φοιτήσεις, τὸ συχνάζειν εἰς τὴν Αὐλήν, εἰς τὰ ἀνάκτορα, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1. 6, 7· ἐπὶ ταῖς τῶν πλουσίων θύραις διατρίβειν Ἀριστ. Ρητ. 2, 16, 2· περὶ θύρας διατρίβειν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 11, 6. 3) μεταφ., Μουσῶν ἐπὶ ποιητικὰς θύρας ἀφικέσθαι Πλάτ. Φαίδρ. 245 Α· λέγεται [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐραστῶν, πελατῶν, ἐπαιτῶν, [[προσέτι]] καὶ ἐπὶ μαθητῶν φοιτώντων εἰς τὰς κατοικίας διασήμων διδασκάλων, κτλ.· ἐπὶ τὴν θύραν (ἢ τάς θύρας) τινὸς βαδίζειν, ἰέναι, φοιτᾶν κτλ., Ἀριστοφ. Πλ. 1007, Πλάτ. Πολ. 364Β, κτλ.· ἐπὶ ταῖσι θύραις ἀεὶ καθῆσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 467· μεταφ., ἴδε [[θυραυλέω]] ΙΙ. 4) παροιμ., γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται Θέογνις 421, πρβλ. [[ἀθυρόστομος]]· οὐδέποτ’ ἴσχει ἡ [[θύρα]], ἐπὶ περιέργων, Εὔπολ. ἐν «Φιλ.» 9· ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν, [[θραύω]] τὴν ὑδρίαν κατ’ αὐτὴν τὴν θύραν, [[φέρω]] αὐτὴν [[μέχρι]] τῆς θύρας, ἀλλὰ δὲν κατορθώνω νὰ τὴν κομίσω σώαν ἐντὸς τῆς οἰκίας, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 23· τίς ἂν θύρας ἁμάρτοι; ὁ αὐτ. Μετά τά Φυσ. 1 (ἔλαττ.) 1. 2. 5) ἡ [[θύρα]] ἁμάξης, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 9. 6) [[θύρη]] καταπακτή, [[καταρράκτης]], «κλαβανή», Ἡρόδ. 5. 16. 7) [[κατασκεύασμα]] ἐκ σανίδων, [[σχεδία]], ὁ αὐτ. 2. 96· [[ὡσαύτως]], φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν θύρῃσί τε καὶ ξύλοις,· μὲ σανίδας καὶ ξύλα, ὁ αὐτ. 8. οἱ πρβλ. Θουκ. 6. 101· [[ἐντεῦθεν]] [[θυρεός]]. ΙΙ. [[καθόλου]], [[εἴσοδος]], [[οἷον]] εἰς [[σπήλαιον]], Ὀδ. Ι. 243, Μ. 256, Ν. 109, 370, ἐν τῷ πληθ. 2) ἐπὶ τῶν αἰσθητηρίων, ὡς τῶν θυρῶν ἢ εἰσόδων εἰς τὴν ψυχήν, Σερῆνος παρὰ Στοβ. 80. 31, Ἀρισταίν. 2, 7, Φιλόστρ. 946. 3) ἐπὶ τῶν ὀστρακοδέρμων ὧν «τὰ μέν ἐστι δίθυρα τὰ δὲ μονόθυρα· [[λέγω]] δὲ δίθυρα τὰ δυσὶν ὀστράκοις περιεχόμενα, μονόθυρα δὲ τὰ ἑνὶ» Ἀριστ. π. τά Ζ. Ἱστ. 4. 4, 3, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> porte, <i>particul.</i><br /><b>1</b> porte de chambre <i>ou</i> de maison ; [[αἱ]] θύραι battants d'une porte, porte ; τὴν θύραν ἐπιτιθέναι <i>ou</i> προστιθέναι HDT mettre une porte ; ἐπισπᾶν XÉN tirer la porte ; ἐγκλείειν PLAT fermer la porte ; μικρὸν ἐνδοῦναι PLUT entrouvrir la porte ; [[ἐν]] θύρῃσι [[στῆναι]] OD se tenir à la porte ; [[ἔντοσθε]] θυράων OD en dedans de la porte (sur le seuil) ; θυρῶν [[ἔνδον]] SOPH à l'intérieur de la maison ; ἐπὶ ταῖς θύραις τινὸς βαδίζειν, [[ἰέναι]], φοιτᾶν venir sans cesse à la porte de qqn, fréquenter sa maison ; ἐπὶ ταῖς θύραις τῆς Ἑλλάδος [[εἶναι]] XÉN être aux portes, <i>càd</i> dans le voisinage de la Grèce ; περὶ θύρας [[εἶναι]] PLUT rôder aux portes;<br /><b>2</b> <i>rar.</i> porte de ville (<i>d'ord. πύλαι</i>);<br /><b>3</b> <i>au plur.</i> [[αἱ]] [[τοῦ]] βασιλέως θύραι porte du palais des rois de Perse, <i>d'où</i> ce palais même (<i>cf. la Sublime Porte</i>) ; <i>abs.</i> ἐπὶ [[τὰς]] θύρας (φοιτᾶν) XÉN fréquenter la cour;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> portière de voiture;<br /><b>2</b> entrée d'une grotte;<br /><b>3</b> [[θύρη]] καταπακτή trappe;<br /><b>4</b> planche ; assemblage de planches, <i>particul.</i> radeau ; [[αἱ]] θύραι palissade.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> fores.
}}
}}
{{Slater
{{Slater