Anonymous

διαφθείρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαφθερῶ, <i>ao.</i> διέφθειρα,<i> pf.1</i> [[διέφθαρκα]], <i>pf.2 tr. ou intr.</i> [[διέφθορα]];<br /><i>Pass. ao.2</i> [[διεφθάρην]], <i>pf.</i> διέφθαρμαι;<br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> détruire : πόλιν IL une ville ; [[αἱ]] [[νῆες]] διεφθάρησαν HDT les vaisseaux furent détruits ; δ. τινα faire périr qqn ; διεφθαρμένος τὴν ἀκοήν HDT, τὰ ὄμματα PLAT privé de l'ouïe, de la vue ; <i>ou simpl.</i> διέφθαρτο HDT il était atteint d'infirmité (sourd et muet) ; διέφθαρμαι [[δέμας]] τὸ [[πᾶν]] SOPH tout mon corps est détruit ; τὴν φρόνησιν διαφθαρείς ISOCR qui a perdu la raison;<br /><b>II.</b> mettre à mal, <i>d'où</i><br /><b>1</b> endommager, gâter : [[γραμματεῖον]] ISOCR falsifier un écrit ; νόμους ISOCR altérer les lois;<br /><b>2</b> corrompre, séduire : γυναῖκα LYS une femme ; <i>au mor.</i> τοὺς νέους PLAT corrompre les jeunes gens ; ἐπὶ χρήμασι DÉM <i>ou simpl.</i> διαφθείρειν τινά corrompre qqn à prix d'argent;<br /><b>3</b> perdre par avortement, acc. ; <i>abs.</i> avorter;<br /><b>B.</b> <i>pf.2</i> [[διέφθορα]];<br />• <i>tantôt au sens tr. (seul. us. chez les Att.)</i> : δ. [[τὰς]] φρένας EUR faire perdre la raison ; δ. [[τὰς]] ἐλπίδας SOPH détruire les espérances;<br />• <i>tantôt au sens intr.</i> : [[διέφθορα]] IL tu es perdu ; διεφθορότα σώματα PLUT corps en putréfaction.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[φθείρω]].
|btext=<i>f.</i> διαφθερῶ, <i>ao.</i> διέφθειρα,<i> pf.1</i> [[διέφθαρκα]], <i>pf.2 tr. ou intr.</i> [[διέφθορα]];<br /><i>Pass. ao.2</i> [[διεφθάρην]], <i>pf.</i> διέφθαρμαι;<br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> détruire : πόλιν IL une ville ; [[αἱ]] [[νῆες]] διεφθάρησαν HDT les vaisseaux furent détruits ; δ. τινα faire périr qqn ; διεφθαρμένος τὴν ἀκοήν HDT, τὰ ὄμματα PLAT privé de l'ouïe, de la vue ; <i>ou simpl.</i> διέφθαρτο HDT il était atteint d'infirmité (sourd et muet) ; διέφθαρμαι [[δέμας]] τὸ [[πᾶν]] SOPH tout mon corps est détruit ; τὴν φρόνησιν διαφθαρείς ISOCR qui a perdu la raison;<br /><b>II.</b> mettre à mal, <i>d'où</i><br /><b>1</b> endommager, gâter : [[γραμματεῖον]] ISOCR falsifier un écrit ; νόμους ISOCR altérer les lois;<br /><b>2</b> corrompre, séduire : γυναῖκα LYS une femme ; <i>au mor.</i> τοὺς νέους PLAT corrompre les jeunes gens ; ἐπὶ χρήμασι DÉM <i>ou simpl.</i> διαφθείρειν τινά corrompre qqn à prix d'argent;<br /><b>3</b> perdre par avortement, acc. ; <i>abs.</i> avorter;<br /><b>B.</b> <i>pf.2</i> [[διέφθορα]];<br />• <i>tantôt au sens tr. (seul. us. chez les Att.)</i> : δ. [[τὰς]] φρένας EUR faire perdre la raison ; δ. [[τὰς]] ἐλπίδας SOPH détruire les espérances;<br />• <i>tantôt au sens intr.</i> : [[διέφθορα]] IL tu es perdu ; διεφθορότα σώματα PLUT corps en putréfaction.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[φθείρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαφθείρω:''' (fut. διαφθερῶ, aor. διέφθειρα, pf. 1 [[διέφθαρκα]], pf. 2 [[διέφθορα]]; pass.: aor. 2 [[διεφθάρην]], pf. διέφθαρμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[разрушать]] (πόλιν Hom.); уничтожать, опустошать (ὑὸς [[χρῆμα]] τὰ ἔργα διαφθείρει Her.; [[ἔλαφος]] διαφθείρων τὴν νόμην Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[убивать]], [[умерщвлять]] (τινά Her.); pass. погибать (λιμῷ Her.; [[πᾶς]] διέφθαρται [[στρατός]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[разрушать]], [[повреждать]], [[портить]] (αἱ [[νῆες]] διεφθάρησαν Her.); расстраивать (τὴν συνουσίαν Plat.): τῶν [[οὕτερος]] διέφθαρτο Her. (у Креза было два сына), из которых один был калекой; διεφθαρμένος τὴν ἀκοήν Her. глухой; διεφθαρμένος τὰ ὄμματα Plat. с испорченным зрением или ослепший; ὑπὸ τῆς νόσου διεφθαρμένος Isocr. надломленный болезнью; διεφθάρθαι φρένας Eur. прийти в уныние; τὴν φρόνησιν διαφθαρείς Isocr. потерявший рассудок;<br /><b class="num">4)</b> [[искажать]], [[извращать]] (νόμους, [[γραμματεῖον]] Isocr.);<br /><b class="num">5)</b> [[совращать]], [[развращать]] (γυναῖκα Lys.; κόρην Men.; τοὺς νέους Plat.);<br /><b class="num">6)</b> (тж. δ. νομῇ χρημάτων Aeschin., ἐπὶ χρήμασι Dem., ἀργυρίῳ и διὰ [[κέρδος]] Arst.) подкупать (τινα Her., Dem.);<br /><b class="num">7)</b> [[портиться]] (ὑπὸ εὐτυχίας βεβαίου διεφθορώς Plut.): διέφθορας Hom. ты потерял рассудок; τὰ διεφθορότα σώματα Plut. гниющие тела.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαφθείρω:''' μέλ. <i>-φθερῶ</i>, Επικ. <i>-φθέρσω</i>, παρακ. <i>-έφθαρκα</i> και [[διέφθορα]] — Παθ. μέλ. <i>-φθᾰρήσομαι</i>, Ιων. <i>φθερέομαι</i>, γʹ πληθ. Ιων. υπερσ. [[διεφθάρατο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καταστρέφω]] ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· [[αποτελειώνω]], [[σκοτώνω]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[ερημώνω]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>δ. χεῖρα</i>, [[αποδυναμώνω]], [[εξασθενώ]], [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] το [[χέρι]] κάποιου, σε Ευρ.· [[θέτω]] [[εκτός]] λειτουργίας, [[αχρηστεύω]] ένα [[πλοίο]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[ξεχνώ]], [[ξεμυαλίζω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[εξαχρειώνω]], [[διαφθείρω]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[διαφθείρω]] με δωροδοκίες, σε Ηρόδ., Δημ.· [[αποπλανώ]], σε Λυσ.<br /><b class="num">3.</b> <i>οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος</i>, έχοντας αλλάξει [[τίποτα]] από το [[χρώμα]] του, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., καταστρέφομαι, ακρωτηριάζομαι, αχρηστεύομαι, σε Ηρόδ.· <i>τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος</i>, [[κουφός]], στον ίδ.· <i>τὰ σκέλεα δ</i>., με τα πόδια τους σπασμένα, στον ίδ.· <i>τὰ ὄμματα δ</i>., [[τυφλός]], σε Πλάτ.· [[τὰς]] φρένας, σε Ευρ.· <i>τὸ φρενῶν διαφθαρέν</i>, [[απώλεια]] της νόησης κάποιου, [[φρενοβλαβής]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> παρακ. [[διέφθορα]] είναι αμτβ. στον Όμηρ., έχω χάσει το [[μυαλό]] μου· [[αλλά]] στην Αττ. είναι μτβ., σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''διαφθείρω:''' μέλ. <i>-φθερῶ</i>, Επικ. <i>-φθέρσω</i>, παρακ. <i>-έφθαρκα</i> και [[διέφθορα]] — Παθ. μέλ. <i>-φθᾰρήσομαι</i>, Ιων. <i>φθερέομαι</i>, γʹ πληθ. Ιων. υπερσ. [[διεφθάρατο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καταστρέφω]] ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· [[αποτελειώνω]], [[σκοτώνω]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[ερημώνω]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>δ. χεῖρα</i>, [[αποδυναμώνω]], [[εξασθενώ]], [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] το [[χέρι]] κάποιου, σε Ευρ.· [[θέτω]] [[εκτός]] λειτουργίας, [[αχρηστεύω]] ένα [[πλοίο]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[ξεχνώ]], [[ξεμυαλίζω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[εξαχρειώνω]], [[διαφθείρω]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[διαφθείρω]] με δωροδοκίες, σε Ηρόδ., Δημ.· [[αποπλανώ]], σε Λυσ.<br /><b class="num">3.</b> <i>οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος</i>, έχοντας αλλάξει [[τίποτα]] από το [[χρώμα]] του, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., καταστρέφομαι, ακρωτηριάζομαι, αχρηστεύομαι, σε Ηρόδ.· <i>τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος</i>, [[κουφός]], στον ίδ.· <i>τὰ σκέλεα δ</i>., με τα πόδια τους σπασμένα, στον ίδ.· <i>τὰ ὄμματα δ</i>., [[τυφλός]], σε Πλάτ.· [[τὰς]] φρένας, σε Ευρ.· <i>τὸ φρενῶν διαφθαρέν</i>, [[απώλεια]] της νόησης κάποιου, [[φρενοβλαβής]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> παρακ. [[διέφθορα]] είναι αμτβ. στον Όμηρ., έχω χάσει το [[μυαλό]] μου· [[αλλά]] στην Αττ. είναι μτβ., σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφθείρω:''' (fut. διαφθερῶ, aor. διέφθειρα, pf. 1 [[διέφθαρκα]], pf. 2 [[διέφθορα]]; pass.: aor. 2 [[διεφθάρην]], pf. διέφθαρμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[разрушать]] (πόλιν Hom.); уничтожать, опустошать (ὑὸς [[χρῆμα]] τὰ ἔργα διαφθείρει Her.; [[ἔλαφος]] διαφθείρων τὴν νόμην Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[убивать]], [[умерщвлять]] (τινά Her.); pass. погибать (λιμῷ Her.; [[πᾶς]] διέφθαρται [[στρατός]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[разрушать]], [[повреждать]], [[портить]] (αἱ [[νῆες]] διεφθάρησαν Her.); расстраивать (τὴν συνουσίαν Plat.): τῶν [[οὕτερος]] διέφθαρτο Her. (у Креза было два сына), из которых один был калекой; διεφθαρμένος τὴν ἀκοήν Her. глухой; διεφθαρμένος τὰ ὄμματα Plat. с испорченным зрением или ослепший; ὑπὸ τῆς νόσου διεφθαρμένος Isocr. надломленный болезнью; διεφθάρθαι φρένας Eur. прийти в уныние; τὴν φρόνησιν διαφθαρείς Isocr. потерявший рассудок;<br /><b class="num">4)</b> [[искажать]], [[извращать]] (νόμους, [[γραμματεῖον]] Isocr.);<br /><b class="num">5)</b> [[совращать]], [[развращать]] (γυναῖκα Lys.; κόρην Men.; τοὺς νέους Plat.);<br /><b class="num">6)</b> (тж. δ. νομῇ χρημάτων Aeschin., ἐπὶ χρήμασι Dem., ἀργυρίῳ и διὰ [[κέρδος]] Arst.) подкупать (τινα Her., Dem.);<br /><b class="num">7)</b> [[портиться]] (ὑπὸ εὐτυχίας βεβαίου διεφθορώς Plut.): διέφθορας Hom. ты потерял рассудок; τὰ διεφθορότα σώματα Plut. гниющие тела.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj