Anonymous

διαχέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0613.png Seite 613]] (s. χέω; διαχῦσαι Xen. Mem. 4, 3, 8, l. d.), eigentl. = [[aus einander gießen]], [[ausgießen]]; sodann überhaupt = <b class="b2">zertheilen, zerlegen, auflösen</b>. Bei Homer viermal, in der Form διέχευαν, vom Zerlegen der geschlachteten Thiere, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 30 [[διέχευαν]] διεμέρισαν: Iliad. 7, 316 Odyss. 3, 456. 14, 427. 19, 421. – Hinübergießen, Herodot. 6. 119 ἐκ δὲ ταύτης ἐς ἄλλο διαχεόμενον; übh. Ggstz von πηγνύναι, Plat. Tim. 46 d; vgl. τὰ συγκεκριμένα βίᾳ διαχεῖν Phil. 46 e; in mannichfachen Übertragungen, vom Zertheilen einer Geschwulst, Medic.; vom Schmelzen des Schnees, Xen. Cyn. 8, 1; vom Schmelzen des Erzes, Pausan. 9, 41, 1; bei Theophr. = kechen; νῆα διέχευαν ἄελλαι Ap Rh. 3, 320; pass, von Todten, in Verwesung übergehen, aufgelöst werden, Her. 3, 16; übertr., βουλεύματα διαχέαι, vereiteln, 8, 57; wie D. Hal. 3, 6; [[χῶμα]] ἐπὶ πολὺ διαχεῖται, fällt weit auseinander, Thuc. 2, 75; auch von Soldaten, Xen. Hell. 7, 4, 34; σώματα ὑπὸ μέθης διακεχυμένα Plat. Legg. VI, 775 c; auch εὐφραινό– μενος διαχεῖται, wird zerstreut, aufgeheitert, Plat. Conv. 206 d; διαχεῖται im Ggstz von αὐστηρὸς ὤν D. L. 7, 26; το πικρὸν λόγοις διαχέουσι καὶ ἐκπραΰνουσι Plut. ad. et am. discr. E.; διακεχυμένους τοῖς προσώποις, mit heiterem Gesicht, Plut. Cat. min. 1; Pomp. 57; Aex. 19 auch διακεχυμέ νῳ προσώπῳ; vgl. Pol. 8, 29, 4; Luc. Conv. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0613.png Seite 613]] (s. χέω; διαχῦσαι Xen. Mem. 4, 3, 8, l. d.), eigentl. = [[aus einander gießen]], [[ausgießen]]; sodann überhaupt = <b class="b2">zertheilen, zerlegen, auflösen</b>. Bei Homer viermal, in der Form διέχευαν, vom Zerlegen der geschlachteten Thiere, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 30 [[διέχευαν]] διεμέρισαν: Iliad. 7, 316 Odyss. 3, 456. 14, 427. 19, 421. – Hinübergießen, Herodot. 6. 119 ἐκ δὲ ταύτης ἐς ἄλλο διαχεόμενον; übh. Ggstz von πηγνύναι, Plat. Tim. 46 d; vgl. τὰ συγκεκριμένα βίᾳ διαχεῖν Phil. 46 e; in mannichfachen Übertragungen, vom Zertheilen einer Geschwulst, Medic.; vom Schmelzen des Schnees, Xen. Cyn. 8, 1; vom Schmelzen des Erzes, Pausan. 9, 41, 1; bei Theophr. = kechen; νῆα διέχευαν ἄελλαι Ap Rh. 3, 320; pass, von Todten, in Verwesung übergehen, aufgelöst werden, Her. 3, 16; übertr., βουλεύματα διαχέαι, vereiteln, 8, 57; wie D. Hal. 3, 6; [[χῶμα]] ἐπὶ πολὺ διαχεῖται, fällt weit auseinander, Thuc. 2, 75; auch von Soldaten, Xen. Hell. 7, 4, 34; σώματα ὑπὸ μέθης διακεχυμένα Plat. Legg. VI, 775 c; auch εὐφραινό– μενος διαχεῖται, wird zerstreut, aufgeheitert, Plat. Conv. 206 d; διαχεῖται im Ggstz von αὐστηρὸς ὤν D. L. 7, 26; το πικρὸν λόγοις διαχέουσι καὶ ἐκπραΰνουσι Plut. ad. et am. discr. E.; διακεχυμένους τοῖς προσώποις, mit heiterem Gesicht, Plut. Cat. min. 1; Pomp. 57; Aex. 19 auch διακεχυμέ νῳ προσώπῳ; vgl. Pol. 8, 29, 4; Luc. Conv. 18.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[διέχεα]], <i>épq. et ion.</i> [[διέχευα]] ; <i>part. pf. Pass.</i> διακεχυμένος;<br /><b>1</b> dissoudre en liquéfiant, faire fondre : διαχεῖται ἡ [[χιών]] XÉN la neige fond ; διακεχυμένοι τοῖς προσώποις PLUT gens dont le visage est épanoui ; διακεχυμένῳ προσώπῳ PLUT visage épanoui ; τὰ βεβουλευμένα διαχέαι HDT faire évanouir des projets;<br /><b>2</b> faire se répandre de côté et d'autre : [[χοῦν]] HDT faire s'effondrer <i>ou</i> détruire un terrassement ; [[χῶμα]] ἐπὶ πολὺ διαχεῖται THC le terrassement s'effondre en grande partie ; <i>en parl. de soldats</i> se disperser de tous côtés ; dissoudre, désagréger ; dépecer, déchirer : [[αἶψα]] [[δέ]] μιν διέχευαν OD aussitôt ils le dépecèrent.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαχέω''': (ἴδε χέω)· μέλλ. -χέω· ἀόρ. -έχεα, Ἐπ. -έχευα (ὁ [[μόνος]] [[χρόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ). Χύνω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, [[διασκορπίζω]], τὸν χοῦν Ἡρόδ. 2. 150· -παρ’ Ὁμ., [[διαμελίζω]], [[διαμερίζω]], αἶψ’ ἄρα μιν διέχευαν Ὀδ. Γ. 456, πρβλ. Ἰλ. Η. 316, κτλ. 2) [[διαλύω]], [[τήκω]], [[χύνω]] τι τετηκός, χαλκὸν Παυσ. 9. 41, 1· [[διακόπτω]], [[διαλύω]], [[διαχωρίζω]], [[καταστρέφω]], ἀντίθ. πηγνύναι Πλάτ. Φιλ. 46D· νῆα… διέχευαν ἄελλαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 320 -δ. φύματα, [[διασκορπίζω]], [[ἐξαφανίζω]] ὄγκους, οἰδήματα, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 61· δ. ἴχνη, [[καταστρέφω]] πᾶν [[ἴχνος]], Ξεν. Κυν. 5, 3. 3) μεταφ., [[συγχέω]], [[φέρω]] σύγχυσιν, τὰ βεβουλευμένα Ἡρόδ. 8. 57. ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ παθ., χύνομαι ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, Ἡρόδ. 6. 119, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 233. 2) [[διατρέχω]], ἐξαπλοῦμαι, ἐκτείνομαι, Θουκ. 2. 75, 76. 3) διαλύομαι, τήκομαι, Ξεν. Κυν. 8. 1, Ἀριστ., κτλ.· ἐπὶ πτώματος, Ἡρόδ. 3. 16· [[διασκορπίζω]], ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 34· ἐπὶ τῶν χυμῶν τοῦ σώματος, Ἱππ. 1137B. 4) μεταφ., [[γίνομαι]] [[φαιδρός]], διανοίγομαι, ἀντίθ. [[σκυθρωπάζω]], Πλάτ. Συμπ. 206D· εἶμαι παραλελυμένος, ὑπὸ μέθης διακεχυμένος ὁ αὐτ. Νόμ. 775C· [[μαλακὸν]] καὶ διακεχυμένον βλέπειν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 48· δ. [[πρόσωπον]], φαιδρόν, Πλούτ. Ἀλεξ. 19· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, εἶμαι [[γαλήνιος]], ὁ αὐτ. 2. 82F.
|lstext='''διαχέω''': (ἴδε χέω)· μέλλ. -χέω· ἀόρ. -έχεα, Ἐπ. -έχευα (ὁ [[μόνος]] [[χρόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ). Χύνω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, [[διασκορπίζω]], τὸν χοῦν Ἡρόδ. 2. 150· -παρ’ Ὁμ., [[διαμελίζω]], [[διαμερίζω]], αἶψ’ ἄρα μιν διέχευαν Ὀδ. Γ. 456, πρβλ. Ἰλ. Η. 316, κτλ. 2) [[διαλύω]], [[τήκω]], [[χύνω]] τι τετηκός, χαλκὸν Παυσ. 9. 41, 1· [[διακόπτω]], [[διαλύω]], [[διαχωρίζω]], [[καταστρέφω]], ἀντίθ. πηγνύναι Πλάτ. Φιλ. 46D· νῆα… διέχευαν ἄελλαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 320 -δ. φύματα, [[διασκορπίζω]], [[ἐξαφανίζω]] ὄγκους, οἰδήματα, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 61· δ. ἴχνη, [[καταστρέφω]] πᾶν [[ἴχνος]], Ξεν. Κυν. 5, 3. 3) μεταφ., [[συγχέω]], [[φέρω]] σύγχυσιν, τὰ βεβουλευμένα Ἡρόδ. 8. 57. ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ παθ., χύνομαι ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, Ἡρόδ. 6. 119, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 233. 2) [[διατρέχω]], ἐξαπλοῦμαι, ἐκτείνομαι, Θουκ. 2. 75, 76. 3) διαλύομαι, τήκομαι, Ξεν. Κυν. 8. 1, Ἀριστ., κτλ.· ἐπὶ πτώματος, Ἡρόδ. 3. 16· [[διασκορπίζω]], ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 34· ἐπὶ τῶν χυμῶν τοῦ σώματος, Ἱππ. 1137B. 4) μεταφ., [[γίνομαι]] [[φαιδρός]], διανοίγομαι, ἀντίθ. [[σκυθρωπάζω]], Πλάτ. Συμπ. 206D· εἶμαι παραλελυμένος, ὑπὸ μέθης διακεχυμένος ὁ αὐτ. Νόμ. 775C· [[μαλακὸν]] καὶ διακεχυμένον βλέπειν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 48· δ. [[πρόσωπον]], φαιδρόν, Πλούτ. Ἀλεξ. 19· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, εἶμαι [[γαλήνιος]], ὁ αὐτ. 2. 82F.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[διέχεα]], <i>épq. et ion.</i> [[διέχευα]] ; <i>part. pf. Pass.</i> διακεχυμένος;<br /><b>1</b> dissoudre en liquéfiant, faire fondre : διαχεῖται ἡ [[χιών]] XÉN la neige fond ; διακεχυμένοι τοῖς προσώποις PLUT gens dont le visage est épanoui ; διακεχυμένῳ προσώπῳ PLUT visage épanoui ; τὰ βεβουλευμένα διαχέαι HDT faire évanouir des projets;<br /><b>2</b> faire se répandre de côté et d'autre : [[χοῦν]] HDT faire s'effondrer <i>ou</i> détruire un terrassement ; [[χῶμα]] ἐπὶ πολὺ διαχεῖται THC le terrassement s'effondre en grande partie ; <i>en parl. de soldats</i> se disperser de tous côtés ; dissoudre, désagréger ; dépecer, déchirer : [[αἶψα]] [[δέ]] μιν διέχευαν OD aussitôt ils le dépecèrent.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth