Anonymous

διαφθείρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0611.png Seite 611]] ep. fut. διαφθέρσει Il. 13, 625; perf. διέφθαρκα Eur. Med. 226 Plat. Apol. 33 c u. A.; nach Moeris schlechter als διέφθορα, welches Il. 15, 128 intrans. ist, = [[verloren sein]], μαινόμενε, φρένας ἠλέ, διέφθορας, vgl. Scholl. Nicanor.; vgl. Luc. Nigr. 15 u. s. Lob. Phryn. 160 f; – 1) zu Grunde richten, [[vernichten]]; πόλιν, Hom. Iliad. 13, 625; σῦς διαφθείρεσκε τὰ ἔργα, den Acker verwüsten, Her. 1, 36; tödten, 9, 88; διαφθαρέονται, sie werden umkommen, 9, 42; λιμῷ ἡ στρατιὴ διαφθαρέεται 8, 108; [[νῆες]] διεφθάρησαν 1, 166; διεφθαρέατο, = διεφθαρμένοι [[ἦσαν]], 8, 90; στρατὸς διέφθαρται Aesch. Pers. 702; Ggstz von φύω Soph. O. R. 438; ἐλπίδας El. 298; διέφθαρμαι [[δέμας]] τὸ πᾶν Trach. 1045, u. öfter. So Thuc. u. a. Prosaiker; διεφθαρμένος, verfault, verwes't, Plat. Rep. X, 614 b; – dah. = abortiren, Hippocr.; Is. 8, 36. – 2) [[verschlimmern]], im Ggstz von βέλτιον ποιεῖν, Plat. Apol. 24 d; von [[körperlichen]] Zuständen, τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος, taub, Her. 1, 38. vgl. διεφθαρμένος τὰ ὄμματα Plat. Rep. VII, 517 a; διέφθαρτο, er war verkrüppelt, Her. 1, 34; οὐδὲν τρέσας, οὐδὲ διαφθείρας [[οὔτε]] τοῦ χρώματος [[οὔτε]] τοῦ προσώπου, ohne sich zu entfärben od. die Miene zu verziehen, Plat. Phaed. 117 b; τοὺς ὀφθαλμούς Xen. An. 4, 5, 12; seltner τῷ σώματι, Luc. D. D. 13, 2; – γυναῖκα δ., neben [[μοιχεύω]], Lys. 13, 66; τὴν κόρην διεφθορώς Men. Adelph. fr. 6; τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν Eupol. fr. inc. 51; – auch vom [[Geist]]; τὴν γνώμην Aesch. Ag. 1239; τὴν φρόνησιν διαφθαρέντες neben ὑπερήφανοι γενόμενοι Isocr. 12, 196; λύ πῃ σὰς διέφθαρσαι φρένας Eur. Hel. 1208, wie wir: den Verstand nehmen, schwächen; so ὁ νοῦς ὑπ οἴνου Isocr. 1, 32; τὸ διαφθαρὲν φρενῶν, = [[φρενοβλάβεια]], Eur. Or. 297. – Die Gesinnung verderben, [[verführen]], Her. 5, 51; τοὺς νέους Plat. Euthyphr. 2 c u. öfter; bes. = [[bestechen]], καὶ ὠνεῖ σθαί τινα Dem. 9, 45, wie διεφθαρμένος κο ὶ πεπρακὼς ἑαυτόν 19, 13; νομ ῇ χρημάτων τὸν δῆμον Aesch. 2, 76; ἀργυρίῳ Arist. pol. 2. 6, 14; u. ohne Zusatz, Her. 5, 51. – Auch von Sachen, τὸ [[γραμματεῖον]], [[verfälschen]], Isocr. 17, 23; wie νόμους 18, 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0611.png Seite 611]] ep. fut. διαφθέρσει Il. 13, 625; perf. διέφθαρκα Eur. Med. 226 Plat. Apol. 33 c u. A.; nach Moeris schlechter als διέφθορα, welches Il. 15, 128 intrans. ist, = [[verloren sein]], μαινόμενε, φρένας ἠλέ, διέφθορας, vgl. Scholl. Nicanor.; vgl. Luc. Nigr. 15 u. s. Lob. Phryn. 160 f; – 1) zu Grunde richten, [[vernichten]]; πόλιν, Hom. Iliad. 13, 625; σῦς διαφθείρεσκε τὰ ἔργα, den Acker verwüsten, Her. 1, 36; tödten, 9, 88; διαφθαρέονται, sie werden umkommen, 9, 42; λιμῷ ἡ στρατιὴ διαφθαρέεται 8, 108; [[νῆες]] διεφθάρησαν 1, 166; διεφθαρέατο, = διεφθαρμένοι [[ἦσαν]], 8, 90; στρατὸς διέφθαρται Aesch. Pers. 702; Ggstz von φύω Soph. O. R. 438; ἐλπίδας El. 298; διέφθαρμαι [[δέμας]] τὸ πᾶν Trach. 1045, u. öfter. So Thuc. u. a. Prosaiker; διεφθαρμένος, verfault, verwes't, Plat. Rep. X, 614 b; – dah. = abortiren, Hippocr.; Is. 8, 36. – 2) [[verschlimmern]], im Ggstz von βέλτιον ποιεῖν, Plat. Apol. 24 d; von [[körperlichen]] Zuständen, τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος, taub, Her. 1, 38. vgl. διεφθαρμένος τὰ ὄμματα Plat. Rep. VII, 517 a; διέφθαρτο, er war verkrüppelt, Her. 1, 34; οὐδὲν τρέσας, οὐδὲ διαφθείρας [[οὔτε]] τοῦ χρώματος [[οὔτε]] τοῦ προσώπου, ohne sich zu entfärben od. die Miene zu verziehen, Plat. Phaed. 117 b; τοὺς ὀφθαλμούς Xen. An. 4, 5, 12; seltner τῷ σώματι, Luc. D. D. 13, 2; – γυναῖκα δ., neben [[μοιχεύω]], Lys. 13, 66; τὴν κόρην διεφθορώς Men. Adelph. fr. 6; τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν Eupol. fr. inc. 51; – auch vom [[Geist]]; τὴν γνώμην Aesch. Ag. 1239; τὴν φρόνησιν διαφθαρέντες neben ὑπερήφανοι γενόμενοι Isocr. 12, 196; λύ πῃ σὰς διέφθαρσαι φρένας Eur. Hel. 1208, wie wir: den Verstand nehmen, schwächen; so ὁ νοῦς ὑπ οἴνου Isocr. 1, 32; τὸ διαφθαρὲν φρενῶν, = [[φρενοβλάβεια]], Eur. Or. 297. – Die Gesinnung verderben, [[verführen]], Her. 5, 51; τοὺς νέους Plat. Euthyphr. 2 c u. öfter; bes. = [[bestechen]], καὶ ὠνεῖ σθαί τινα Dem. 9, 45, wie διεφθαρμένος κο ὶ πεπρακὼς ἑαυτόν 19, 13; νομ ῇ χρημάτων τὸν δῆμον Aesch. 2, 76; ἀργυρίῳ Arist. pol. 2. 6, 14; u. ohne Zusatz, Her. 5, 51. – Auch von Sachen, τὸ [[γραμματεῖον]], [[verfälschen]], Isocr. 17, 23; wie νόμους 18, 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαφθερῶ, <i>ao.</i> διέφθειρα,<i> pf.1</i> [[διέφθαρκα]], <i>pf.2 tr. ou intr.</i> [[διέφθορα]];<br /><i>Pass. ao.2</i> [[διεφθάρην]], <i>pf.</i> διέφθαρμαι;<br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> détruire : πόλιν IL une ville ; [[αἱ]] [[νῆες]] διεφθάρησαν HDT les vaisseaux furent détruits ; δ. τινα faire périr qqn ; διεφθαρμένος τὴν ἀκοήν HDT, τὰ ὄμματα PLAT privé de l'ouïe, de la vue ; <i>ou simpl.</i> διέφθαρτο HDT il était atteint d'infirmité (sourd et muet) ; διέφθαρμαι [[δέμας]] τὸ [[πᾶν]] SOPH tout mon corps est détruit ; τὴν φρόνησιν διαφθαρείς ISOCR qui a perdu la raison;<br /><b>II.</b> mettre à mal, <i>d'où</i><br /><b>1</b> endommager, gâter : [[γραμματεῖον]] ISOCR falsifier un écrit ; νόμους ISOCR altérer les lois;<br /><b>2</b> corrompre, séduire : γυναῖκα LYS une femme ; <i>au mor.</i> τοὺς νέους PLAT corrompre les jeunes gens ; ἐπὶ χρήμασι DÉM <i>ou simpl.</i> διαφθείρειν τινά corrompre qqn à prix d'argent;<br /><b>3</b> perdre par avortement, acc. ; <i>abs.</i> avorter;<br /><b>B.</b> <i>pf.2</i> [[διέφθορα]];<br />• <i>tantôt au sens tr. (seul. us. chez les Att.)</i> : δ. [[τὰς]] φρένας EUR faire perdre la raison ; δ. [[τὰς]] ἐλπίδας SOPH détruire les espérances;<br />• <i>tantôt au sens intr.</i> : [[διέφθορα]] IL tu es perdu ; διεφθορότα σώματα PLUT corps en putréfaction.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[φθείρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαφθείρω''': μέλλ. -φθερῶ, Ἐπ. -φθέρσω, Ἰλ. Ν. 625· πρκμ. διέφθαρκα Εὐρ. Μηδ. 226, κτλ.· [[ὡσαύτως]] διέφθορα, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. - Παθ., μέλλ. διαφθᾰρήσομαι Θουκ. 4. 37, Ἰων. διαφθερέομαι Ἡρόδ. 8. 108., 9. 42· γ΄ πληθ. ὑπερσ. [[διεφθάρατο]] ὁ αὐτ. 8. 90. Ἐντελῶς [[καταστρέφω]], πόλιν Ἰλ. Ν. 625· ἔργα Ἡρόδ. 1. 36, καὶ Ἀττ., [[καταστρέφω]], τινὰ αὐτ. 9, 88, κτλ.· [[καταστρέφω]], ἐξολοθρεύω, Σοφ. Ο. Τ. 438, πρβλ. Φ. 1069· δ. χέρα, ἐξασθενῶ τὴν χεῖρά τινος, Εὐρ. Μηδ. 1055· [[ἀνατρέπω]] ἅρμα, Λυσ. Ἀποσπ. 2. 5· καθιστῶ πλοῖόν τι ἀνίκανον πρὸς πλοῦν, Ἡρόδ. 1. 166, 167, Ἀνδοκ. 18. 32, κτλ. (πρβλ. [[καταδύω]])· δ. τὴν συνουσίαν, [[διαλύω]] τὴν συναναστροφήν, Πλάτ. Πρωτ. 338D· - ἀπολ. = [[διόλλυμι]], ἀντίθ. σῴζω Εὐρ. Ἱππ. 389. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]], γνώμην τινὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 932· δ. τοὺς νέους, τοὺς νεωτέρους Πλάτ. Ἀπολ. 25Α, 30Β, κτλ.· - ἰδίως [[διαφθείρω]] διὰ δώρων, Λατ. corrumpere, Ἡρόδ. 5. 51· ἀργυρίῳ δ. τινὰ Λυσ. 180. 17· ἐπὶ χρήμασι Δημ. 241. 1· - δ. γυναῖκα, ἐξαπατῶ, Λυσ. 93. 16, κτλ.· πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 318· - δ. τοὺς νόμους, πλαστογραφῶ, [[κιβδηλεύω]] αὐτούς, Ἰσοκρ. 373Β. 3) οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος Πλάτ. Φαίδωνι 117Β. ΙΙ. Παθ., καταστρέφομαι, ἀποκτείνομαι, ἐξαφανίζομαι, δ. ἐπὶ τοῖς ἱματίοις, φονεύομαι διὰ τὰ ἐνδύματα, ἅτινα φορῶ, Ἀντιφῶν 117. 1· ἰδίως [[γίνομαι]] [[χωλός]], [[ἀνάπηρος]], ἀκρωτηριάζομαι, Ἡρόδ. 1. 34, 166, κτλ.· τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος, [[κωφός]], ὁ αὐτ. 1. 38· τὰ σκέλεα δ., τὰ σκέλη ἔχοντες τεθραυσμένα, ὁ αὐτ. 8. 28· διέφθαρμαι [[δέμας]] τὸ πᾶν Σοφ. Τρ. 1056· τὰ ὄμματα δ., [[τυφλός]], Πλάτ. Πολ. 517Α· τὰς φρένας Εὐρ. Ἑλ. 1192· τὸ φρενῶν διαφθαρὲν = [[φρενοβλάβεια]], Εὐρ. Ὀρ. 297· - ἀπολ., διεφθαρμένος, κατεστραμμένος ὑλικῶς ἢ ἠθικῶς, Πλάτ. Πολ. 614Β. ΙΙΙ. ὁ πρκμ. διέφθορα [[εἶναι]] ἀμετάβ. παρ’ Ὁμ., εἶμαι χαμένος (πρβλ. τὸ ἀνωτέρω τελευταῖον [[χωρίον]] τοῦ Εὐρ.), διέφθορας Ἰλ. Ο. 128· καὶ οὕτω παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς, ἀλλὰ συνήθως κατὰ μετοχ. (ὡς ἐν τῷ παρέφθορα), διεφθορὸς [[αἷμα]], διεφθαρμένον, μεμολυσμένον, Γαλην.· [[γάλα]] δ. ἤδη Ἰώσηπ. Ι. Α. 5. 5, 4· τὰ δ. σώματα Πλούτ. 2. 87C, πρβλ. 128Ε, πρβλ. Λουκ. Σολοικ. 3 (ἴδε πλείονα παρὰ Λοβ. Φρύν. 160)· - [[ἀλλά]], 2) παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. ἀείποτε μεταβ., τὰς… ἐλπίδας διέφθορεν Σοφ. Ἠλ. 306· τὰς φρένας διέφθορε… [[μοναρχία]] Εὐρ. Ἱππ. 1013 ([[ἔνθα]] ἴδε Valck)· τὸν λόγον δ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 156, πρβλ. Φερεκρ. Χειρ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 418, Μένανδ. Ἀδελφ. 6.
|lstext='''διαφθείρω''': μέλλ. -φθερῶ, Ἐπ. -φθέρσω, Ἰλ. Ν. 625· πρκμ. διέφθαρκα Εὐρ. Μηδ. 226, κτλ.· [[ὡσαύτως]] διέφθορα, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. - Παθ., μέλλ. διαφθᾰρήσομαι Θουκ. 4. 37, Ἰων. διαφθερέομαι Ἡρόδ. 8. 108., 9. 42· γ΄ πληθ. ὑπερσ. [[διεφθάρατο]] ὁ αὐτ. 8. 90. Ἐντελῶς [[καταστρέφω]], πόλιν Ἰλ. Ν. 625· ἔργα Ἡρόδ. 1. 36, καὶ Ἀττ., [[καταστρέφω]], τινὰ αὐτ. 9, 88, κτλ.· [[καταστρέφω]], ἐξολοθρεύω, Σοφ. Ο. Τ. 438, πρβλ. Φ. 1069· δ. χέρα, ἐξασθενῶ τὴν χεῖρά τινος, Εὐρ. Μηδ. 1055· [[ἀνατρέπω]] ἅρμα, Λυσ. Ἀποσπ. 2. 5· καθιστῶ πλοῖόν τι ἀνίκανον πρὸς πλοῦν, Ἡρόδ. 1. 166, 167, Ἀνδοκ. 18. 32, κτλ. (πρβλ. [[καταδύω]])· δ. τὴν συνουσίαν, [[διαλύω]] τὴν συναναστροφήν, Πλάτ. Πρωτ. 338D· - ἀπολ. = [[διόλλυμι]], ἀντίθ. σῴζω Εὐρ. Ἱππ. 389. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]], γνώμην τινὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 932· δ. τοὺς νέους, τοὺς νεωτέρους Πλάτ. Ἀπολ. 25Α, 30Β, κτλ.· - ἰδίως [[διαφθείρω]] διὰ δώρων, Λατ. corrumpere, Ἡρόδ. 5. 51· ἀργυρίῳ δ. τινὰ Λυσ. 180. 17· ἐπὶ χρήμασι Δημ. 241. 1· - δ. γυναῖκα, ἐξαπατῶ, Λυσ. 93. 16, κτλ.· πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 318· - δ. τοὺς νόμους, πλαστογραφῶ, [[κιβδηλεύω]] αὐτούς, Ἰσοκρ. 373Β. 3) οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος Πλάτ. Φαίδωνι 117Β. ΙΙ. Παθ., καταστρέφομαι, ἀποκτείνομαι, ἐξαφανίζομαι, δ. ἐπὶ τοῖς ἱματίοις, φονεύομαι διὰ τὰ ἐνδύματα, ἅτινα φορῶ, Ἀντιφῶν 117. 1· ἰδίως [[γίνομαι]] [[χωλός]], [[ἀνάπηρος]], ἀκρωτηριάζομαι, Ἡρόδ. 1. 34, 166, κτλ.· τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος, [[κωφός]], ὁ αὐτ. 1. 38· τὰ σκέλεα δ., τὰ σκέλη ἔχοντες τεθραυσμένα, ὁ αὐτ. 8. 28· διέφθαρμαι [[δέμας]] τὸ πᾶν Σοφ. Τρ. 1056· τὰ ὄμματα δ., [[τυφλός]], Πλάτ. Πολ. 517Α· τὰς φρένας Εὐρ. Ἑλ. 1192· τὸ φρενῶν διαφθαρὲν = [[φρενοβλάβεια]], Εὐρ. Ὀρ. 297· - ἀπολ., διεφθαρμένος, κατεστραμμένος ὑλικῶς ἢ ἠθικῶς, Πλάτ. Πολ. 614Β. ΙΙΙ. ὁ πρκμ. διέφθορα [[εἶναι]] ἀμετάβ. παρ’ Ὁμ., εἶμαι χαμένος (πρβλ. τὸ ἀνωτέρω τελευταῖον [[χωρίον]] τοῦ Εὐρ.), διέφθορας Ἰλ. Ο. 128· καὶ οὕτω παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς, ἀλλὰ συνήθως κατὰ μετοχ. (ὡς ἐν τῷ παρέφθορα), διεφθορὸς [[αἷμα]], διεφθαρμένον, μεμολυσμένον, Γαλην.· [[γάλα]] δ. ἤδη Ἰώσηπ. Ι. Α. 5. 5, 4· τὰ δ. σώματα Πλούτ. 2. 87C, πρβλ. 128Ε, πρβλ. Λουκ. Σολοικ. 3 (ἴδε πλείονα παρὰ Λοβ. Φρύν. 160)· - [[ἀλλά]], 2) παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. ἀείποτε μεταβ., τὰς… ἐλπίδας διέφθορεν Σοφ. Ἠλ. 306· τὰς φρένας διέφθορε… [[μοναρχία]] Εὐρ. Ἱππ. 1013 ([[ἔνθα]] ἴδε Valck)· τὸν λόγον δ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 156, πρβλ. Φερεκρ. Χειρ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 418, Μένανδ. Ἀδελφ. 6.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαφθερῶ, <i>ao.</i> διέφθειρα,<i> pf.1</i> [[διέφθαρκα]], <i>pf.2 tr. ou intr.</i> [[διέφθορα]];<br /><i>Pass. ao.2</i> [[διεφθάρην]], <i>pf.</i> διέφθαρμαι;<br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> détruire : πόλιν IL une ville ; [[αἱ]] [[νῆες]] διεφθάρησαν HDT les vaisseaux furent détruits ; δ. τινα faire périr qqn ; διεφθαρμένος τὴν ἀκοήν HDT, τὰ ὄμματα PLAT privé de l'ouïe, de la vue ; <i>ou simpl.</i> διέφθαρτο HDT il était atteint d'infirmité (sourd et muet) ; διέφθαρμαι [[δέμας]] τὸ [[πᾶν]] SOPH tout mon corps est détruit ; τὴν φρόνησιν διαφθαρείς ISOCR qui a perdu la raison;<br /><b>II.</b> mettre à mal, <i>d'où</i><br /><b>1</b> endommager, gâter : [[γραμματεῖον]] ISOCR falsifier un écrit ; νόμους ISOCR altérer les lois;<br /><b>2</b> corrompre, séduire : γυναῖκα LYS une femme ; <i>au mor.</i> τοὺς νέους PLAT corrompre les jeunes gens ; ἐπὶ χρήμασι DÉM <i>ou simpl.</i> διαφθείρειν τινά corrompre qqn à prix d'argent;<br /><b>3</b> perdre par avortement, acc. ; <i>abs.</i> avorter;<br /><b>B.</b> <i>pf.2</i> [[διέφθορα]];<br />• <i>tantôt au sens tr. (seul. us. chez les Att.)</i> : δ. [[τὰς]] φρένας EUR faire perdre la raison ; δ. [[τὰς]] ἐλπίδας SOPH détruire les espérances;<br />• <i>tantôt au sens intr.</i> : [[διέφθορα]] IL tu es perdu ; διεφθορότα σώματα PLUT corps en putréfaction.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[φθείρω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth