Anonymous

εἰσπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0745.png Seite 745]] (s. [[πίπτω]]), hineinfallen, hineingerathen; εἰς χαράδρας Thuc. 3, 98; εἰς τοὺς λόγους Plat. Lys. 222 d; εἰς τὰ ἴχνη, auf die Fährte kommen, Xen. Cyn. 3, 5; εἰς τὴν εἱρκτήν, ins Gefängniß kommen, d. i. geworfen werden, Thuc. 1, 131 u. Sp.; auch ξυμφοράν, πολιὸν [[γῆρας]], Eur. Andr. 984 Ion 700; δόμοις Ion 1196. – Häufiger = feindlich eindringen; Soph. Ai. 55; Her. 1, 63; Thuc. 4, 68; [[ἔξωθεν]] Plat. Legg. VII, 814 a; Xen. Hell. 7, 1, 18; εἴς τι Thuc. 2, 25; vom Meere 4, 24; ἐπί τι Plut. Oth. 17. – Übertr., τοῖς στρατιώταις ὁρμὴ εἰσέπεσε ἐκτειχίσαι τὸ [[χωρίον]], es fiel ihnen ein, Thuc. 4, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0745.png Seite 745]] (s. [[πίπτω]]), hineinfallen, hineingerathen; εἰς χαράδρας Thuc. 3, 98; εἰς τοὺς λόγους Plat. Lys. 222 d; εἰς τὰ ἴχνη, auf die Fährte kommen, Xen. Cyn. 3, 5; εἰς τὴν εἱρκτήν, ins Gefängniß kommen, d. i. geworfen werden, Thuc. 1, 131 u. Sp.; auch ξυμφοράν, πολιὸν [[γῆρας]], Eur. Andr. 984 Ion 700; δόμοις Ion 1196. – Häufiger = feindlich eindringen; Soph. Ai. 55; Her. 1, 63; Thuc. 4, 68; [[ἔξωθεν]] Plat. Legg. VII, 814 a; Xen. Hell. 7, 1, 18; εἴς τι Thuc. 2, 25; vom Meere 4, 24; ἐπί τι Plut. Oth. 17. – Übertr., τοῖς στρατιώταις ὁρμὴ εἰσέπεσε ἐκτειχίσαι τὸ [[χωρίον]], es fiel ihnen ein, Thuc. 4, 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> εἰσπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> εἰσέπεσον;<br /><b>1</b> tomber dans ; <i>p. anal.</i> être précipité dans, être jeté dans : [[ἐς]] εἱρκτήν THC être jeté en prison;<br /><b>2</b> tomber par hasard dans <i>ou</i> sur : [[ἐς]] [[χωρίον]] THC tomber sur les terres (d'un particulier) <i>en parl. d'une troupe qui a perdu son chemin</i>;<br /><b>3</b> tomber sur, fondre sur : [[ἐς]] τὸν πεζόν HDT sur l'infanterie ; τινά sur qqn.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[πίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι: ἀόρ. -έπεσον: ― [[πίπτω]] [[ἐντός]], [[πίπτω]] μέσα εἰς..., ἀλλὰ συνήθως μεθ’ ὁρμῆς ἢ βίας, εἰσορμῶ, ἐπιφαίνομαι [[ἐξαίφνης]], ἐς πόλιν Ἡρόδ. 5. 15· ἐς τὰς [[νέας]] ὁ αὐτ. 8. 56· ἐς [[οἴκημα]] Θουκ. 2. 4, κτλ.· ἀπολ., ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ αὐτ. 4. 24: ― ποιητ. μετὰ δοτ. ἐσπίπτει δόμοις Εὐρ. Ἴων 1196: ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 35. 2) [[ἁπλῶς]] [[πίπτω]] ἐντὸς εἰς, οἱ δὲ νικώμενοι ὑπεχώρουν· καί τι αὐτῶν [[μέρος]]... προσβιασθέν... ἐσέπεσεν ἔς του [[χωρίον]] ἰδιώτου Θουκ. 1. 106· ἐς χαράδρας ὁ αὐτ. 3. 98, κτλ.· ἐσπ. ἐς εἱρκτήν, ῥίπτομαι εἰς φυλακήν, ὁ αὐτ. 1. 131· οὕτω, παρὰ ποιηταῖς, μετ’ αἰτ. ἐσπεσοῦσα δικτύων βρόχους Εὐρ. Ὀρ. 1315· ὄχλον γὰρ ἐσπεσεῖν ᾐσχυνόμην, νὰ [[ὑπάγω]] εἰς τὸ [[πλῆθος]] ᾐσχυνόμην, ὁ αὐτ. Ἑλ. 415· εἰσπ. πέπλους, ζητεῖν [[καταφύγιον]] ὑπὸ τοὺς πέπλους, ὁ αὐτ. Τρῳ. 1181· κτύπου κέλευθον ἐσπεσόντος, ἐλθόντος, γενομένου θορύβου ἐν τῇ ὁδῷ, ὁ αὐτ. Ὀρ. 1312. 3) [[περιέρχομαι]] εἵς τινα κατάστασιν, εἰσπ. δούλειον [[ἦμαρ]] ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 99· ξυμφορὰν [[αὐτόθι]] 983· [[γῆρας]] ὁ αὐτ. Ἴων 700· παρὰ Θουκ. 4. 4 ἤδη διορθοῦται ἐπέπεσε. ΙΙ. [[ἐπιπίπτω]], [[προσβάλλω]], τινὰ Ἡρόδ. 1. 63, Σοφ. Αἴ. 55· [[ὡσαύτως]], ἐσπ. ἐς τὸν πεζὸν Ἡρόδ. 4. 128· πρὸς τὴν πόλιν Θουκ. 4. 25.
|lstext='''εἰσπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι: ἀόρ. -έπεσον: ― [[πίπτω]] [[ἐντός]], [[πίπτω]] μέσα εἰς..., ἀλλὰ συνήθως μεθ’ ὁρμῆς ἢ βίας, εἰσορμῶ, ἐπιφαίνομαι [[ἐξαίφνης]], ἐς πόλιν Ἡρόδ. 5. 15· ἐς τὰς [[νέας]] ὁ αὐτ. 8. 56· ἐς [[οἴκημα]] Θουκ. 2. 4, κτλ.· ἀπολ., ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ αὐτ. 4. 24: ― ποιητ. μετὰ δοτ. ἐσπίπτει δόμοις Εὐρ. Ἴων 1196: ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 35. 2) [[ἁπλῶς]] [[πίπτω]] ἐντὸς εἰς, οἱ δὲ νικώμενοι ὑπεχώρουν· καί τι αὐτῶν [[μέρος]]... προσβιασθέν... ἐσέπεσεν ἔς του [[χωρίον]] ἰδιώτου Θουκ. 1. 106· ἐς χαράδρας ὁ αὐτ. 3. 98, κτλ.· ἐσπ. ἐς εἱρκτήν, ῥίπτομαι εἰς φυλακήν, ὁ αὐτ. 1. 131· οὕτω, παρὰ ποιηταῖς, μετ’ αἰτ. ἐσπεσοῦσα δικτύων βρόχους Εὐρ. Ὀρ. 1315· ὄχλον γὰρ ἐσπεσεῖν ᾐσχυνόμην, νὰ [[ὑπάγω]] εἰς τὸ [[πλῆθος]] ᾐσχυνόμην, ὁ αὐτ. Ἑλ. 415· εἰσπ. πέπλους, ζητεῖν [[καταφύγιον]] ὑπὸ τοὺς πέπλους, ὁ αὐτ. Τρῳ. 1181· κτύπου κέλευθον ἐσπεσόντος, ἐλθόντος, γενομένου θορύβου ἐν τῇ ὁδῷ, ὁ αὐτ. Ὀρ. 1312. 3) [[περιέρχομαι]] εἵς τινα κατάστασιν, εἰσπ. δούλειον [[ἦμαρ]] ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 99· ξυμφορὰν [[αὐτόθι]] 983· [[γῆρας]] ὁ αὐτ. Ἴων 700· παρὰ Θουκ. 4. 4 ἤδη διορθοῦται ἐπέπεσε. ΙΙ. [[ἐπιπίπτω]], [[προσβάλλω]], τινὰ Ἡρόδ. 1. 63, Σοφ. Αἴ. 55· [[ὡσαύτως]], ἐσπ. ἐς τὸν πεζὸν Ἡρόδ. 4. 128· πρὸς τὴν πόλιν Θουκ. 4. 25.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> εἰσπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> εἰσέπεσον;<br /><b>1</b> tomber dans ; <i>p. anal.</i> être précipité dans, être jeté dans : [[ἐς]] εἱρκτήν THC être jeté en prison;<br /><b>2</b> tomber par hasard dans <i>ou</i> sur : [[ἐς]] [[χωρίον]] THC tomber sur les terres (d'un particulier) <i>en parl. d'une troupe qui a perdu son chemin</i>;<br /><b>3</b> tomber sur, fondre sur : [[ἐς]] τὸν πεζόν HDT sur l'infanterie ; τινά sur qqn.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[πίπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml